ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ V
ΚΟΡΙΤΣΙ Αυτό είναι το σπίτι σου;
ΑΝΔΡΑΣ Σ’ αρέσει;
ΚΟΡΙΤΣΙ Συμπαθητικό είναι.
ΑΝΔΡΑΣ Βγάλε το παλτό σου…
ΚΟΡΙΤΣΙ Είσαι βέβαιος ότι δεν θα έρθει κανένας;
ΑΝΔΡΑΣ Αυτό είναι το σπίτι μου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα μένεις μόνος σου;
ΑΝΔΡΑΣ Τώρα, ναι, μένω μόνος μου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Τώρα; Δηλαδή;
ΑΝΔΡΑΣ Κάποτε υπήρχε η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Φέτος την άνοιξη έφυγαν… και δεν γύρισαν πλέον…
ΚΟΡΙΤΣΙ Μπρρρ, αρχινά η θλιβερή εποχή, από σήμερα το πρωί όλα συννέφιασαν…
ΑΝΔΡΑΣ Πρώτη βροχή του φθινοπώρου και το καλοκαίρι δεν έχει ακόμη τελειώσει… Είναι η καλύτερη στιγμή να κάνεις έρωτα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Ω, για μένα είναι πάντοτε το ίδιο!
ΑΝΔΡΑΣ Δεν είναι έτσι – υποκρίτρια. Με την συννεφιά σ’ αρέσει πιό πολύ να μένεις μέσα και να κλείνεις τα παράθυρα γιατί αισθάνεσαι την πρώτη ζεστασιά μέσα στο δωμάτιο που βρίσκεσαι, μιά ζεστασιά ξεχασμένη κι όμως τόσο βαθιά γνώριμη, η ζεστασιά των περασμένων χρόνων! Νιώσε τη νοσταλγία της φωτιάς και η σάρκα κάτω από την πρώτο μάλλινο πλεκτό γίνεται ευαίσθητη σε τούτη τη καινούρια δροσιά μεσ’ την καρδιά ενός ουρανού ακόμη γαλήνιου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Πόσο χρονών είναι οι γιοί σου;
ΑΝΔΡΑΣ Ο ένας είναι έξι ετών, ο άλλος τεσσάρων. Είναι δυό σοβαρά αντράκια σαν και τ’ άλλα. Μερικές φορές μου φαίνονται πιό μεγάλα από μένα…
ΚΟΡΙΤΣΙ Μπορώ τώρα να βγάλω το παλτό μου;
ΑΝΔΡΑΣ Ναι, σου το είπα… Ο πιό μεγάλος είναι σκληρός, τα σκοτεινά του μάτια είναι γεμάτα από αγάπη για την μητέρα. Ο πιό μικρός έχει κι αυτός την ίδια αγάπη, αλλά τα μάτια του γελάνε, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα, είναι ελαφρόμυαλος και γελοίος σαν ζωάκι, και με τον βαθύ σεβασμό που τρέφει για τον πιό μεγάλο αδελφό του μοιάζει σαν το αστείο συμπλήρωμά του…
ΚΟΡΙΤΣΙ Αλήθεια, πόσο ευχάριστη είναι η δροσιά, όταν μέσα αισθάνεσαι μιά όμορφη ζέστη. Ναι, ναι, μοιάζει να είναι η περασμένη χρονιά.
ΑΝΔΡΑΣ Ή μπορεί να είναι έπειτα από δέκα χρόνια… (αν ακόμη είσαι ζωντανή). Αυτό είναι ένα πρωϊνό του μέλλοντος – σ’ αρέσει – στο τέλος ενός καλοκαιριού που δεν έφτασε ακόμη… Βλέπεις, ε; πως βιάζεται ο χρόνος, μ’ όλο που πηγαίνει τόσο αργά!
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα γιατί λες: αν ακόμη είσαι ζωντανή;
ΑΝΔΡΑΣ Ξεντύσου τώρα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, ναι, το λές γιατί ήμουνα άρρωστη, δυό χρόνια στο σανατόριο.
ΑΝΔΡΑΣ Α! Μα ξεντύσου τώρα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Θες να με δεις να ξεντύνομαι;
ΑΝΔΡΑΣ Ναι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Το ξέρεις ότι με κάνεις και γελάω; (Αρχινά να ξεντύνεται.)
ΑΝΔΡΑΣ Το καλοκαίρι τελείωσε μα είσαι ηλιοκαμένη…
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν έχεις κανέναν δίσκο να βάλεις;
ΑΝΔΡΑΣ Δεν έχω. Ας τα κάνουμε όλα σιωπηλά.
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα για ποιά με έχεις πάρει;
ΑΝΔΡΑΣ Γι’ αυτή που είσαι, μια κοπέλα του πρώτου πρωϊνού του καλοκαιριού χωρίς ήλιο.
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, εντάξει…
ΑΝΔΡΑΣ Δεν ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια;
ΚΟΡΙΤΣΙ Όχι, γιατί;
ΑΝΔΡΑΣ Επειδή είσαι γυμνή, σαν σκουλήκι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Πως με κοιτάς άσχημα!
ΑΝΔΡΑΣ Δεν ένιωσες ποτέ ντροπή;
ΚΟΡΙΤΣΙ Λίγο την πρώτη φορά, αλλά μετά, ποτέ.
ΑΝΔΡΑΣ Μα δεν σκέφτεσαι την κοιλιά σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δηλαδή;
ΑΝΔΡΑΣ Την κοιλιά σου! Την κοιλιά σου! Αυτή τη γωνιά του κορμιού που όλοι την κρύβουν , που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, που όλοι κάνουν πως δεν έχουν, ή τουλάχιστον πως δεν την σκέφτονται, ή πως την έχουν ξεπεράσει… Ακόμη κι ο πατέρας σου!
ΚΟΡΙΤΣΙ Με κάνεις και γελάω! Μα ποιός σκέφτηκε ποτέ τέτοια πράγματα…
ΑΝΔΡΑΣ Εσύ βρίσκεις φυσικό να έχεις το μουνί σου, εκείνο το μαλακό σύνορο στο βάθος της κοιλιάς σου, τυλιγμένο από μαύρη παλίρροια… Κι όμως είναι αφύσικο… αφύσικο! Δεν ξέρεις πως είναι ανυπόφορο και σκανδαλώδες να επαληθεύεις με την περίπτωσή σου τον γενικό κανόνα; Με το να μου δείχνεσαι γυμνή, αυτό κάνεις… Επειδή με καταλαβαίνεις… λοιπόν, σκέψου δύο πατέρες… ναι, δύο πατέρες… δύο ενήλικους άντρες, χωρίς καμιά πλέον από τις ελαφρότητες της νεότητας, ο ένας απέναντι στον άλλον, σαν δυό αλητήριοι νεαροί, με τα παντελόνια τους ανοιχτά, να κοιτιούνται…
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, α! Ω, ω! Μα τι σκέφτεσε…
ΑΝΔΡΑΣ Όπως είσαι εσύ, με την κοιλιά γυμνή…
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, ναι, εντάξει, κατάλαβα. Εσύ δεν θα ξεντυθείς;
ΑΝΔΡΑΣ Εγώ όχι, διότι ξέρω ότι είσαι βρώμικη, και σου αρέσει πιό πολύ ένας άνδρας μ’ ανοιχτό μόνο το παντελόνι, παρά με ολόγυμνο σώμα όπως είσαι εσύ.
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν με νοιάζει, κάνε όπως θες.
ΑΝΔΡΑΣ Σ’ αρέσει να προκαλείς πόνο;
ΚΟΡΙΤΣΙ Τι πράμα;
ΑΝΔΡΑΣ Να προκαλείς πόνο.
ΚΟΡΙΤΣΙ Στον άντρα;
ΑΝΔΡΑΣ Α, κατάλαβες.
ΚΟΡΙΤΣΙ Με ποιό τρόπο;
ΑΝΔΡΑΣ Τι θα πει προκαλώ πόνο; Δεν πονάς όταν ένας άντρας σου ρίχνει μπουνιές, κλωτσιές;
ΚΟΡΙΤΣΙ Σε μένα; Αλλίμονο αν τολμήσει κάποιος να σηκώσει το χέρι του. Την έβαψε!
ΑΝΔΡΑΣ Φτωχό κορίτσι… καϋμένο… σάρκα φτηνή που αμύνεται… Που πρέπει να παλέψει και να θεωρεί νίκη τις υποχωρήσεις…
ΚΟΡΙΤΣΙ Το πρόσωπό σου έγινε άσπρο σαν χαρτί… Και μου φαίνεται ότι τρέμεις… Τι έχεις;
ΑΝΔΡΑΣ Έγινε άσπρο; Και τρέμω; Ίσως είναι αυτό το φως… Κι έπειτα… είμαι λίγο άρρωστος. Αλλά δεν χρειάζεται να το σκέφτομαι. Λοιπόν, σ’ αρέσει να προκαλείς πόνο;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δηλαδή, πώς; Πώς;
ΑΝΔΡΑΣ Να… Ποιός ήταν ο τελευταίος που πήγε μαζί σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Την περασμένη Κυριακή… Ήταν, θυμάμαι, ένα παιδί από την Σικελία που κάνει την θητεία του στην Μπολώνια. Είχε έρθει εδώ να δει συγγενείς του…
ΑΝΔΡΑΣ Ήταν ωραίο παιδί; Μελαχρινός; Καστανός;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν θυμάμαι… Φαίνονταν σαν ληστής.
ΑΝΔΡΑΣ Λοιπόν… σκέψου ότι αυτός ο ληστής έτοιμος να κάνει έρωτα όπως αυτός κάνει, δηλαδή όπως μιά μάνα που σε σφίγγει στο στήθος της ή όπως ένας πατέρας που σε κρατά κλειστή στο σπίτι – με τον μεγάλο σικελικό πούτσο του – δυνατό σαν κορμό και τρυφερό σαν φρούτο – σκέψου αυτόν τον στρατιώτη να σου τον έδινε και να σου έλεγε: κοίτα μπροστά σου τόση δύναμη ανίκανη: ταπείνωσέ τον, πλήγωσέ τον, πάρε εκδίκηση που απαιτεί να γονιμοποιήσει… Κάνε τον να κλάψει σαν παιδί…
ΚΟΡΙΤΣΙ (Γελά.)
ΑΝΔΡΑΣ Α, η συνείδησή σου είναι μικρή όπως και η μοίρα σου!
ΚΟΡΙΤΣΙ (Γελά.)
ΑΝΔΡΑΣ Είσαι μόνη μαζί του κι αυτός μέσα στα χέρια σου. Καταλαβαίνεις; Κάντε κάτι που να μην είναι εκ του κόσμου τούτου. Να είναι πέρα από κάθε όριο, να υπάρχει μόνο στο πνεύμα. Ένα αγόρι δυνατό που ετοιμάζεται να γίνει πατέρας, και που πάει για περιπέτειες σαν Δον Κιχώτης μέσα στον κόσμο με τα πόδια του και με τον πούτσο του, αυτό το αγόρι έπεσε – όλα μπορούν να συμβούν, όλα, εκτός απ’ αυτό που είναι ήδη μέρος του κόσμου…
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν μπορώ να καταλάβω…
ΑΝΔΡΑΣ Είσαι μόνη μαζί του! Μόνη! Μόνη!
ΚΟΡΙΤΣΙ Αυτό το ξέρω…
ΑΝΔΡΑΣ Ωραία, ας δούμε εμάς τους δυό… Τι γαλήνη! Είναι το πρώτο απόγευμα!
Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα, αποτελείται από ανθρώπους που γυρίζουν από την δουλειά και το ποτάμι των αυτοκινήτων, ακούς, προχωρά, μέσα στα φώτα, σαν στεναγμός. Ο άνδρας που ετοιμάζεται να κάνει έρωτα – εγώ – όπως μπροστά στο μνημείο μιάς σάρκας γεμάτης αίμα φρέσκο – εσύ – τρέμει, ξέρεις, μέχρι που να χτυπούν τα δόντια. Είναι σε έκσταση. Αυτό που είναι ιερό στην παιδική ηλικία, όταν πραγματοποιείται, τον κάνει αθάνατο. Πρέπει να ξέρεις ότι όλο αυτό επιστρέφει και επαναλαμβάνεται. Κάθε νέα στύση το επιζητεί. Δεν αρκεί η πρώτη φορά, γιατί δεν την θυμάσαι. Αναζητούμε, σ’ αυτήν την επανάληψη, μιά νέα αρχή. Και δεν σταματάμε ποτέ να ψάχνουμε γιατί κάθε φορά ξεχνάμε. Μέσα από την επανάληψη ξαναζεί ένα Πράγμα μόνον. Μείνε να περιμένεις, με το θύμα σου (που περιμένει, μαζί σου, την πραγματοποίηση του ονείρου), την πραγματοποίηση μιάς πραγματικότητας που καταστρέφει κάθε άλλη πραγματικότητα. ΚΑΘΕ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, στην ήσυχη πλατεία μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού ανάμεσα στα βουνά και την θάλασσα, μια ήρεμη μέρα σαν να ήταν του 1600 ή του 1800. Και μου παρουσιάστηκε ο Θεός. Έπειτα εξαφανίστηκε ξαφνικά. Κάθε νέα στύση, ή αγωνία, ή ντροπή για στύση, θέλει το Πράγμα να επαναλαμβάνεται και ο Θεός να επιστρέφει.
(Πιάνει το κορίτσι και του δένει τα χέρια.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Βοήθεια, τι θες να κάνεις; Βοήθεια!
ΑΝΔΡΑΣ Βούλωστο, ηλίθια, αλλιώς θα σε σκοτώσω αμέσως.
ΚΟΡΙΤΣΙ Βοήθεια, μαμά μου, σε παρακαλώ, άσε με!
ΑΝΔΡΑΣ Ίσως δεν θα σου κάνω κανένα κακό… Ίσως θα μου αρκέσει ο φόβος σου, ο αληθινός, που περνά ορμητικός πάνω στο μούτρο σου, και συ τον παρουσιάζεις σαν ντροπή… επειδή σκέφτεσαι ότι αν εκδηλωθείς, θα είναι χειρότερα… Βλέπεις; Βλέπεις πως κάθε άλλη πραγματικότητα δεν μετρά; Είναι μιά έκσταση όπου εξαφανίζεται ο κόσμος κι αρχινά να ξαναφαίνεται ο Θεός.
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, μα τώρα ας πάμε, είναι αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι!
ΑΝΔΡΑΣ Προηγουμένως σου είπα ότι η γυναίκα μου και τα παιδιά μου έφυγαν αυτό το Πάσχα. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Τους σκότωσα. Εκείνη έπρεπε να σκοτώσω, αλλά ήταν πιό όμορφο να σκοτώσω όλους. Μετά τους πήρα και τους πέταξα στο ποτάμι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν είναι αλήθεια! Δεν σε πιστεύω! Αλλά τώρα, σε παρακαλώ, λύσε μου τα χέρια!
ΑΝΔΡΑΣ Το ξέρεις ότι δεν θα έδινα δεκάρα αν πέθανες; Διότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τον θάνατο και την επιθυμία μου. Το ξέρεις ότι μπορεί και να μην γυρίσεις πιά σπίτι σου, ότι μπορεί να μην ξαναδείς τη μητέρα σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα τις λες τώρα; Θεέ μου…
ΑΝΔΡΑΣ Θα μείνεις εδώ στα χέρια μου, γιατί είσαι ένα κοριτσάκι, με τα χέρια κοκκινισμένα από τη δουλειά και μια πρώϊμη ελαφριά ρυτίδα στο μέτωπο… Είσαι ένα κοριτσάκι λίγο αγοράκι, ριψοκίνδυνη, με αυτοπεποίθηση σαν αρσενικό. Την τρύπα κάτω από την κοιλιά σου τη δίνεις στους άντρες σαν να δίνεις κάτι σ’ ένα φιλαράκι, έτσι δεν είναι; Έτσι θα μάθεις να εμπιστεύεσαι τόσο τη φιλία!
ΚΟΡΙΤΣΙ Μιλάς σαν τρελός, ω Θεέ μου, άσε με να φύγω…
ΑΝΔΡΑΣ Θα σε πηδήξω εκατό φορές, χωρίς να χύνω… Και στο μεταξύ θα σε σπάσω στις κλωτσιές και στις μπουνιές, σαν μεθυσμένος σύζυγος…
ΚΟΡΙΤΣΙ Φτάνει, μαμά, μανούλα μου!
ΑΝΔΡΑΣ Θα σε σπάσω στις μπουνιές και τις κλωτσιές γιατί δεν αξίζεις τίποτ’ άλλο εξαιτίας της αθωότητάς σου! Κι εγώ πνίγομαι από την επιθυμία να χαθώ κι έτσι να σταματήσω την επιθυμία.
(Αρχινά να την χτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Όχι, όχι! Πάνω στη πλάτη όχι!
ΑΝΔΡΑΣ Γιατί; Σε χτυπάω όπου θέλω…
(Συνεχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Σε παρακαλώ, όχι πάνω στην πλάτη! Ήμουνα στο σανατόριο! Σου τό ’πα! Σου τό ’πα!
ΑΝΔΡΑΣ Α, το ξέρω. Και να ήξερες τι ωραία πληροφορία μου έδωσες! Πήγες στο σανατόριο όπως πάνε οι φτωχοί… Σκύλα, βρωμοσκύλα, που ήρθες μ’ αυτό το φορεματάκι σαν πουτάνα… για να με συγκινήσεις… γεμάτη υγεία, βρωμιάρα, ακόμη και με τρύπια πνευμόνια… Είσαι φτωχή και η ζωή σε ξυλοκοπάει, αυτό δεν γίνεται; Κι εγώ το ίδιο κάνω όπως η ζωή. Ούρλιαξε τώρα, γιατί μετά θα σωπάσεις, γιατί, αύριο το πρωί _ αν δεν σε σκοτώσω_ θα τα παρατήσεις και θα γυρίσεις στη γειτονιά σου σαν να μην συνέβη τίποτα! Σπουδαίο πράγμα να επιζείς, αγία, αγαπημένη πουτάνα! Θα διηγείσαι αυτήν την ιστορία, και συ θά ’σαι η νικήτρια, και μετά θα βρεις κάποιον άλλον, διότι η ζωή μπορεί σε χτυπάει, αλλά εσύ ηρωϊκά προχωράς μπροστά, έτσι δεν είναι;
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, ναι, έτσι είναι. Αλλά άσε με τώρα να φύγω!
ΑΝΔΡΑΣ Ούτε να το σκεφτείς.
(Ξαναρχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ (Ουρλιάζει.)
ΑΝΔΡΑΣ Κι όταν θα σε ρίξω κάτω καταγής και θα σε πατάω σαν ζώο, θα ξεκουμπώσω το παντελόνι μου και παρ’ όλο που ξέρω ότι το κάτουρό μου δεν είναι σαν μικρού παιδιού και ούτε σαν της γάτας, θα το αδειάσω πάνω σου, κατάλαβες; Πάνω σ’ αυτά τα αηδιαστικά μάτια γεμάτα βλακώδη ασυνειδησία, πάνω σ’ αυτό το ξεδιάντροπο άγιο στήθος!
(Ξαναρχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ (Ουρλιάζει.)
ΑΝΔΡΑΣ Ε; Μήπως νόμισες ότι αστειευόμουνα; Πίστευες ότι εγώ δεν θά ’θελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ…
(Ξαφνικά σταματά να την κτυπά και παραπατά.)
ΑΝΔΡΑΣ Αααα, αισθάνομαι άσχημα… Έχει ιδρώσει το μέτωπο και τρέμω… όπως συμβαίνει όταν πραγματικά… είμαι άρρωστος… Βοήθεια, Θεέ μου!
(Κάνει εμετό.)
Έπρεπε να συμβεί. Κάτι με τραβά στον βυθό… Μιά ζέστα στο κεφάλι, αχ, Θεέ μου, μου φαίνεται λιποθυμάω…
Ξέρω ότι αυτό είναι ο θάνατος… Να έτσι, τον δέχομαι υποτακτικά… δεν σκέφτομαι τίποτα.
(Πέφτει λιπόθυμος πάνω στον εμετό. Το κορίτσι καταφέρνει να λύσει τα χέρια, φορά μόνον τα παπούτσια και το παλτό πάνω στο γυμνό σώμα της και φεύγει τρέχοντας.)
ΑΝΔΡΑΣ Σ’ αρέσει;
ΚΟΡΙΤΣΙ Συμπαθητικό είναι.
ΑΝΔΡΑΣ Βγάλε το παλτό σου…
ΚΟΡΙΤΣΙ Είσαι βέβαιος ότι δεν θα έρθει κανένας;
ΑΝΔΡΑΣ Αυτό είναι το σπίτι μου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα μένεις μόνος σου;
ΑΝΔΡΑΣ Τώρα, ναι, μένω μόνος μου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Τώρα; Δηλαδή;
ΑΝΔΡΑΣ Κάποτε υπήρχε η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Φέτος την άνοιξη έφυγαν… και δεν γύρισαν πλέον…
ΚΟΡΙΤΣΙ Μπρρρ, αρχινά η θλιβερή εποχή, από σήμερα το πρωί όλα συννέφιασαν…
ΑΝΔΡΑΣ Πρώτη βροχή του φθινοπώρου και το καλοκαίρι δεν έχει ακόμη τελειώσει… Είναι η καλύτερη στιγμή να κάνεις έρωτα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Ω, για μένα είναι πάντοτε το ίδιο!
ΑΝΔΡΑΣ Δεν είναι έτσι – υποκρίτρια. Με την συννεφιά σ’ αρέσει πιό πολύ να μένεις μέσα και να κλείνεις τα παράθυρα γιατί αισθάνεσαι την πρώτη ζεστασιά μέσα στο δωμάτιο που βρίσκεσαι, μιά ζεστασιά ξεχασμένη κι όμως τόσο βαθιά γνώριμη, η ζεστασιά των περασμένων χρόνων! Νιώσε τη νοσταλγία της φωτιάς και η σάρκα κάτω από την πρώτο μάλλινο πλεκτό γίνεται ευαίσθητη σε τούτη τη καινούρια δροσιά μεσ’ την καρδιά ενός ουρανού ακόμη γαλήνιου.
ΚΟΡΙΤΣΙ Πόσο χρονών είναι οι γιοί σου;
ΑΝΔΡΑΣ Ο ένας είναι έξι ετών, ο άλλος τεσσάρων. Είναι δυό σοβαρά αντράκια σαν και τ’ άλλα. Μερικές φορές μου φαίνονται πιό μεγάλα από μένα…
ΚΟΡΙΤΣΙ Μπορώ τώρα να βγάλω το παλτό μου;
ΑΝΔΡΑΣ Ναι, σου το είπα… Ο πιό μεγάλος είναι σκληρός, τα σκοτεινά του μάτια είναι γεμάτα από αγάπη για την μητέρα. Ο πιό μικρός έχει κι αυτός την ίδια αγάπη, αλλά τα μάτια του γελάνε, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα, είναι ελαφρόμυαλος και γελοίος σαν ζωάκι, και με τον βαθύ σεβασμό που τρέφει για τον πιό μεγάλο αδελφό του μοιάζει σαν το αστείο συμπλήρωμά του…
ΚΟΡΙΤΣΙ Αλήθεια, πόσο ευχάριστη είναι η δροσιά, όταν μέσα αισθάνεσαι μιά όμορφη ζέστη. Ναι, ναι, μοιάζει να είναι η περασμένη χρονιά.
ΑΝΔΡΑΣ Ή μπορεί να είναι έπειτα από δέκα χρόνια… (αν ακόμη είσαι ζωντανή). Αυτό είναι ένα πρωϊνό του μέλλοντος – σ’ αρέσει – στο τέλος ενός καλοκαιριού που δεν έφτασε ακόμη… Βλέπεις, ε; πως βιάζεται ο χρόνος, μ’ όλο που πηγαίνει τόσο αργά!
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα γιατί λες: αν ακόμη είσαι ζωντανή;
ΑΝΔΡΑΣ Ξεντύσου τώρα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, ναι, το λές γιατί ήμουνα άρρωστη, δυό χρόνια στο σανατόριο.
ΑΝΔΡΑΣ Α! Μα ξεντύσου τώρα.
ΚΟΡΙΤΣΙ Θες να με δεις να ξεντύνομαι;
ΑΝΔΡΑΣ Ναι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Το ξέρεις ότι με κάνεις και γελάω; (Αρχινά να ξεντύνεται.)
ΑΝΔΡΑΣ Το καλοκαίρι τελείωσε μα είσαι ηλιοκαμένη…
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν έχεις κανέναν δίσκο να βάλεις;
ΑΝΔΡΑΣ Δεν έχω. Ας τα κάνουμε όλα σιωπηλά.
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα για ποιά με έχεις πάρει;
ΑΝΔΡΑΣ Γι’ αυτή που είσαι, μια κοπέλα του πρώτου πρωϊνού του καλοκαιριού χωρίς ήλιο.
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, εντάξει…
ΑΝΔΡΑΣ Δεν ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια;
ΚΟΡΙΤΣΙ Όχι, γιατί;
ΑΝΔΡΑΣ Επειδή είσαι γυμνή, σαν σκουλήκι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Πως με κοιτάς άσχημα!
ΑΝΔΡΑΣ Δεν ένιωσες ποτέ ντροπή;
ΚΟΡΙΤΣΙ Λίγο την πρώτη φορά, αλλά μετά, ποτέ.
ΑΝΔΡΑΣ Μα δεν σκέφτεσαι την κοιλιά σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δηλαδή;
ΑΝΔΡΑΣ Την κοιλιά σου! Την κοιλιά σου! Αυτή τη γωνιά του κορμιού που όλοι την κρύβουν , που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, που όλοι κάνουν πως δεν έχουν, ή τουλάχιστον πως δεν την σκέφτονται, ή πως την έχουν ξεπεράσει… Ακόμη κι ο πατέρας σου!
ΚΟΡΙΤΣΙ Με κάνεις και γελάω! Μα ποιός σκέφτηκε ποτέ τέτοια πράγματα…
ΑΝΔΡΑΣ Εσύ βρίσκεις φυσικό να έχεις το μουνί σου, εκείνο το μαλακό σύνορο στο βάθος της κοιλιάς σου, τυλιγμένο από μαύρη παλίρροια… Κι όμως είναι αφύσικο… αφύσικο! Δεν ξέρεις πως είναι ανυπόφορο και σκανδαλώδες να επαληθεύεις με την περίπτωσή σου τον γενικό κανόνα; Με το να μου δείχνεσαι γυμνή, αυτό κάνεις… Επειδή με καταλαβαίνεις… λοιπόν, σκέψου δύο πατέρες… ναι, δύο πατέρες… δύο ενήλικους άντρες, χωρίς καμιά πλέον από τις ελαφρότητες της νεότητας, ο ένας απέναντι στον άλλον, σαν δυό αλητήριοι νεαροί, με τα παντελόνια τους ανοιχτά, να κοιτιούνται…
ΚΟΡΙΤΣΙ Α, α! Ω, ω! Μα τι σκέφτεσε…
ΑΝΔΡΑΣ Όπως είσαι εσύ, με την κοιλιά γυμνή…
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, ναι, εντάξει, κατάλαβα. Εσύ δεν θα ξεντυθείς;
ΑΝΔΡΑΣ Εγώ όχι, διότι ξέρω ότι είσαι βρώμικη, και σου αρέσει πιό πολύ ένας άνδρας μ’ ανοιχτό μόνο το παντελόνι, παρά με ολόγυμνο σώμα όπως είσαι εσύ.
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν με νοιάζει, κάνε όπως θες.
ΑΝΔΡΑΣ Σ’ αρέσει να προκαλείς πόνο;
ΚΟΡΙΤΣΙ Τι πράμα;
ΑΝΔΡΑΣ Να προκαλείς πόνο.
ΚΟΡΙΤΣΙ Στον άντρα;
ΑΝΔΡΑΣ Α, κατάλαβες.
ΚΟΡΙΤΣΙ Με ποιό τρόπο;
ΑΝΔΡΑΣ Τι θα πει προκαλώ πόνο; Δεν πονάς όταν ένας άντρας σου ρίχνει μπουνιές, κλωτσιές;
ΚΟΡΙΤΣΙ Σε μένα; Αλλίμονο αν τολμήσει κάποιος να σηκώσει το χέρι του. Την έβαψε!
ΑΝΔΡΑΣ Φτωχό κορίτσι… καϋμένο… σάρκα φτηνή που αμύνεται… Που πρέπει να παλέψει και να θεωρεί νίκη τις υποχωρήσεις…
ΚΟΡΙΤΣΙ Το πρόσωπό σου έγινε άσπρο σαν χαρτί… Και μου φαίνεται ότι τρέμεις… Τι έχεις;
ΑΝΔΡΑΣ Έγινε άσπρο; Και τρέμω; Ίσως είναι αυτό το φως… Κι έπειτα… είμαι λίγο άρρωστος. Αλλά δεν χρειάζεται να το σκέφτομαι. Λοιπόν, σ’ αρέσει να προκαλείς πόνο;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δηλαδή, πώς; Πώς;
ΑΝΔΡΑΣ Να… Ποιός ήταν ο τελευταίος που πήγε μαζί σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Την περασμένη Κυριακή… Ήταν, θυμάμαι, ένα παιδί από την Σικελία που κάνει την θητεία του στην Μπολώνια. Είχε έρθει εδώ να δει συγγενείς του…
ΑΝΔΡΑΣ Ήταν ωραίο παιδί; Μελαχρινός; Καστανός;
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν θυμάμαι… Φαίνονταν σαν ληστής.
ΑΝΔΡΑΣ Λοιπόν… σκέψου ότι αυτός ο ληστής έτοιμος να κάνει έρωτα όπως αυτός κάνει, δηλαδή όπως μιά μάνα που σε σφίγγει στο στήθος της ή όπως ένας πατέρας που σε κρατά κλειστή στο σπίτι – με τον μεγάλο σικελικό πούτσο του – δυνατό σαν κορμό και τρυφερό σαν φρούτο – σκέψου αυτόν τον στρατιώτη να σου τον έδινε και να σου έλεγε: κοίτα μπροστά σου τόση δύναμη ανίκανη: ταπείνωσέ τον, πλήγωσέ τον, πάρε εκδίκηση που απαιτεί να γονιμοποιήσει… Κάνε τον να κλάψει σαν παιδί…
ΚΟΡΙΤΣΙ (Γελά.)
ΑΝΔΡΑΣ Α, η συνείδησή σου είναι μικρή όπως και η μοίρα σου!
ΚΟΡΙΤΣΙ (Γελά.)
ΑΝΔΡΑΣ Είσαι μόνη μαζί του κι αυτός μέσα στα χέρια σου. Καταλαβαίνεις; Κάντε κάτι που να μην είναι εκ του κόσμου τούτου. Να είναι πέρα από κάθε όριο, να υπάρχει μόνο στο πνεύμα. Ένα αγόρι δυνατό που ετοιμάζεται να γίνει πατέρας, και που πάει για περιπέτειες σαν Δον Κιχώτης μέσα στον κόσμο με τα πόδια του και με τον πούτσο του, αυτό το αγόρι έπεσε – όλα μπορούν να συμβούν, όλα, εκτός απ’ αυτό που είναι ήδη μέρος του κόσμου…
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν μπορώ να καταλάβω…
ΑΝΔΡΑΣ Είσαι μόνη μαζί του! Μόνη! Μόνη!
ΚΟΡΙΤΣΙ Αυτό το ξέρω…
ΑΝΔΡΑΣ Ωραία, ας δούμε εμάς τους δυό… Τι γαλήνη! Είναι το πρώτο απόγευμα!
Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα, αποτελείται από ανθρώπους που γυρίζουν από την δουλειά και το ποτάμι των αυτοκινήτων, ακούς, προχωρά, μέσα στα φώτα, σαν στεναγμός. Ο άνδρας που ετοιμάζεται να κάνει έρωτα – εγώ – όπως μπροστά στο μνημείο μιάς σάρκας γεμάτης αίμα φρέσκο – εσύ – τρέμει, ξέρεις, μέχρι που να χτυπούν τα δόντια. Είναι σε έκσταση. Αυτό που είναι ιερό στην παιδική ηλικία, όταν πραγματοποιείται, τον κάνει αθάνατο. Πρέπει να ξέρεις ότι όλο αυτό επιστρέφει και επαναλαμβάνεται. Κάθε νέα στύση το επιζητεί. Δεν αρκεί η πρώτη φορά, γιατί δεν την θυμάσαι. Αναζητούμε, σ’ αυτήν την επανάληψη, μιά νέα αρχή. Και δεν σταματάμε ποτέ να ψάχνουμε γιατί κάθε φορά ξεχνάμε. Μέσα από την επανάληψη ξαναζεί ένα Πράγμα μόνον. Μείνε να περιμένεις, με το θύμα σου (που περιμένει, μαζί σου, την πραγματοποίηση του ονείρου), την πραγματοποίηση μιάς πραγματικότητας που καταστρέφει κάθε άλλη πραγματικότητα. ΚΑΘΕ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, στην ήσυχη πλατεία μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού ανάμεσα στα βουνά και την θάλασσα, μια ήρεμη μέρα σαν να ήταν του 1600 ή του 1800. Και μου παρουσιάστηκε ο Θεός. Έπειτα εξαφανίστηκε ξαφνικά. Κάθε νέα στύση, ή αγωνία, ή ντροπή για στύση, θέλει το Πράγμα να επαναλαμβάνεται και ο Θεός να επιστρέφει.
(Πιάνει το κορίτσι και του δένει τα χέρια.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Βοήθεια, τι θες να κάνεις; Βοήθεια!
ΑΝΔΡΑΣ Βούλωστο, ηλίθια, αλλιώς θα σε σκοτώσω αμέσως.
ΚΟΡΙΤΣΙ Βοήθεια, μαμά μου, σε παρακαλώ, άσε με!
ΑΝΔΡΑΣ Ίσως δεν θα σου κάνω κανένα κακό… Ίσως θα μου αρκέσει ο φόβος σου, ο αληθινός, που περνά ορμητικός πάνω στο μούτρο σου, και συ τον παρουσιάζεις σαν ντροπή… επειδή σκέφτεσαι ότι αν εκδηλωθείς, θα είναι χειρότερα… Βλέπεις; Βλέπεις πως κάθε άλλη πραγματικότητα δεν μετρά; Είναι μιά έκσταση όπου εξαφανίζεται ο κόσμος κι αρχινά να ξαναφαίνεται ο Θεός.
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, μα τώρα ας πάμε, είναι αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι!
ΑΝΔΡΑΣ Προηγουμένως σου είπα ότι η γυναίκα μου και τα παιδιά μου έφυγαν αυτό το Πάσχα. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Τους σκότωσα. Εκείνη έπρεπε να σκοτώσω, αλλά ήταν πιό όμορφο να σκοτώσω όλους. Μετά τους πήρα και τους πέταξα στο ποτάμι.
ΚΟΡΙΤΣΙ Δεν είναι αλήθεια! Δεν σε πιστεύω! Αλλά τώρα, σε παρακαλώ, λύσε μου τα χέρια!
ΑΝΔΡΑΣ Το ξέρεις ότι δεν θα έδινα δεκάρα αν πέθανες; Διότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τον θάνατο και την επιθυμία μου. Το ξέρεις ότι μπορεί και να μην γυρίσεις πιά σπίτι σου, ότι μπορεί να μην ξαναδείς τη μητέρα σου;
ΚΟΡΙΤΣΙ Μα τις λες τώρα; Θεέ μου…
ΑΝΔΡΑΣ Θα μείνεις εδώ στα χέρια μου, γιατί είσαι ένα κοριτσάκι, με τα χέρια κοκκινισμένα από τη δουλειά και μια πρώϊμη ελαφριά ρυτίδα στο μέτωπο… Είσαι ένα κοριτσάκι λίγο αγοράκι, ριψοκίνδυνη, με αυτοπεποίθηση σαν αρσενικό. Την τρύπα κάτω από την κοιλιά σου τη δίνεις στους άντρες σαν να δίνεις κάτι σ’ ένα φιλαράκι, έτσι δεν είναι; Έτσι θα μάθεις να εμπιστεύεσαι τόσο τη φιλία!
ΚΟΡΙΤΣΙ Μιλάς σαν τρελός, ω Θεέ μου, άσε με να φύγω…
ΑΝΔΡΑΣ Θα σε πηδήξω εκατό φορές, χωρίς να χύνω… Και στο μεταξύ θα σε σπάσω στις κλωτσιές και στις μπουνιές, σαν μεθυσμένος σύζυγος…
ΚΟΡΙΤΣΙ Φτάνει, μαμά, μανούλα μου!
ΑΝΔΡΑΣ Θα σε σπάσω στις μπουνιές και τις κλωτσιές γιατί δεν αξίζεις τίποτ’ άλλο εξαιτίας της αθωότητάς σου! Κι εγώ πνίγομαι από την επιθυμία να χαθώ κι έτσι να σταματήσω την επιθυμία.
(Αρχινά να την χτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Όχι, όχι! Πάνω στη πλάτη όχι!
ΑΝΔΡΑΣ Γιατί; Σε χτυπάω όπου θέλω…
(Συνεχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Σε παρακαλώ, όχι πάνω στην πλάτη! Ήμουνα στο σανατόριο! Σου τό ’πα! Σου τό ’πα!
ΑΝΔΡΑΣ Α, το ξέρω. Και να ήξερες τι ωραία πληροφορία μου έδωσες! Πήγες στο σανατόριο όπως πάνε οι φτωχοί… Σκύλα, βρωμοσκύλα, που ήρθες μ’ αυτό το φορεματάκι σαν πουτάνα… για να με συγκινήσεις… γεμάτη υγεία, βρωμιάρα, ακόμη και με τρύπια πνευμόνια… Είσαι φτωχή και η ζωή σε ξυλοκοπάει, αυτό δεν γίνεται; Κι εγώ το ίδιο κάνω όπως η ζωή. Ούρλιαξε τώρα, γιατί μετά θα σωπάσεις, γιατί, αύριο το πρωί _ αν δεν σε σκοτώσω_ θα τα παρατήσεις και θα γυρίσεις στη γειτονιά σου σαν να μην συνέβη τίποτα! Σπουδαίο πράγμα να επιζείς, αγία, αγαπημένη πουτάνα! Θα διηγείσαι αυτήν την ιστορία, και συ θά ’σαι η νικήτρια, και μετά θα βρεις κάποιον άλλον, διότι η ζωή μπορεί σε χτυπάει, αλλά εσύ ηρωϊκά προχωράς μπροστά, έτσι δεν είναι;
ΚΟΡΙΤΣΙ Ναι, ναι, έτσι είναι. Αλλά άσε με τώρα να φύγω!
ΑΝΔΡΑΣ Ούτε να το σκεφτείς.
(Ξαναρχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ (Ουρλιάζει.)
ΑΝΔΡΑΣ Κι όταν θα σε ρίξω κάτω καταγής και θα σε πατάω σαν ζώο, θα ξεκουμπώσω το παντελόνι μου και παρ’ όλο που ξέρω ότι το κάτουρό μου δεν είναι σαν μικρού παιδιού και ούτε σαν της γάτας, θα το αδειάσω πάνω σου, κατάλαβες; Πάνω σ’ αυτά τα αηδιαστικά μάτια γεμάτα βλακώδη ασυνειδησία, πάνω σ’ αυτό το ξεδιάντροπο άγιο στήθος!
(Ξαναρχίζει να την κτυπά.)
ΚΟΡΙΤΣΙ (Ουρλιάζει.)
ΑΝΔΡΑΣ Ε; Μήπως νόμισες ότι αστειευόμουνα; Πίστευες ότι εγώ δεν θά ’θελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ…
(Ξαφνικά σταματά να την κτυπά και παραπατά.)
ΑΝΔΡΑΣ Αααα, αισθάνομαι άσχημα… Έχει ιδρώσει το μέτωπο και τρέμω… όπως συμβαίνει όταν πραγματικά… είμαι άρρωστος… Βοήθεια, Θεέ μου!
(Κάνει εμετό.)
Έπρεπε να συμβεί. Κάτι με τραβά στον βυθό… Μιά ζέστα στο κεφάλι, αχ, Θεέ μου, μου φαίνεται λιποθυμάω…
Ξέρω ότι αυτό είναι ο θάνατος… Να έτσι, τον δέχομαι υποτακτικά… δεν σκέφτομαι τίποτα.
(Πέφτει λιπόθυμος πάνω στον εμετό. Το κορίτσι καταφέρνει να λύσει τα χέρια, φορά μόνον τα παπούτσια και το παλτό πάνω στο γυμνό σώμα της και φεύγει τρέχοντας.)
—————————————————–
Όργιο (απόσπασμα)
Πιέρ Πάολο Παζολίνι (μτφρ Γ. Φαρμακίδη, 2001)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...