25 Ιαν 2014

АКИС ГАВРИИЛИДИС – ΑΚΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ

Ο Άκης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στο Α.Π.Θ. και υποστήριξε διδακτορική διατριβή φιλοσοφίας του δικαίου στην ίδια σχολή. Από το 1995 ζει στις Βρυξέλλες όπου απασχολείται επαγγελματικά ως μεταφραστής και ερασιτεχνικά ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε πολιτικά ή/ και θεωρητικά έντυπα διαφόρων χωρών, καθώς και στο Διαδίκτυο.
Έχει εκδώσει πέντε βιβλία, από τα οποία το πιο γνωστό είναι η Αθεράπευτη Νεκροφιλία του Ριζοσπαστικού Πατριωτισμού, ενώ σύντομα κυκλοφορεί το έκτο με τίτλο Εμείς οι έποικοι.
Κύριε Γαβριηλίδη. Οι εθνικά Μακεδόνες της Ελλάδας στο πρόσωπο σας αναγνωρίζουν ένα ειλικρινή φίλο και συνοδοιπόρο. Ποιές είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματα ενός Έλληνα πολίτη που επέλεξε να μιλήσει για τους «ανύπαρκτους»;
Χαίρομαι γι’ αυτό. Προσωπικά, μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισα να γνωρίζω κάπως πιο στενά άτομα μακεδονικής καταγωγής, και ήταν για μένα πολύ ασυνήθιστη και διδακτική εμπειρία. Πριν από δυο χρόνια, στη Θεσσαλονίκη, είχα πάρει μέρος στην παρουσίαση του βιβλίου της Κατερίνας Μόντη «Η κατάθεση», και μετά ακολούθησα κάποιους από τους παρόντες –μερικούς μισοήξερα, άλλους τους γνώρισα εκεί- σε ένα φαγάδικο που έχει ένας Κούρδος πολιτικός πρόσφυγας. Ένας είχε και ακορντεόν. Η κίνηση αυτή, «εκδήλωση και μετά ταβέρνα μετά μουσικής», που μοιάζει να είναι ό,τι πιο κλισέ και συμβατικό, μεταμορφώθηκε εκείνη τη φορά σε μια σχεδόν μαγική εμπειρία. Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι κατά τα λοιπά έμοιαζαν να είναι «σαν κι εμάς», φυσικά μιλούσαν ελληνικά κ.λπ., κάποια στιγμή αρχίσανε να τραγουδάνε τα τραγούδια τους. Και τότε ήταν σαν να βγήκε στην επιφάνεια ένας άλλος κόσμος, αθέατος τον υπόλοιπο καιρό.
Τα λόγια βέβαια δεν τα καταλάβαινα, αλλά καταλάβαινα ότι το τραγούδισμα αυτό είχε μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση γι’ αυτούς. Αυτό με έκανε να κοντοσταθώ λίγο σε αυτή την ανόητη έκφραση «σαν κι εμάς», και να αναρωτηθώ: δηλαδή πώς είμαστε «εμείς»; Μήπως δεν κουβαλάμε όλοι μας διάφορους κόσμους, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο μπορεί να φανούν ύποπτοι ή ανεπιθύμητοι σε κάποια εξουσία, κρατική ή ιδιωτική, και τότε οδηγούμαστε να τους βγάζουμε στο φως και να τους επιτελούμε με προσοχή, με διακριτικότητα, σε ιδιωτικούς ή ημι-ιδιωτικούς χώρους;
Πριν βέβαια έρθουν τα «συναισθήματα», ήταν ακριβώς οι σκέψεις που με είχαν οδηγήσει να προβληματιστώ για το ζήτημα αυτό –όχι δηλαδή λόγω οικειότητας ή συμπάθειας, αλλά επειδή θεωρούσα ότι αφορά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και πολιτική. Είμαι μικρασιατικής καταγωγής, γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπως και οι γονείς μου, και μέχρι τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν είχα καν ακούσει για αυτούς τους ανθρώπους, με τους οποίους μετά ασχολούνταν όλοι -μόνο και μόνο για να διακηρύξουν ότι … δεν υπάρχουν. Η ιστορία αυτή με τους «πλαστογράφους των Σκοπίων» με ξάφνιασε, την βρήκα πολιτικά ανησυχητική, ενώ θεωρητικά πολύ αξιοπερίεργη και δυσεξήγητη. Και προσπάθησα από τότε να κάτσω να σκεφτώ λίγο τι είναι αυτό το πράμα που μας έπεσε στο κεφάλι. Η προσπάθεια συνεχίζεται μέχρι τώρα.
Ζείτε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη δυτική Ευρώπη. Όταν επιστρέφετε στην Θεσσαλονίκη πως βιώνετε τον συντηρητισμό και τον εθνικισμό των τοπικών αρχόντων;
Όποτε επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη, η πρώτη μου επαφή είναι το αεροδρόμιο. Εκεί, η εμμονή με το μακεδονικό σε χτυπά κατά πρόσωπο μόλις μπαίνεις. Και πριν ακόμα μπεις, από το όνομα του αεροδρομίου (που ως γνωστόν δόθηκε τη δεκαετία του 90 σε αντικατάσταση του «Μίκρα»). Στον αέρα, δε, ο πιλότος, αν είναι Έλληνας, σε ενημερώνει ότι «θα περάσουμε από τον εναέριο χώρο των Σκοπίων».
Αφού φτάσεις, μπαίνεις στο χώρο των αποσκευών, όπου έχει παντού αφίσες με όμορφες παραλίες και ανθρώπους χαλαρούς και χαμογελαστούς να τις απολαμβάνουν, ή πυκνά δάση, ή πάλι αυστηρές μορφές από βυζαντινές εικόνες, αγάλματα και ψηφιδωτά, αλλά όλες τους αναφέρουν υποχρεωτικά τη λέξη MACEDONIA τουλάχιστον μία φορά.
Καμιά φορά προσπαθώ να δω με τα μάτια των συνταξιδιωτών μου, να φανταστώ πώς τους φαίνονται όλα αυτά. Το πιθανότερο είναι ότι αδιαφορούν και δεν τα προσέχουν. Εγώ τείνω να θεωρώ μάλλον γραφικό το θέαμα, και συμπεραίνω ότι δείχνει πάνω απ’ όλα ανασφάλεια· αυτοί που το σκηνοθετούν προσπαθούν να πείσουν πάνω απ’ όλα τους εαυτούς τους και όχι άλλους.
Είστε από του λίγους στην Ελλάδα που, στα άρθρα σας, αναφέρετε τη γείτονα χώρα με το συνταγματικό της όνομα: Δημοκρατία της Μακεδονίας, χωρίς περιστροφές! Εξηγείστε μας τους λόγους γι αυτό.
Σύμφωνα με μία παράδοση, στην αρχαία Αθήνα κάποτε ένας σοφιστής πλησίασε τον Σωκράτη και του «απέδειξε» με ορθολογικά επιχειρήματα ότι το βάδισμα είναι αδύνατο. Τότε ο Σωκράτης, χωρίς να πει τίποτα, απλώς σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει.
Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και στο ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής δημοκρατίας. Βέβαια αυτό αφορά μια πρακτική γλωσσική (το αν θα λέμε έτσι ή αλλιώς) και όχι σωματική, αλλά όπως έλεγε ο Λακάν, δεν υπάρχει μεταγλώσσα, δηλαδή δεν υπάρχει κάποιο άλλο, ξεχωριστό επίπεδο έξω και πάνω από τη γλώσσα όπου μπορούμε να πάμε και να βρούμε «πώς πρέπει να το λέμε». Ένα όνομα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «σωστό» ή «λάθος». Σωστό όνομα είναι απλώς αυτό με το οποίο φωνάζουμε κάποιον, και αυτός απαντάει. Το μόνο λοιπόν που έχουμε να κάνουμε είναι απλώς να το χρησιμοποιούμε και όχι να εμπλεκόμαστε σε ιστορικο-ανθρωπολογικές συζητήσεις.
Μια παρέα στο διαδίκτυο που αυτοπροσδιορίζονται ως Αριστεροπόντιοι συχνά βρίσκονται απέναντι από θέσεις που εκφράζετε, ποιος πιστεύετε πως είναι ο λόγος;
Δεν έχω κάτι ιδιαίτερο να σχολιάσω επ’ αυτού. Στο διαδίκτυο καθημερινά γράφονται χιλιάδες πράγματα. Αν είναι να τα παρακολουθεί κανείς όλα, δεν θα ‘πρεπε να κάνει τίποτε άλλο όλη τη μέρα.
Τούτου λεχθέντος, δεν αγνοώ βεβαίως ότι για πολλά θέματα τις απόψεις μου δεν τις συμμερίζονται πολλοί στην ελληνική κοινωνία. Αυτό από μόνο του δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό. Οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες είναι πράγματα ευμετάβλητα, και είναι θεμιτό να επιχειρηματολογούμε και να προσπαθούμε να μετασχηματίσουμε την εκάστοτε προσωρινή κυριαρχία αυτής ή της άλλης άποψης. Αυτές οι απόψεις που είναι τώρα κυρίαρχες, δεν ήταν πάντοτε· έγιναν κάποια στιγμή, με υπομονετική και επίμονη προσπάθεια. Πριν το 1990, ο Μάρτης και ο Παπαθεμελής περιέφεραν δεξιά και αριστερά τη λόξα τους, και κανείς δεν τους έδινε σημασία. Μετά ξαφνικά την «κόλλησε» όλη η ελληνική κοινωνία. Επίσης, μέχρι την ίδια περίπου εποχή, κανείς δε μιλούσε για «ποντιακή γενοκτονία». Σήμερα έχουμε φτάσει να συζητάμε αν θα πρέπει να μπαίνει φυλακή όποιος την αμφισβητεί. Αυτά γίνανε μέσα σε 20 χρόνια.
Πρόσφατα λάβατε πρόσκληση και συμμετείχατε σε επιστημονικό συνέδριο στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, το οποίο διοργανώθηκε από την Αυστραλιανή Μακεδόνικη Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θα θέλατε να μας πείτε τις εντυπώσεις σας;
Οι εντυπώσεις μου ήταν εξαιρετικές. Κάποιες απ’ αυτές, ας πούμε τις πιο πολιτικές-θεωρητικές, εξέθεσα σε ένα σημείωμα στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Χρόνος». Για το βιωματικό μέρος, θα αναφερθώ εδώ λίγο στη γιορτή του κλεισίματος: επρόκειτο για ένα «dinner-dance» σε έναν χώρο ελαφρώς κιτς, στα περίχωρα της Μελβούρνης, με τραπεζάκια γύρω γύρω και μία στρογγυλή πίστα στη μέση, κάπως πιο χαμηλά, σαν να αναπαριστά την πλατεία κάποιου ανύπαρκτου πλέον χωριού. Στην άκρη έπαιζε μια μπάντα με κλαρίνο, τρομπέτα, ντραμς και δύο κήμπορντς. Ο κλαρινετζής τραγουδούσε κιόλας. Στα τραπέζια καθόντουσαν οικογένειες, κύριοι με κοστούμια και κυρίες με ταγεράκια και κομμώσεις, οι οργανωτές που ψιλοβαριόντουσαν τη μουσική και μονολογούσαν «ωχ, τώρα θα μας πούνε να χορέψουμε κι εμείς», μωρά τρέχαν πάνω κάτω και τα βλέπαν μεγάλοι και λέγανε «βρε, πώς μεγάλωσε …». Ήταν λίγο σαν ταινία του Κουστούριτσα.
Στη γιορτή αυτή, οι οργανωτές επιδώσανε αναμνηστικά δώρα στον καθένα από τους συνέδρους, καθώς και στον/ στην τυχόν σύζυγο ή σύντροφό τους. Ένας από τους συνέδρους, άντρας, συνοδευόταν από το σύντροφό του, επίσης άντρα. Οι οργανωτές λοιπόν χωρίς καμία διάκριση κάλεσαν και τον εν λόγω σύντροφο και του έδωσαν το αναμνηστικό, και ο κόσμος χειροκρότησε όπως είχε κάνει και πριν με τις κυρίες των κυρίων καθηγητών. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο σε αντίστοιχη ελληνική διοργάνωση.
Μετά ακολούθησε χορός. Στα κομμάτια αναγνώρισα αυτό που ξέρουμε με ελληνικά λόγια ως «Μήλο μου κόκκινο», καθώς και ένα άλλο που προφανώς σε αυτό βασίστηκε το μετέπειτα εμβατήριο «Μακεδονία ξακουστή». Άλλα πάλι κομμάτια ήτανε σε ρυθμό μπαϊντούσκα. Η μπαϊντούσκα είναι ένας χορός, εγώ νόμιζα ότι είναι θρακιώτικος. Πάντως τον χορεύουν στην ελληνική Θράκη. Στις Βρυξέλλες, υπάρχει ένα κλιμάκιο του Λυκείου Ελληνίδων που έκανε μαθήματα παραδοσιακών ελληνικών χορών, και κάποιο διάστημα πήγαινα και παρακολουθούσα κι εγώ. Εκεί μας είχαν μάθει και μπαϊντούσκα. Εγώ όταν άκουσα το όνομα μειδίασα και υπέθεσα ότι είναι βουλγάρικη. Την έμαθα λοιπόν επειδή μου φαινόταν πολύ γοητευτικός χορός, και τώρα μετά από χρόνια τον ξαναθυμήθηκα στην άλλη άκρη του κόσμου και τον ξαναχόρεψα. Οι Αυστραλοί Μακεδόνες εκπλήσσονταν και ένας με ρώτησε, «μα πού έμαθες τους χορούς μας;» Εγώ σκέφτηκα, «πού να σου εξηγώ τώρα; Αν σου πω στο Λύκειο Ελληνίδων Βρυξελλών δεν θα με πιστέψεις».
Για ποιό λόγο πιστεύετε ότι ο αυτοπροσδιορισμός των εθνικά Μακεδόνων ενοχλεί τόσο την ελληνική πολιτεία;
Θα ήμουν ευτυχής αν κάποιος μου απαντούσε ικανοποιητικά το ερώτημα αυτό. Με έχει απασχολήσει καιρό και δεν έχω μια μονολεκτική απάντηση, ούτε και άλλος κανείς νομίζω. Είναι μία απρόβλεπτη ενδεχομενική συνάντηση αρκετών παραγόντων. Εδώ θα απομονώσω δύο.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, από τότε που στήθηκε αυτό το μαγαζί, η αναφορά στην αρχαιότητα απέκτησε ένα χαρακτήρα πολύ κεντρικό και κρίσιμο. Αλλά, επειδή ο «πολιτισμός» είναι ένα στοιχείο άυλο, αφηρημένο, από νωρίς υπήρξε μια ανάγκη να μεταφραστεί σε κάτι απτό, με διαστάσεις, που υπάρχει μόνο σε ένα σημείο στο χώρο και είναι δεκτικό ιδιοκτησίας.
Αυτή η τάση εξηγεί διάφορα φαινόμενα όπως ο φετιχισμός με τα μάρμαρα, τα «ερείπια του έθνους» που λέει και ο Χαμηλάκης, ή όπως, στο επίπεδο της γλώσσας, η υστερία με τα greeklish ή το άγχος ότι μας «κλέβουν τα φωνήεντα».
Έτσι προέκυψε η αντίδραση «μας κλέβετε την κληρονομιά». Η αντίδραση αυτή δεν είναι αυτονόητη. Προϋποθέτει αυτή την «πραγμοποίηση» της κληρονομιάς, την αντιμετώπισή της ως περιουσιακού αντικειμένου παγωμένου και οριστικού το οποίο ένας μόνο μπορεί να κατέχει και να χρησιμοποιεί, και όχι ως ενός συνόλου επινοήσεων, επιτευγμάτων, επικοινωνιακών τρόπων που η φύση και ο προορισμός τους είναι να μεταδίδονται και να κυκλοφορούν.
Το δεύτερο είναι ότι το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία στην πλειοψηφία της, αντιδρούν πολύ αρνητικά απέναντι στη χρήση του όρου «μειονότητα», και ακόμα περισσότερο στην αξίωση αυτοπροσδιορισμού. Κάθε φορά που γίνεται λόγος για τουρκική μειονότητα, το εθνικιστικό «κιτ» προβλέπει την εξής απάντηση: «οι διεθνείς συνθήκες δεν αναγνωρίζουν άλλη μειονότητα, μόνο μουσουλμανική». Λες και η ύπαρξη μειονοτήτων είναι ένα όνειδος και ένα αναγκαίο κακό, που ανεχόμαστε εξ ανάγκης.
Αυτό συνδέεται με το άγχος της στρατηγικής χρησιμοποίησης των μειονοτήτων από χώρες οι οποίες θα επικαλεστούν εθνοτική συγγένεια με αυτές και θα τη χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα για εισβολή. Εδώ η Ελλάδα κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια: είναι γνωστό ιστορικά ποιο βαλκανικό κράτος χρησιμοποίησε κυρίως αυτή την τακτική. Έτσι, φοβάται μήπως πάθει από άλλους στο μέλλον αυτό που έκανε η ίδια στο παρελθόν, ακόμη και όταν δεν υπάρχει καμία ένδειξη γι’ αυτό.
Ποιές οι μεθόδους και τα μέσα που πρέπει οι εθνικά Μακεδόνες της Ελλάδας να χρησιμοποιήσουν με σκοπό την αναγνώρισή τους ως μειονότητα;
Δεν θέλω να υποδείξω σε άλλους τι πρέπει να κάνουν. Μπορώ όμως να θέσω υπόψη σας κάποιες σκέψεις.
Δεν είμαι σίγουρος αν η επιδίωξη του καθεστώτος της μειονότητας είναι στρατηγικά η καλύτερη ιδέα.
Καταρχάς, όπως είπα πριν, κάτι τέτοιο δημιουργεί μία φοβία στους «πλειονοτικούς» ας πούμε Έλληνες. Δεν είναι όμως μόνο γι’ αυτόν τον εξωτερικό-συγκυριακό λόγο, αλλά και διότι η «μειονότητα», ως νομική έννοια, προϋποθέτει το έθνος κράτος και τη λογική του. Η ύπαρξη των εθνοτικά Μακεδόνων στην ελληνική Μακεδονία είναι κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί, η έννοια της «μειονότητας» δεν υπήρχε. Το ίδιο, κατά ενδιαφέροντα τρόπο, συνέβαινε και στην ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία. Νομίζω ότι τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, υπήρχε μεγαλύτερη ανοχή στην πολιτισμική και γλωσσική ετερότητα.
Η έννοια της «μειονότητας» λειτουργεί ως ένα φρούριο, το οποίο ναι μεν προστατεύει, αλλά μπορεί και να φυλακίζει. Αυτό που θέλουν οι Μακεδόνες είναι να μπορούν να επιτελούν ανεμπόδιστα τη ιδιαιτερότητά τους, δηλ. να μιλάν και να διδάσκονται τη γλώσσα τους, να τραγουδάν τα τραγούδια τους, να κυκλοφορούν και να επικοινωνούν ελεύθερα με ομογενείς τους εκτός Ελλάδος … οι επιθυμίες αυτές είναι θεμιτές, και μάλιστα είναι κάτι που εμπλουτίζειμια κοινωνία. Αυτός που έχει δυνατότητα επικοινωνίας με περισσότερες γλώσσες και κουλτούρες δεν μειονεκτεί απέναντι σε εκείνον που έχει μόνο μία· το αντίστροφο συμβαίνει. Ίσως λοιπόν οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα με άλλα νομικοπολιτικά εργαλεία που υπάρχουν, ή ίσως μπορούμε να επινοήσουμε.
Μεγάλη οικονομική και κατά την άποψή μας, κοινωνική κρίση στην χώρα μας, με το ναζισμό να έχει τρυπώσει σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας. Παρακαλούμε για σχολιασμό.
Καλή ερώτηση, αλλά απαιτεί χρόνο και χώρο για να απαντηθεί. Και εδώ τελείως επιγραμματικά, θα αναδείκνυα δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η εκπαίδευση, όχι μόνο με την έννοια όσων συμβαίνουν στο σχολείο, αλλά ως το γενικότερο νοηματοδοτικό πλαίσιο που οργανώνει την ύπαρξη της ελληνικής κοινωνίας. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αποκάλυψε ότι το πλαίσιο αυτό δεν περιείχε αντισώματα απέναντι στο φασισμό. Περιείχε βέβαια πολλή ρητορεία περί ελευθερίας, αλλά αυτή πάντοτε οριζόταν ως εθνική, ως μη υπαγωγή του Έλληνα σε ξένους. Ακόμα και στη δεκαετία του 40, η κατοχή αποδίδεται στους «Γερμανούς», όχι στους ναζιστές.
Η εκπαίδευση αυτή δεν λέω ότι προκάλεσε την άνοδο της ακροδεξιάς ως μια σχέση αιτίου και αιτιατού, αλλά πάντως δεν την εμπόδισε. Ο σπινθήρας, ο βασικός παράγοντας που οδήγησε τόσο κόσμο να στραφεί στους Έλληνες ναζιστές, ήταν μία επιθυμία εκδίκησης/ τιμωρίας (προς τους πολιτικούς, τους «υψηλά ιστάμενους») αλλά και ταυτόχρονα αυτοτιμωρίας. Μπροστά σε μια κατάσταση τραυματική, ανεξήγητη, όπου οι άνθρωποι βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη μπροστά σε μία δραματική επιδείνωση της ζωής τους η οποία κανείς δεν ξέρει πότε και πού θα σταματήσει, το βασικότερο έλλειμμα που αντιμετωπίζουν είναι το έλλειμμα νοήματος, περισσότερο ακόμα και από το οικονομικό. Έτσι, κάποιοι βρίσκουν προτιμότερο ένα έστω παράλογο νόημα από την πλήρη απουσία νοήματος· μπροστά στην απώλεια της αυτοεκτίμησης και της αξιοπρέπειάς τους, ψάχνουν να βρουν το ακόμα χειρότερο για να καταπολεμήσουν όπως νομίζουν το κακό· να κάνουν πλήρη και γενικό τον (αυτο)εξευτελισμό ώστε να μην αισθάνονται μόνο αυτοί εξευτελισμένοι.
Τί θα θέλατε να πείτε στους ,,ανύπαρκτους,, γενικά της Ελλάδας;
Οι άνθρωποι υπάρχουν κατά πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και κανείς δεν είναι πραγματικά ανύπαρκτος παρά μόνο αν εξαφανιστεί βιολογικά. Μερικές φορές ούτε και τότε. Είναι πιθανό κάποιοι, κάποιες στιγμές ή ως προς κάποιες διαστάσεις της ύπαρξής τους, να είναι στον ένα ή τον άλλο βαθμό αθέατοι για τους περισσότερους –ιδίως αν αυτοί οι τελευταίοι αποφασίσουν να εθελοτυφλούν· αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και ανύπαρκτοι, διότι η ύπαρξή μας είναι πάντα μία κοινωνική σχέση και παράγει αποτελέσματα (συχνά απρόβλεπτα, σε τόπους και χρόνους που δεν το φανταζόμαστε) έστω και αθέατη.

22 Ιαν 2014

ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ


..''Αν απλώς κάποιοι είχαν παρακολουθήσει τί συμβαίνει εδώ και τριάντα-σαράντα χρόνια, ας πούμε, στην Τανζανία ή στην Μπουρκίνα Φάσο και στο μεγαλύτερο μέρος τής Αφρικής, για να μην αναφέρουμε περιπτώσεις πιο πρόσφατες όπως της Αργεντινής, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας ή της Λεττονίας, θα έβλεπαν καθαρά ποια είναι τα βήματα που έφεραν αυτή τη στιγμή εδώ την Ελλάδα – με την Ιταλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία ν’ ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής...
Με μία λέξη, από τις ημέρες της αποαποικιοποίησης στη δεκαετία του 1960, το κατά κεφαλήν εισόδημα στις περισσότερες χώρες του «αναπτυσσόμενου» κόσμου έχει πέσει περίπου στο μισό, ενώ το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί σε αστρονομικούς αριθμούς, και συνεχίζει ν’ αυξάνεται...
Είναι το τίμημα της ένταξής τους στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα με όρους οικονομίας της αγοράς, επιλογή εξαναγκασμένη από τους πρώην δυνάστες τους, οι οποίοι εγκαταλείποντας τις κτήσεις τους διασφάλισαν τη διαρκή οικονομική τους εξάρτηση από τα μητροπολιτικά κέντρα. Αφού κατέστρεψαν με τις μονοκαλλιέργειες και τον βιομηχανικό καταμερισμό της εργασίας την τροφική τους αυτάρκεια, αφού εξάρθρωσαν τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές κι επέβαλλαν τη χρηματική οικονομία, τις εξανάγκασαν στη συνέχεια ν’ αγοράζουν εκείνο που τους έκλεψαν με όρους οι οποίοι τις τοποθετούν αυτομάτως στο κατώτατο όριο της παγκόσμιας πυραμίδας του πλούτου: το μεροκάματο ενός ινδονήσιου εργάτη στις κακαοφυτείες της Ιάβας δεν αρκεί για ν’ αγοράσει μια σοκαλάτα συσκευασμένη στο Βέλγιο ή στην Ολλανδία.
Τα κράτη που γεννήθηκαν με αυτό τον τρόπο, σκελετός των οποίων ήταν η ίδια η αποικιακή διοίκηση, επανδρώθηκαν από μια τοπική ελίτ σπουδασμένη στα πανεπιστήμια των αποικιακών κέντρων και, ως εκ τούτου, αποκομμένη από τον ιθαγενή πληθυσμό και συνηθισμένη να ταυτίζει τα συμφέροντά της με τα συμφέροντα εκείνων.

Από την εξαρτημένη αυτή θέση έπρεπε να δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους, και οι δανειστές τους επέβαλλαν περαιτέρω πολιτικούς όρους που είχαν μοναδικό στόχο την «αξιοποίηση» της επένδυσής τους – δηλαδή, τη διαρκή εξαθλίωση των πληθυσμών οι οποίοι γίνονταν έτσι φτηνή εργατική δύναμη στο έλεος των δυτικών κεφαλαίων (δημιουργήθηκαν άλλωστε ειδικοί θεσμοί γι’ αυτό, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ένας από τους αποτελεσματικότερους...). Και όποτε τύχαινε να εμφανιστεί ένας υπερήφανος ηγέτης που οραματιζόταν την ανεξαρτησία τής χώρας του και μια καλύτερη μοίρα για τον πληθυσμό της, τί ευκολότερο από το να κινητοποιηθούν δυο-τρεις επιλοχίες με γυαλιά rayban και αμερικανικά (ή βρετανικά ή γαλλικά) τζιπ για να τον κρεμάσουν στη μέση της πλατείας;..

Αυτό, εν ολίγοις, στη δεκαετία του ’60 και του ’70 λέγαμε «νεοαποικισμό».
Σήμερα η λέξη σπανίως ακούγεται· έχουμε επινοήσει νέες και πιο εξωτικές, όπως «παγκοσμιοποίηση» ή «αυτοκρατορία», που μας δίνουν την όμορφη ψευδαίσθηση ότι λέμε κάτι καινούργιο.
Το κακό είναι ότι μας εμποδίζουν να δούμε τη συνέχεια ανάμεσα στα φαινόμενα που υποτίθεται ότι περιγράφουν. Και το θεμελιώδες φαινόμενο του οποίου την εκδίπλωση περιγράφουν ακούει σε ένα ακόμη πιο πολύχρηστο όνομα, που ο χειρισμός του ––δυστυχώς!–– αφήνει μικρά περιθώρια στους μεταμοντέρνους διανοούμενους ν’ ακουστούν πρωτότυποι: καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δηλαδή και οικονομία της αγοράς, ή καθολική μεσολάβηση του γενικού ισοδυνάμου (της φετιχισμένης μορφής χρήμα). Αν το κτηνώδες αποικιακό εγχείρημα σηματοδοτεί την έναρξη του καπιταλισμού, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα και την πρώτη απόπειρα παγκοσμιοποίησής του – πράγμα που σημαίνει, μια ροπή προς την παγκοσμιοποίηση πρέπει να θεωρείται εγγενής στον καπιταλισμό, μέρος τής ίδιας του της φύσης. Ακριβέστερα: εκείνο που έχει ο καπιταλισμός κοινό με τον καρκίνο είναι ότι χρειάζεται διαρκώς υγιείς ιστούς για ν’ αναλώνει – μη καπιταλιστικές κοινωνίες, μη εμπορευματοποιημένες πτυχές της κοινωνικής ζωής, μια προϋφιστάμενη βιόσφαιρα.

21 Ιαν 2014

ΣΚΑΤΑ ΦΑΙ ΣΚΑΤΑ ΖΩΗ

Ο Διατροφικός (και όχι μόνο) Βασιλίσκος

Τα νέα αναπτυξιακά μέτρα από το σάητ του Καρτέσιου και τα σχόλιά μου σε κόκκινο (όπως ξέρατε):
1. Καταργείται ο καθορισμένος μέγιστος χρόνος ζωής στο φρέσκο γάλα: (αυτό που είχαν φαγωθεί οι ούργκεν) Το σημερινό καθεστώς περιορίζει τη μέγιστη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος στις 5 ημέρες (θυμάμαι παλαιότερο καθεστώς τριών ημερών). Ο περιορισμός αυτός εμποδίζει τις εισαγωγές (καρφωθήκανε!!!!), περιορίζει τον ανταγωνισμό (για συνδέστε το με το παραπάνω λίγο…) και αυξάνει τα κόστη λόγω επιστροφών (…εξακολουθούν να καρφώνονται). Ετσι, οι τιμές του γάλακτος για τον καταναλωτή εν μέσω κρίσης αυξάνονται αντί να μειώνονται (θα μπορούσαν θαυμάσια να μην γαμάνε στο φόρο τον παραγωγό και να μην τον καθιστούν όμηρο του κάθε νταβατζή. Αλλά ο σκοπός είναι αυτός: να ξεμπερδεύουμε με τον μικρό παραγωγό και να τον μετατρέψουμε σε γεωργικό εργάτη της ούργκεν πολυεθνικής που έρχεται). Επιπλέον: -Ο περιορισμός των 5 ημερών δεν επιτρέπει στους καταναλωτές που μένουν σε απομακρυσμένες περιοχές να έχουν πρόσβαση σε φρέσκο γάλα (ενώ τώρα που θα έρχεται γάλα δέκα ημερών θα είναι φρέσκο. Έ,ρε δούλεμα!). -Οι μικροί παραγωγοί της Βόρειας Ελλάδας δεν μπορούν να προσεγγίσουν τις μεγάλες αστικές αγορές γιατί δεν επαρκεί ο χρόνος μεταφοράς (να σε χέσω Γιάννη, να σ’αλείψω μέλι. Αφού πουλήσατε τις συνεταιριστικές βιομηχανίες όπως τη ΔΩΔΩΝΗ σε νταβατζήδες και σκιτζήδες, τώρα κλαίγεστε για το μικρό παραγωγό. Δε γαμιέστε ν’ασπρίσετε, λέω!). Η μέγιστη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος θα πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τη μέθοδο παστερίωσης που εφαρμόζει ο κάθε παραγωγός (καρφώνονται πάλι! Ο μικρός παραγωγός δεν μπορεί να παστεριώσει, άρα ο στόχος είναι: ξεκάνουμε τον μικρό παραγωγό και τον μετατρέπουμε σε κολλήγο μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας), εφόσον αυτή τηρεί τις προδιαγραφές που προβλέπονται από την ΕΕ (τις οποίες φυσικά καθορίζουν ποιοί; Η χώρα εκείνη που αρχίζει από “Γε” και τελειώνει σε “νια” και τα συνεταιράκια της. Χα!).

Oxfam: Το 1% του πληθυσμού κατέχει το 50% του πλούτου
















Μια μικρή ελίτ που περιλαμβάνει τους 85 πλουσιότερους ανθρώπους κατέχουν τον ίδιο πλούτο με αυτόν που κατέχουν οι 3.5 εκατομμύρια των φτωχότερων ανθυρώπων του παγκόσμιου πληθυσμού. Η έκθεση της Oxfam με τίτλο «Δουλεύοντας για τους λίγους» που δημοσιεύτηκε πριν τη συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρου στο Νταβός υπογραμμίζει την ολοένα και περισσότερο διευρυνόμενη ανισότητα τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις αναπτυγμένες χώρες. Μεταξύ άλλων αποκαλύπτει ότι οι πλουσιότεροι είναι αυτοί που υπόκεινται στο προνομιακό καθεστώς της υποφορολόγησης.

«Πλούσιες ελίτ έχουν οικειοποιηθεί την πολιτική εξουσία και ελέγχουν τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού υπονομεύοντας τη δημοκρατία και δημιουργώντας έναν κόσμο όπου οι 85 πλουσιότεροι άνθρωποι κατέχουν τον ίδιο πλούτο που κατέχει και το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού» αναφέρει χαρακτηριστικά η Oxfam.

Η οργάνωση τονίζει ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι φορολογικοί συντελεστές για τους πλουσιότερους έχουν μειωθεί σε 29  από τις 30 χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, πράγμα που σημαίνει ότι οι πλούσιες ελίτ δεν γίνονται απλά πλουσιότερες αλλά πληρώνουν και λιγότερους φόρους.

Επιπλέον τα τελευταία 25 χρόνια ο πλούτος συγκεντρώθηκε στα χέρια ακόμη λιγότερων ανθρώπων έτσι ώστε περίπου το 1% του πληθυσμού κατέχει τον ίδιο πλούτο με το 50% του πληθυσμού.

Η Oxfam ζητά από τις κυβερνήσεις να λάβουν κατεπείγοντα μέτρα ώστε να αντιστραφεί η τάση. Απαιτούν μάλιστα από εκείνους που θα βρεθούν στο Νταβός να προχωρήσουν σε προσωπικές δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

«Είναι συγκλονιστικό στον 21ο αιώνα, το ήμισυ του παγκόσμιου πλούτου να βρίσκεται στα χέρια μιας μικρής ελίτ που θα μπορούσε να χωρέσει άνετα σε ένα βαγόνι τρένου» δήλωσε η εκτελεστική διευθύντρια της Oxfam, Winnie Byanyima.

Η Oxfam υποστηρίζει ότι οι εν λόγω οικονομικές ελίτ κρύβουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε φορολογικούς παραδείσους γλιτώνοντας έτσι τους φόρους. «Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 21 τρισ. ευρώ βρίσκονται κρυμμένα σε offshore» αναφέρεται στην ανακοίνωση.

Η έκθεση προσθέτει ότι στην Ινδία για παράδειγμα ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε κατά δέκα φορές την τελευταία δεκαετία, με τη βοήθεια μιας πολύ οπισθοδρομικής φορολογικής αναδιάρθρωσης. Συγκεκριμένα τονίζεται ότι οι πλούσιες ελίτ εκμεταλλεύονται τις διασυνδέσεις τους με την κυβέρνηση για να μην πληρώνουν ενώ την ίδια ώρα οι κρατικές δαπάνες για τους φτωχότερους παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές.

Επιπλέον, επτά στους δέκα ανθρώπους ζουν σε χώρες όπου η οικονομική ανισότητα έχει αυξηθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Το 1% των κραταιών του πλούτου έχουν αυξήσει τα κέρδη τους σε 24 από τις 26 χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία μεταξύ 1980 και 2012.
 Πηγή

20 Ιαν 2014

Η Διάσκεψη της Βάνζεε. H τελικη λυση για τους Εβραιους

Εξοντώστε τους Εβραίους! Αυτό ήταν το σαφέστατο μήνυμα που δόθηκε στη γραφειοκρατία της Ναζιστικής Γερμανίας από τον αρχι-Ναζί Ράινχαρντ Χάιντριχ, που προήδρευσε διάσκεψης στο προάστιο Βάνζεε (Wannsee) του Βερολίνου, σχετικά με την τελική λύση που έπρεπε να δοθεί στο Εβραϊκό ζήτημα, δηλαδή για την οργανωμένη εξόντωση του Εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης. Η Διάσκεψη της Βάνζεε, όπως έμεινε στην ιστορία, έγινε στις 20 Ιανουαρίου 1942 και πολλά από αυτά που συζητήθηκαν έγιναν γνωστά μετά την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ.
Ένα από τα μείζονα προβλήματα για τον Χίτλερ το καλοκαίρι του 1941 ήταν το πρακτέο για τα εκατομμύρια Εβραίων που ζούσαν στις γερμανοκρατούμενες χώρες της Ευρώπης. Η αναμενόμενη για τους Γερμανούς κατάληψη της Σοβιετικής Ένωσης μεγέθυνε το πρόβλημα. Σε μια συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 16 Ιουλίου 1941 ο Φύρερ ανακοίνωσε ότι η Σοβιετική Ένωση δυτικά των Ουραλίων θα γίνει ο «γερμανικός κήπος της Εδέμ» και ότι η αχανής αυτή περιοχή θα πρέπει να ειρηνεύσει το ταχύτερο δυνατό. «Αυτό θα επιτευχθεί ταχύτερα αν ξεπαστρέψουμε όποιον μας πάει κόντρα» είπε στους υπουργούς του.
Ο στρατάρχης Χέρμαν Γκέριγκ και ο αρχηγός των SS Χάνριχ Χίμλερ ερμήνευσαν τα λόγια του αρχηγού ως πράσινο φως για να προχωρήσουν με πιο γοργά βήματα προς την τελική λύση του εβραϊκού προβλήματος, που συνίστατο στην εκδίωξη όλων των Εβραίων από τα γερμανικά εδάφη. Στις 31 Ιουλίου 1941 ο Γκέρινγκ έγραψε στον Ράινχαρντ Χάιντριχ, αρχηγό των υπηρεσιών ασφαλείας του Τρίτου Ράιχ, «να αναλάβει όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες για την ολοκληρωτική λύση του Εβραϊκού Ζητήματος σε όλα τα εδάφη με γερμανική επιρροή». Τον διέταζε να «συντονίσει όλες τις εμπλεκόμενες κυβερνητικές υπηρεσίες» και «να του υποβάλει ένα προσχέδιο για την τελική λύση του Εβραϊκού προβλήματος». Ο Χάιντριχ γνώριζε πολύ καλά ότι ο Γκέρινγκ ήταν η φωνή του Χίτλερ.

19 Ιαν 2014

Η ψησταριά και το αντικολλητικό τηγάνι «εφευρέσεις του Μυκηναϊκού Πολιτισμού»




Η άρχουσα τάξη του Μυκηναϊκού Πολιτισμού απολάμβανε σουβλάκια ψημένα σε φορητές ψησταριές, καθώς και ψωμί που ετοιμαζόταν σε τηγάνια αντικολλητικής τεχνολογίας, υποστηρίζουν αμερικανοί ερευνητές.
Η Δρ Τζούλι Χρούμπι του Πανεπιστημίου του Ντάρτμουθ ήταν περίεργη να μάθει πώς χρησιμοποιούνταν τα μαγειρικά σκεύη που έχουν βρεθεί σε ανασκαφές. Τα πήλινα σκεύη βρέθηκαν σε κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, ο οποίος άκμασε την ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι το 1200 π.Χ., οπότε εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Τα ευρήματα περιλαμβάνουν ένα στρογγυλό πήλινο ταψί που χρησιμοποιούνταν πιθανώς για την παρασκευή ψωμιού. Η μια επιφάνεια του ταψιού είναι επίπεδη, ενώ η άλλη είναι διάστικτη με τρύπες, και οι αρχαιολόγοι δεν γνώριζαν ποια από τις δύο ακουμπούσε στη φωτιά.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σκεύος είναι ένας πήλινος ορθογώνιος δίσκος, τον οποίο οι ερευνητές ονομάζουν «δίσκο για σουβλάκια». Οι αρχαιολόγοι δεν ήταν σίγουροι αν το σκεύος τοποθετούνταν πάνω στην φωτιά, με το λίπος από το κρέας να στάζει μέσα στο δίσκο, ή αν λειτουργούσε ως υποδοχή για κάρβουνα.
Η Χρούμπι προσπάθησε να εξακριβώσει ποιες ήταν οι μαγειρικές τεχνικές των Μυκηναίων κατασκευάζοντας δύο ταψιά και δύο δίσκους για σουβλάκια από πηλούς που μοιάζουν με τον άργιλο των ευρημάτων.
Όπως έδειξαν τα πειράματα, οι πήλινοι δίσκοι είχαν υπερβολικά μεγάλο πάχος για να επιτρέπουν τη μεταφορά θερμότητας -σε αυτή την περίπτωση, τα χοιρινά σουβλάκια της μελέτης έμεναν άψητα. Η τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων μέσα στο δίσκο έδινε καλύτερα αποτελέσματα.
«Θα φανταζόμασταν αυτά τα αγγεία ως φορητές συσκευές ψησίματος -ίσως χρησιμοποιούνταν στα μυκηναϊκά πικνίκ» αναφέρει η Δρ Χρούμπι στο LiveScience, το οποίο παρακολούθησε την παρουσίαση της μελέτης στο συνέδριο του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αμερικής.
Όσον αφορά το στρογγυλό ταψί, ή τηγάνι, τα πειράματα έδειξαν ότι η ζύμη του ψωμιού κολλούσε πιο εύκολα στην επίπεδη πλευρά. Οι τρύπες στην άλλη επιφάνεια του τηγανιού πρέπει να ήταν μια αντικολλητική τεχνολογία, η οποία επίσης εξασφάλιζε την ομοιόμορφη κατανομή του λαδιού πάνω στο τηγάνι.
Ποιοι ήταν όμως οι τυχεροί που απολάμβαναν αυτές τις μαγειρικές τεχνολογίες; «Προέρχονταν από την άρχουσα τάξη, αν και αμφιβάλλω ότι οι εκπρόσωποι της ελίτ μαγείρευαν μόνοι τους» λέει η Χρούμπι.
«Στο αρχείο της Γραμμικής Β' [της γλώσσας των Μυκηναίων] υπάρχουν αναφορές για επαγγελματίες μάγειρες» επισημαίνει.
Πηγή: news.in.gr


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/hnews/125#ixzz2qpdf9kvA

Janis Joplin - η ζωή της και το εργο της





















Η Τζάνις Λυν Τζόπλιν (19 Ιανουαρίου 1943  4 Οκτωβρίου 1970) ήτανΑμερικανίδα μουσικός, τραγουδίστρια, στιχουργός, ζωγράφος, χορεύτριακαι ενορχηστρωτής μουσικής. Ήλθε στο προσκήνιο στα τέλη τηςδεκαετίας του 1960, αρχικά ως τραγουδίστρια των Big Brother and the Holding Company (Μπιγκ Μπράδερ εντ δε Χόλντιν Κόμπανυ) και αργότερα με σόλο καριέρα, με συγκροτήματα όπως οι Kozmic Blues Band (Κόζμικ Μπλουζ Μπαντ) και οι Full Tilt Boogie Band (Φουλ Τιλτ Μπούγκι Μπαντ). Κυκλοφόρησε μόλις τέσσερα στούντιο άλμπουμ (εκ των οποίων ένα μετά θάνατον). Θεωρείται η καλύτερη, ίσως ερμηνεύτρια του μπλουζ [1] και μία από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες της ροκ μουσικής.[2] Στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας της ήταν γνωστή ως η βασίλισσα τουΡοκ εν Ρολ και της ψυχεδελικής σόουλ.
To 1995 τιμήθηκε με την είσοδό της στο Rock and Roll Hall of Fame, ενώ το 2005 κέρδισε το βραβείο Γκράμμυ Lifetime Achievement Award. Το περιοδικό Rolling Stone τήν κατέταξε στην 46η θέση στη λίστα του με τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών το 2004[3] και στην 28η με τους καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών το 2008.[4]Κατάφερε να “σπάσει” την ανδροκρατούμενη ροκ μουσική σκηνή,[5] [6]μαζί με την πρώτη γυναίκα αρχηγό συγκροτήματος,[5] Γκρέις Σλικ[5] [6] (Jefferson Airplane),[6] και άλλες ερμηνεύτριες, όπως η Πάτι Σμιθ, η Τζόαν Μπαέζ και η Μαριάν Φέιθφουλ,[5] με αποτέλεσμα να ανοίξει το δρόμο και σε άλλες τραγουδίστριες.[5] [6]

Η Τζόπλιν γεννήθηκε στο Πορτ Άρθουρ του Τέξας στις 19 Ιανουαρίου του 1943.[5] [7] Γονείς της ήταν η Ντόροθυ Τζόπλιν[5] [8] Ιστ (1913-1998)[8] και ο Σεθ Τζόπλιν[5] [8] (1910-1987).[8] Είχε δύο μικρότερα αδέλφια, τον Μάικλ και τη Λάουρα. Η οικογένειά της συμμετείχε στη χριστιανική Εκκλησία.[8] Οι δικοί της θεωρούσαν πως χρειαζόταν περισσότερη προσοχή από τα άλλα παιδιά, με τη μητέρα της να δηλώνει: “Ήταν δυσαρεστημένη και ανικανοποίητη, όταν δεν εκλάμβανε αρκετή προσοχή. Δεν τής αρκούσε μία απλή, φιλική σχέση“.[9]

Εφηβεία

Στην εφηβεία της, έμπλεξε με κακές παρέες και άκουσε άλμπουμ μπλουζ καλλιτεχνών, όπως η Μπέσσυ Σμιθ και οΛιντμπέλλυ, οι οποίοι επηρέασαν την απόφασή της να γίνει τραγουδίστρια. Αν και ασχολείτο με τη ζωγραφική, ξεκίνησε να τραγουδά στην τοπική χορωδία και διεύρυνε τα μπλουζ ακούσματά της, ερχόμενη σε επαφή με άλμπουμ καλλιτεχνών, όπως η Οντέττα, η Μπίλι Χόλιντεϊ και η Μπιγκ Μάμα Θόρντον. Ενώ φοιτούσε στο Λύκειο Τόμας Τζέφερσον οι συμμαθητές της, τήν απέφευγαν, ως επί το πλείστον,[10] ενώ τήν αποκαλούσαν “γουρούνι” και “φρικιό”.[9] Μεταξύ των συμμαθητών της ήταν ο ηθοποιός Τζωρτζ Ουίλλιαμ Μπέιλυ. Απεφοίτησε από το σχολείο το 1960. Παρηκολούθησε μαθήματα στο Κολλέγιο Τεχνολογίας Λάμαρ Στέιτ (Lamar State College of Technology) του Μπιουμόν στο Τέξας, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού,[11] ενώ αργότερα πήγε στοΠανεπιστήμιο του Ώστιν, αν και δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Η πανεπιστημιακή εφημερίδα[5] [12] The Daily Texan,[12] τής έκανε ένα αφιέρωμα[5] [12] στις 27 Ιουλίου του 1962,[12] με τίτλο: “Τολμά να είναι διαφορετική“.[5] [12] Το άρθρο ξεκινούσε: “Περπατά ξυπόλυτη, όταν τό θέλει, φορά ρούχα Levi στο σχολείο, επειδή τής είναι πιο άνετα και παίρνει παντού μαζί της την ώτοχαρπ, εάν θέλει να ακούσει μουσική. Το όνομά της είναι Τζάνις Τζόπλιν“.[12]
Καλλιέργησε ένα επαναστατικό, ατομικό στυλ, επηρεασμένο κατά ένα μέρος από τις μπλουζ ηρωίδες της και κατά ένα άλλο μέρος από τη γενιά Μπιτ. Η πρώτη φορά που ηχογραφήθηκε τραγούδι της ήταν το Δεκέμβριο του 1962, στο σπίτι ενός συμφοιτητή της.[13] Ήταν το What Good Can Drinkin Do.[5] [13] Ένα μήνα μετά,[14]απεφάσισε να αποχωρήσει προσωρινά από το Τέξας[5] [14] και πήγε στο Σαν Φρανσίσκο.[14] Όσο παρέμεινε εκεί, κατοικόυσε στις συνοικίες του Νορθ Μπιτς (North Beach) και του Χέιτ-Ασμπέρυ (Haight-Ashbury). Το 1964, η Τζάνις Τζόπλιν συνέθεσε με τον κιθαρίστα των Jefferson Airplane, Τζόρμα Κωκόνεν, επτά μπλουζ κομμάτια:Typewriter TalkTrouble In MindKansas City BluesHesitation BluesNobody Knows You When You’re Down And OutDaddy, Daddy, Daddy και Long Black Train Blues. Κυκλοφόρησαν αργότερα όλα μαζί στο άλμπουμ The Typewriter Tape.
Εκείνο το χρονικό διάστημα η χρήση ναρκωτικών από την ίδια, ηυξήθηκε κατακόρυφα, κάνοντας περιστασιακά χρήση ηρωίνης.[7] [11] Επίσης, χρησιμοποιούσε και άλλα ψυχοτρόπα φάρμακα, ενώ έπινε πολύ καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής της.[10] Το αγαπημένο της ποτό ήταν το Southern Comfort.[5] [10] Την άνοιξη του1965, οι φίλοι της βλέποντας τις συνέπειες της αμφεταμίνης στο σώμα της (ίσχνωση[10] του σκελετού),[7] τήν έπεισαν να επιστρέψει άμεσα στη γενέτειρά της. Στο Πορτ Άρθουρ άλλαξε τον τρόπο ζωής της. Έκανε την αρχή σταματώντας τη χρήση ναρκωτικών και την κατανάλωση αλκοόλ, ενώ υιοθέτησε την περίφημη κόμμωση “κυψέλη” και έκανε εγγραφή στο Πανεπιστήμιο Λάμαρ του Μπόουμοντ στο τμήμα κοινωνιολογίας.
Λίγο πριν την ένταξή της στους Big Brother and the Holding Company, η Τζόπλιν κατέγραψε άλλα επτά κομμάτια, μεταξύ των οποίων υπήρχαν το Turtle Blues και μια εναλλακτική εκδοχή του Cod’ine της Μπέβερλυ Σαιντ Μαρί. Εκδόθηκαν όλα μαζί στο άλμπουμ This is Janis Joplin 1965, που κυκλοφόρησε το 1995.