13 Απρ 2012

Ο ομιλών μεγαλοφώνως θα εκδιώκεται

Βράδυ Μεγάλης Τετάρτης στον Πλου. Ανάμεσα σε αγάλματα, παλιές γραφομηχανές, ξύλινα ράφια με βιβλία και μυρωδιά τσαγιού. Στο τραπέζι στριφτά τσιγάρα, κάτι νηστίσιμα μπισκότα, κάνα δυο καινούρια βιβλία. Ολόγυρα άνθρωποι που μιλάνε χαμηλόφωνα, ποτηράκια με ένα κόκκινο λικέρ, παρέες κάθε ηλικίας που συνεννοούνται σε ντοπιολαλιά. Διαβάζω λίγη λίγη τη Μαντάμ Εντουαρντά, για τρίτη ή τέταρτη φορά, όπως κάθε τόσο. Το βιβλίο, με ενημέρωσε ο Δήμος, δεν πωλείται. Ανήκε στη μάνα του, την Ουρανία, και διατίθεται μόνο για ανάγνωση. “Βάλτο κάπου που να το θυμάσαι κι έλα διάβαζέ το σιγά σιγά”.
Έξω η Κέρκυρα αντηχεί από ψαλμωδίες, τα φώτα στις καμάρες της πλατείας είναι μωβ. Ακόμα και στο πένθος της υπέρκομψη η αγαπημένη μου, σκέφτομαι και χαμογελώ. Μέσα ακούγονται εναλλάξ Νατάσα Άτλας και Λέοναρντ Κοέν. Τα πάντα μου φαίνονται συγκινητικά. “Η γύμνια του μπορντέλου χρειάζεται το μαχαίρι του χασάπη”, λέει ο Μπατάιγ στη σελίδα 14. Κοιτάζω γύρω μου τον κόσμο. Κάποιος μιλάει τώρα πιο δυνατά. Η φωνή του με εκνευρίζει. Μια κυρία ρίχνει στο ποτήρι της επτά ζάχαρες. Τις μετράω καθώς έχει σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Μετά ρίχνει προσεκτικά ζεστό νερό από την τσαγιέρα και ανακατεύει. Έπειτα αρχίζει να πίνει μικρές κουταλιές από το ζαχαρόνερο. Έχει ξεχάσει να βουτήξει μέσα το τσάι. Δίπλα της έχει μια σακούλα από το φούρνο “Ευρωπαία”. Βγάζει ένα ψωμάκι, κόβει μεγαλούτσικες μπουκιές και τις μασάει σεμνά. Βρέχει κάθε τόσο το στόμα της με ζαχαρόνερο. Κάποτε θυμάται, σχίζει με τα δόντια το σακουλάκι και φτιάχνει το τσάι της.
Ένα αγοράκι παριστάνει το τρένο. Μια παρέα γελάει. Η κυρία μασουλάει. Ο αναιδής κύριος περιγράφει ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Η Νατάσα Άτλας τραγουδάει κάτι για μια γεμάτη καρδιά.
Μέσα σε αυτή την έρημο συνεχίζω τη νύχτα μου.
Αν ποτέ ανοίξω μαγαζί θα βάλω ταμπέλα: “Ο ομιλών μεγαλοφώνως θα εκδιώκεται”, λέει ο διπλανός μου.
“Ο Θεός είναι παντού. Μέσα σε κάθε κορίτσι του δρόμου. Απόψε η Εντουαρντά είναι ο Θεός”, λέει ο Μπατάιγ.
Κάτω από το απέναντι τραπέζι βλέπω ένα ξεχασμένο παιδικό παιχνίδι.
Νιώθω μοναξιά και εγκατάλειψη, όπως συμβαίνει πάντα παρουσία του Θεού.
Τα πράγματα μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια.


Η αναρτηση απο

Ψυχή από πέτρα και ξύλο

Οι παλιότερες αναμνήσεις μου είναι αγκαλιές. Μάνα, γιαγιά, θείες, γειτόνισσες. Θυμάμαι, το ίδιο ζεστό και αγαπημένο, το παλιό μας σπίτι. Το είχαν αγοράσει ο παππούς και ο πατέρας μου, στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, όταν αποφάσισαν να κατέβουν από το πατρογονικό μας χωριό, στο χωριό που γεννήθηκα. Σ’ αυτό το σπίτι έζησα εφτά χρόνια, ως το ‘68 που μετακομίσαμε στο νεόχτιστο.
Έμπαινες ανοίγοντας μια μεγάλη ξύλινη εξώπορτα, αρκετά φαρδιά για να χωράνε τα φορτωμένα ζώα, κλειστή με ζεμπερέκι (μάνταλο που άνοιγε απέξω). Αν ήταν κλειστά από μέσα, περνούσες το χέρι αποπάνω και τραβούσες το σύρτη. Ένα γάμα πετρόχτιστος τοίχος, μια πλευρά το δίπατο σπίτι των γειτόνων, από πέτρα κι αυτό, και απέναντι από την εξώπορτα, η είσοδος του σπιτιού.
Ένα χαγιάτι, με την κεραμοσκεπή του στηριγμένη σε απεριποίητα ξύλινα δοκάρια. Αριστερά, ένα παράθυρο και μπροστά απ’ αυτό στοιβαγμένα λιανά ξύλα και προσανάμματα για το τζάκι – που δεν έπρεπε να τα δει η βροχή: κούρβουλα και βέργες από κλήματα, κλάρες από ελιές, σπάρτα, αφάνες. Ολόγυρα στην αυλή μια λεμονιά, ένα χτιστό τσιμεντένιο πεζούλι και πάνω μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα, για το τρίψιμο του αλατιού. Κι άλλη μια στοίβα με ξύλα, χοντρά, από πουρνάρια και δέντρους (βαλανιδιές), η βρύση  και στεφάνι αποπάνω μια μεγάλη τριανταφυλλιά. Από δίπλα, μια βούτα, ένα μεγάλο ξύλινο δοχείο δηλαδή, χρήσιμο για χίλιες δυο δουλειές: μεταφορά νερού, χαλκού, ακόμα και μούστου. Τις φόρτωναν στα άλογα, έβαζαν και σπάρτα για να μη χύνεται το πολύτιμο φορτίο. Νερό στο χωριό μου με κανονικό δίκτυο ύδρευσης έφτασε τη μέρα που είδα το φως: στις 11 Νοεμβρίου του ‘61.