Οι παλιότερες αναμνήσεις μου είναι αγκαλιές. Μάνα, γιαγιά, θείες, γειτόνισσες. Θυμάμαι, το ίδιο ζεστό και αγαπημένο, το παλιό μας σπίτι. Το είχαν αγοράσει ο παππούς και ο πατέρας μου, στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, όταν αποφάσισαν να κατέβουν από το πατρογονικό μας χωριό, στο χωριό που γεννήθηκα. Σ’ αυτό το σπίτι έζησα εφτά χρόνια, ως το ‘68 που μετακομίσαμε στο νεόχτιστο.
Έμπαινες ανοίγοντας μια μεγάλη ξύλινη εξώπορτα, αρκετά φαρδιά για να χωράνε τα φορτωμένα ζώα, κλειστή με ζεμπερέκι (μάνταλο που άνοιγε απέξω). Αν ήταν κλειστά από μέσα, περνούσες το χέρι αποπάνω και τραβούσες το σύρτη. Ένα γάμα πετρόχτιστος τοίχος, μια πλευρά το δίπατο σπίτι των γειτόνων, από πέτρα κι αυτό, και απέναντι από την εξώπορτα, η είσοδος του σπιτιού.
Ένα χαγιάτι, με την κεραμοσκεπή του στηριγμένη σε απεριποίητα ξύλινα δοκάρια. Αριστερά, ένα παράθυρο και μπροστά απ’ αυτό στοιβαγμένα λιανά ξύλα και προσανάμματα για το τζάκι – που δεν έπρεπε να τα δει η βροχή: κούρβουλα και βέργες από κλήματα, κλάρες από ελιές, σπάρτα, αφάνες. Ολόγυρα στην αυλή μια λεμονιά, ένα χτιστό τσιμεντένιο πεζούλι και πάνω μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα, για το τρίψιμο του αλατιού. Κι άλλη μια στοίβα με ξύλα, χοντρά, από πουρνάρια και δέντρους (βαλανιδιές), η βρύση και στεφάνι αποπάνω μια μεγάλη τριανταφυλλιά. Από δίπλα, μια βούτα, ένα μεγάλο ξύλινο δοχείο δηλαδή, χρήσιμο για χίλιες δυο δουλειές: μεταφορά νερού, χαλκού, ακόμα και μούστου. Τις φόρτωναν στα άλογα, έβαζαν και σπάρτα για να μη χύνεται το πολύτιμο φορτίο. Νερό στο χωριό μου με κανονικό δίκτυο ύδρευσης έφτασε τη μέρα που είδα το φως: στις 11 Νοεμβρίου του ‘61. Στο πατημένο χώμα, που και που ξεπρόβαλλαν οι κορυφές από τις υπόγειες πέτρες, όσες αντιστέκονταν ακόμα στην ανθρώπινη θέληση. Οι μεγάλοι πολύ σπάνια στεκόντουσαν εκεί, οι δουλειές γινόντουσαν αλλού, στη μεγάλη πίσω αυλή. Έτσι, η μπροστά αυλή έμενε δικό μας βασίλειο – για ονειροπόληση, παιγνίδι και κοινωνικοποίηση.