Ένας άντρας περιμένει στην ουρά του ταμείου -είναι
κοντά στα 50, ψαρομάλλης με αδύνατα πόδια και κοιλίτσα. Φορά ένα μαύρο
κολλητό t-shirt, στη στάμπα διακρίνεται ένα στρατιωτικό σύμβολο –δύο
μεγάλα μαχαίρια που διαπερνούν χιαστί μια νεκροκεφαλή. «Είναι
χρυσαυγίτης. Έρχεται εδώ κάθε πρωί και παίρνει τον καφέ του», μου γνέφει
ψιθυριστά η Μαρία με αυλακωμένη φωνή. Τα «σημάδια» από τα νύχια του
χρυσαυγίτικου παραλογισμού είναι «ορατά» σε κάθε της λέξη.