“Ορτέγκα Προδότη”
Του Μιχάλη Μιχελή
Αχ, που είναι τα νιάτα μου! Που «έβοσκαν» τότε τα μυαλά μου!Εκεί στη Νικαράγουα, ως μπριγαδίστας του καφέ!
Ο δύσμοιρος λαός της, βίωνε δραματικά τον εμφύλιο σπαραγμό. Αποκλεισμένος από τον ασφυκτικό κλοιό των Γιάνκηδων, με τους Κόντρας αντάρτες να έχουν διαλύσει τη χώρα, μέσα στη απόλυτη φτώχεια και στην ατέλειωτη τραγωδία, η υπερηφάνεια και το αγωνιστικό φρόνημα των Νικαραγουανών, μ’ έκαναν να είμαι ένας από τους αμέτρητους θαυμαστές των Σαντινίστας.
«¡Hasta la Victoria siempre!», το τραγούδι του Κάρλος Πουέμπλα, δονούσε την ψυχή μου. Το μυαλό μου στριφογυρνούσε για ένα ταξίδι εκεί, ως εθελοντής εργάτης, στο μάζεμα του καφέ. Να δώσω κι εγώ, ένα ελάχιστο κουράγιο στον ταλαιπωρημένο αγρότη, να πουλήσει για να ζήσει, απ’ το ευλογημένο δένδρο που του είχε απομείνει ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο.
Διάβασα την μπροσούρα στη Νέα Υόρκη. «Αποστολή για μπριγαδίστες του καφέ, στα υψίπεδα της Ματαγκάλπα της Νικαράγουα. Τιμή 850 $ και πτήση μέσω Μεξικού».
Έτσι λοιπόν μια ωραία μέρα του Νοέμβρη του 1983, βρέθηκα πάνω στην καρότσα ενός ταλαιπωρημένου φορτηγού, παρέα με άλλα Αμερικανάκια, πορευόμενοι από την Ματαγκάλπα (στα βόρεια της Μανάγκουα), προς Βασλάλα, μια κωμόπολη στην πυκνή σέλβα (τροπική βλάστηση), κοντά στο επίκεντρο των μαχών μεταξύ Σαντινίστας και Κόντρας. Κοιτώντας το τοπίο, χανόσουν από την ομορφιά της άγριας φύσης. Σ’ όλη τη διαδρομή, τα βουνά και τα ποτάμια, η ομίχλη και οι κατάφυτες πλαγιές, τα πουλιά και τα ζώα, σε έσπρωχνα μάλλον προς ένα ονειροπόλο ταξιδευτή, που πήγαινε στον μήνα του μέλιτος του, για τρελές ευχάριστες στιγμές κι όχι προς ένα τόπο στιγματισμένο από νεκρούς. Κορίτσια κι αγόρια, δονούσαμε με τον έρωτα για τη ζωή και την επανάσταση. Με τραγούδι και καλαμπούρια, περνούσαν τα ξένοιαστα χρόνια των μπριγαδίστας κι ας ήταν η καθημερινότητα γεμάτη, από υπαρξιακές δυσκολίες.
Η εμπειρία ως καφεσυλλέκτης, μου έμεινε ένα δυνατό κειμήλιο της νιότης μου.
Όμως τ’ ανέμελα χρόνια, δυστυχώς διάβηκαν γρήγορα. Η επανάσταση στη Νικαράγουα τελικά νίκησε και οι αρματοφορεμένοι κόκκινοι, έβγαλαν τον μπερέ και μπήκαν στα κυβερνητικά βάσανα. Μόνο κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες απέμειναν να μου θυμίζουν, ότι κάποτε ήμουν κι εγώ εκεί, παρέα με δαύτους. Γιατί αυτή η άτιμη η ζωή, που αποτυπώνεται στιγμιαία σ’ ένα χαρτί (με την πατίνα του χρόνου), τελικά σε κατσουφιάζει στα ώριμα χρόνια σου, σου φέρνει μια γκριμάτσα μελαγχολίας, ένα συγκινησιακό βούρκωμα κι έτσι σου ξεφεύγει ένα αυθόρμητο αχ! Να ερχόταν το τότε, μονάχα μια νύχτα, στα όνειρά μου…