Η Ελλάδα έχει χρέος να τον τιμήσει]
του Αναγνώστη Λασκαράτου
Στα τελευταίαχρόνια της οθωμανικής Κατοχής στο Ρωμέικο, ο θεσμός του Σεϊχουλισλάμη («Σεϊχ Ουλ Ισλάμ») είχε ήδη αναβαθμισθεί, ήταν το τρίτο σημαντικό πρόσωπο της αυτοκρατορίας μετά τον Σουλτάνο και το Μεγάλο Βεζύρη. Ασφαλώς δεν ήταν Χαλίφης της Βαγδάτης, ούτε Πάπας της Ρώμης, ποτέ και πουθενά δε ευδοκίμησε ένα ισχυρό θρησκευτικό αξίωμα δίπλα σε ένα πανίσχυρο κοσμικό, το δεύτερο ακρωτηρίαζε το πρώτο. Ήταν η κεφαλή αυτών που αποτελούσαν την τάξη των Ουλεμάδων, δηλαδή των «σοφών ανθρώπων» που γνώριζαν άριστα το μουσουλμανικό δίκαιο, μπορούσαν να διοριστούν ιεροδικαστές και η περιουσία τους ήταν απαραβίαστη. Ο Σειχουλισλάμης διοριζόταν απ’ευθείας από τον Σουλτάνο, ζούσε διακριτικά, δεν είχε την αίγλη ενός πατριάρχη, ήταν περίπου άγνωστος ή μάλλον αδιάφορος στους δυτικούς, εμφανιζόταν όμως στις μεγάλες κρατικές τελετές στο πλευρό του Βεζύρη. Δεν βρισκόταν ούτε κοντά στο λαό, δεν είχε δικό του μηχανισμό εξουσίας, ήταν ανακτορικός αξιωματούχος. Η ύψιστη κρατική ευθύνη του ήταν η έκδοση γνωμοδότησης περί του αν μια αμφιλεγόμενη πράξη ή πρόθεση του Σουλτάνου ήταν σύμφωνη ή μη με το Κοράνι. Με μία έννοια λοιπόν μπορούσε να προσβάλει τον ίδιο το Σουλτάνο, όμως δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως δεν θα είχε την τύχη του πατριάρχη που συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα ή το πιθανότερο και χειρότερη. Αυτό έκανε τους Σεϊχουλισλάμηδες πολύ προσεκτικούς. Έτσι όταν ο Μωάμεθ ο πορθητής ζήτησε φετφά για να εκτελέσει τον ορθόδοξο δεσπότη (βασιλιά) της Βοσνίας Στεφάν Τομάσεβιτς το 1463, κατά σαφή παράβαση του Κορανίου που δεν το επέτρεπε, αφού ο βασιλιάς είχε παραδοθεί, ο φετφάς δόθηκε από τον Μολλά Χουσρέφ και το κεφάλι του Στέφανου έπεσε. Αντίθετα ο Άραβας Σουλτάνος Σαλαντίν σεβάστηκε την Ιερουσαλήμ όταν παραδόθηκε ειρηνικά και άφησε τον Λατίνο πατριάρχη της Ηράκλειο να φύγει με του θησαυρούς του. Όπως πάντα και παντού, όλα είναι και θέμα χαρακτήρα του ηγεμόνα. O προκάτοχός του Χουσρέφ είχε απαλλάξει τον Πορθητή από το αμάρτημα της δολοφονίας των αρσενικών αδελφών του, ετεροθαλών και μη, την ώρα της διαδοχής. Τα λέω αυτά ως ενδεικτικά του πόσο (αναγκαστικά ) καλόβολοι ήταν οι Σειχουλισλάμηδες απέναντι στη σουλτανική βούληση και για να δείξω το ασύνηθες της γενναιότητας του δικού μας ήρωα, που ήξερε πως είχε απέναντί του έναν μεταρρυθμιστή ηγεμόνα που δεκάρα δεν έδινε για το τι λέει το Κοράνι. Η οικονομική αμοιβή των Σεϊχουλισλάμηδων βεβαίως μεγάλωνε όσο αναβαθμίζονταν συν τω χρόνω με την εξέλιξη της αυτοκρατορίας. Στο «Λόγοι εκκλησιαστικοί εκφωνηθέντες εν τη Γραικική Εκκλησία της Οδησσού κατά το αωκα’-αωκβ’ έτος/υπό Ο. Κ.Ο.» (Οικονόμου Κωνσταντίνου Οικονόμου) …φιλοτίμω δαπάνη Ιωάννου Π. Βόζου του Πελοποννησίου, Υποναυάρχου και Ιππέως Ρωσσικού (αωλγ’/=1833), διαβάζουμε πως ενώ μέχρι το 1513 «το σιτηρέσιον τού Σεϊχούλ- Ισλάμ, και τών δύω Καζιασκέριδων ήσαν από 30 έως 150, άσπρων την ημέρα, τουτέστι 450, γρόσια κατ’ έτος, τώρα το εισόδημα του μεν πρώτου Νομοκράτορος υπερβαίνει το μιλλιόνιον…». Όπως και να είχε το πράγμα όμως η μοίρα του θεσμού ήταν τελικά κακή. Δεν είχε μέσα του το σπέρμα της μακροβιότητας. Ο τελευταίος Σειχουλισλάμης Μεντενί Μεχμέτ Νουρί κηρύχθηκε έκπτωτος το 1922 από τον Ατατούρκ, πέντε χρόνια μετά πήγε να βρει τον Προφήτη του και αυτή η παλαιική γραφικότητα εξέλιπε. Ο Κεμάλ δεν ξέχασε τον φετφά που είχε εκδώσει εναντίον του ο Σεϊχ Ουλ Ισλάμ καλώντας τους πιστούς σε ιερό πόλεμο (Ξενοφών Στρατηγός «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία»).
Στα τελευταίαχρόνια της οθωμανικής Κατοχής στο Ρωμέικο, ο θεσμός του Σεϊχουλισλάμη («Σεϊχ Ουλ Ισλάμ») είχε ήδη αναβαθμισθεί, ήταν το τρίτο σημαντικό πρόσωπο της αυτοκρατορίας μετά τον Σουλτάνο και το Μεγάλο Βεζύρη. Ασφαλώς δεν ήταν Χαλίφης της Βαγδάτης, ούτε Πάπας της Ρώμης, ποτέ και πουθενά δε ευδοκίμησε ένα ισχυρό θρησκευτικό αξίωμα δίπλα σε ένα πανίσχυρο κοσμικό, το δεύτερο ακρωτηρίαζε το πρώτο. Ήταν η κεφαλή αυτών που αποτελούσαν την τάξη των Ουλεμάδων, δηλαδή των «σοφών ανθρώπων» που γνώριζαν άριστα το μουσουλμανικό δίκαιο, μπορούσαν να διοριστούν ιεροδικαστές και η περιουσία τους ήταν απαραβίαστη. Ο Σειχουλισλάμης διοριζόταν απ’ευθείας από τον Σουλτάνο, ζούσε διακριτικά, δεν είχε την αίγλη ενός πατριάρχη, ήταν περίπου άγνωστος ή μάλλον αδιάφορος στους δυτικούς, εμφανιζόταν όμως στις μεγάλες κρατικές τελετές στο πλευρό του Βεζύρη. Δεν βρισκόταν ούτε κοντά στο λαό, δεν είχε δικό του μηχανισμό εξουσίας, ήταν ανακτορικός αξιωματούχος. Η ύψιστη κρατική ευθύνη του ήταν η έκδοση γνωμοδότησης περί του αν μια αμφιλεγόμενη πράξη ή πρόθεση του Σουλτάνου ήταν σύμφωνη ή μη με το Κοράνι. Με μία έννοια λοιπόν μπορούσε να προσβάλει τον ίδιο το Σουλτάνο, όμως δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως δεν θα είχε την τύχη του πατριάρχη που συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα ή το πιθανότερο και χειρότερη. Αυτό έκανε τους Σεϊχουλισλάμηδες πολύ προσεκτικούς. Έτσι όταν ο Μωάμεθ ο πορθητής ζήτησε φετφά για να εκτελέσει τον ορθόδοξο δεσπότη (βασιλιά) της Βοσνίας Στεφάν Τομάσεβιτς το 1463, κατά σαφή παράβαση του Κορανίου που δεν το επέτρεπε, αφού ο βασιλιάς είχε παραδοθεί, ο φετφάς δόθηκε από τον Μολλά Χουσρέφ και το κεφάλι του Στέφανου έπεσε. Αντίθετα ο Άραβας Σουλτάνος Σαλαντίν σεβάστηκε την Ιερουσαλήμ όταν παραδόθηκε ειρηνικά και άφησε τον Λατίνο πατριάρχη της Ηράκλειο να φύγει με του θησαυρούς του. Όπως πάντα και παντού, όλα είναι και θέμα χαρακτήρα του ηγεμόνα. O προκάτοχός του Χουσρέφ είχε απαλλάξει τον Πορθητή από το αμάρτημα της δολοφονίας των αρσενικών αδελφών του, ετεροθαλών και μη, την ώρα της διαδοχής. Τα λέω αυτά ως ενδεικτικά του πόσο (αναγκαστικά ) καλόβολοι ήταν οι Σειχουλισλάμηδες απέναντι στη σουλτανική βούληση και για να δείξω το ασύνηθες της γενναιότητας του δικού μας ήρωα, που ήξερε πως είχε απέναντί του έναν μεταρρυθμιστή ηγεμόνα που δεκάρα δεν έδινε για το τι λέει το Κοράνι. Η οικονομική αμοιβή των Σεϊχουλισλάμηδων βεβαίως μεγάλωνε όσο αναβαθμίζονταν συν τω χρόνω με την εξέλιξη της αυτοκρατορίας. Στο «Λόγοι εκκλησιαστικοί εκφωνηθέντες εν τη Γραικική Εκκλησία της Οδησσού κατά το αωκα’-αωκβ’ έτος/υπό Ο. Κ.Ο.» (Οικονόμου Κωνσταντίνου Οικονόμου) …φιλοτίμω δαπάνη Ιωάννου Π. Βόζου του Πελοποννησίου, Υποναυάρχου και Ιππέως Ρωσσικού (αωλγ’/=1833), διαβάζουμε πως ενώ μέχρι το 1513 «το σιτηρέσιον τού Σεϊχούλ- Ισλάμ, και τών δύω Καζιασκέριδων ήσαν από 30 έως 150, άσπρων την ημέρα, τουτέστι 450, γρόσια κατ’ έτος, τώρα το εισόδημα του μεν πρώτου Νομοκράτορος υπερβαίνει το μιλλιόνιον…». Όπως και να είχε το πράγμα όμως η μοίρα του θεσμού ήταν τελικά κακή. Δεν είχε μέσα του το σπέρμα της μακροβιότητας. Ο τελευταίος Σειχουλισλάμης Μεντενί Μεχμέτ Νουρί κηρύχθηκε έκπτωτος το 1922 από τον Ατατούρκ, πέντε χρόνια μετά πήγε να βρει τον Προφήτη του και αυτή η παλαιική γραφικότητα εξέλιπε. Ο Κεμάλ δεν ξέχασε τον φετφά που είχε εκδώσει εναντίον του ο Σεϊχ Ουλ Ισλάμ καλώντας τους πιστούς σε ιερό πόλεμο (Ξενοφών Στρατηγός «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία»).
Τα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 και τα αντίποινα που εφάρμοσε ο Σουλτάνος κατά του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και κατά μελών της πατριαρχικής Συνόδου, παρά τον αφορισμό της Επανάστασης είναι γνωστά. Πολύ λιγότερο γνωστός είναι ο ηρωισμός και η εντιμότητα του Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ Εφέντη, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς τη μοναδικότητα του γεγονότος και τις περίπου προδιαγεγραμμένες κακές συνέπειές του για τον πρωταγωνιστή τους.
Ο Αχμέτ Τσεβντέτ πασά (1822-1895), ένας κορυφαίος, θεωρούμενος «εθνικός», Τούρκος ιστορικός, που χρησιμοποίησε και δυτικές πηγές, στη 12τομη ιστορία του που εκδόθηκε από το 1854 (1ος τόμος) έως το 1884: Ahmet Cevdet Paşa: «Tarih-i Cevdet» (Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των ετών 1774-1825), δίνει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Από εκεί και από άλλες, ελληνικές πηγές, έχουν αντλήσει οι Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, («Απόφαση γενικής σφαγής και αποσόβησή της», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ.ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών-1975, σελ.33-34) και Σπυρίδων Λουκάτος («Και Τούρκοι στο πλευρό των Ελλήνων», από ‘Το άγνωστο 21’, ‘Ε’ ‘Ιστορικά’, τ.23, 23 Μαρτίου 2000, σελ.16-17). Επίσης ο Βρετανός πρέσβης στην Ιστανμπούλ (1820-1825), λόρδος Percy Smythe, 6οςυποκόμης του Στράνγκφορντ, συλλέκτης (ή απαγωγέας) έργων ελληνικής γλυπτικής, έχει καταγράψει κάποια σχετικά περιστατικά, που τα σημειώνουν και μεταγενέστεροι Βρετανοί ιστορικοί.
Τον Φλεβάρη του 1821 φήμες για σφαγή Τούρκων εμπόρων στη Μολδοβλαχία προκάλεσαν διαδήλωση φανατικών ισλαμιστών στην Πόλη. Ο τότε Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ ήταν συνειδητός εκσυγχρονιστής και ορμητικός στις αποφάσεις του. Ο θρύλος τον θέλει γιό χαμένης Γαλλίδας ευγενούς, πάντως θεωρείται πιθανός γιός Χριστιανής του χαρεμιού. Ήταν δυτικόφιλος, ήθελε να μεταρρυθμίσει τους μεσαιωνικούς κρατικούς μηχανισμούς και να χτυπήσει τη σκουριασμένη κακοδιοίκηση. Ίδρυσε κοσμικά σχολεία, εξουδετέρωσε την πειρατεία στο Αιγαίο, χτύπησε τη ληστεία στην ύπαιθρο και οργάνωσε υπουργικό συμβούλιο κατά τα δυτικά ειωθότα. Είναι αυτός που στα 1826 εξόντωσε τους Γενίτσαρους, θεωρώντας τους σωστά, ανασχετικό μηχανισμό στην πρόοδο. Ο Διονύσιος Κόκκινος, («Η Ἑλληνική Ἐπανάστασις», Αθήνα, 1956, τομ. Α’), θεωρεί, σωστά νομίζω, πως πίστευε, με όσα έκανε, ότι οι Ρωμιοί του όφειλαν ευγνωμοσύνη και πως εξεπλάγη πολύ δυσάρεστα από τις πληροφορίες για επαναστατικές κινήσεις τους. Φυσικά ένιωσε σφοδρά απειλούμενος και βαριά προδομένος, γιατί είχε πολλά μέτωπα, εξωτερικά και εσωτερικά, ανοιχτά. Ο σεϊχουλισλάμης Χατζή Χαλήλ καταγόταν από μεγάλη, πολύ πιστή στο Ισλάμ, οικογένεια. Αυτή η καταγωγή και η προσωπική του φήμη ως ευσεβούς τον έφεραν στη υψηλή θέση του. Είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως στρατιωτικός. Αναμφίβολα ήταν συντηρητικός άνθρωπος, όχι οπαδός των δυτικότροπων μεταρρυθμίσεων, αλλά πιστός στο Σουλτάνο. Δεν θα μπορούσε και να μην είναι. Όλα όμως δείχνουν πως μέσα σε μια εξουσιαστική Κόλαση που περιέβαλε ασφυκτικά τα πάντα, αγωνιζόταν να κρατήσει άγρυπνη τη συνείδησή του, όπως την υπαγόρευε η καλή του προαίρεση και η πίστη του. Άδικο να υποτιμάμε τις ηθικές αρχές και την αγαθή συνείδηση μερικών θρησκευόμενων, που επειδή αυτών η πίστη είναι ειλικρινής, τους οπλίζει με ισχυρές ηθικές αντοχές. Όταν λοιπόν ακούστηκαν στην Πόλη τα μαντάτα για το ξέσπασμα της επανάστασης, που είδαμε πιο πάνω, ο Μαχμούτ, παρορμητικά, ακούγοντας και τη γνώμη φανατικών κληρικών, πήρε τη απόφαση εξόντωσης των Χριστιανών κατοίκων της Πόλης. Για να υλοποιηθεί όμως μια τόσο φοβερή πράξη χρειαζόταν η θετική γνωμοδότηση και η σχετική εγκύκλιος (φετφάς ή φάτουα) του αρμόδιου Χατζή Χαλίλ. Ο ύπατος ιεροδικαστής προσπάθησε να αγοράσει χρόνο, βασιζόμενος στο ότι το Κοράνι δεν επέτρεπε τη σφαγή αθώων. Είναι φανερό ότι όχι μόνο η ανθρωπιστική του συνείδησή του, αλλά και η ευθύνη του ως ερμηνευτή του ιερού βιβλίου συνέπιπταν. Άρχισε λοιπόν να διερευνά τυχόν σχέσεις του πατριάρχη με το κίνημα του Υψηλάντη, γεγονός που δεν του προέκυπτε, όπως τον διαβεβαίωνε και ο ιατροφιλόσοφος αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός, με τον οποίο συζήτησε το πρόβλημα. Τα ίδια τον διαβεβαίωσε και ο πατριάρχης Γρηγόριος, που μαζί με τον Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, την ενδημούσα Σύνοδο και τους παρεπιδημούντες και σχολάζοντες Αρχιερείς, προχώρησε στον αφορισμό της Επανάστασης, ώστε νε εξευμενίσει το Σουλτάνο. Με την ευκαιρία νομίζω πως για πολλά μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον σιμωνιακό αλλαξοπατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, εχθρό της Γαλλικής Επανάστασης, της Δημοκρατίας, της Δύσης και του Διαφωτισμού, αλλά όχι τόσο για τον αφορισμό, που πράγματι μπορούμε να τον δούμε ως απόπειρα όχι μόνο προσωπικής διάσωσης αλλά και αποφυγής μιας γενικής σφαγής. Νομίζω επίσης πως είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε το τραγικό του τέλος, όσο κι αν πήγε γυρεύοντας αγοράζοντας το αξίωμά του τρεις φορές (1797, 1806 και 1818). Στις 8 του Μάρτη λοιπόν ο Σουλτάνος καλεί για σύσκεψη τον Μεγάλο Βεζύρη, τον Σεϊχουλισλάμη, τον αρχηγό των Γενιτσάρων και τον αρχιγραμματέας του Διβανίου («υπουργικού» συμβουλίου) Χαλέτ Εφέντη. Ο τελευταίος, ένας πολύ σκληρός αξιωματούχος, ασκούσε πάνω του ισχυρή επιρροή. Είχε διατελέσει πρέσβης στο Παρίσι (1803-1806), ο πέμπτος που στάλθηκε ποτέ, από το 1565 (πρώτος ο Xατζή Μουράτ, εκτός αν συναριθμήσουμε μια αντιπροσωπεία Γενίτσαρων το 1533), μετά από μεγάλα χρονικά διαλείμματα. Η Γαλλία όμως είχε από το 1535 αδιάλειπτα πρέσβη στην Υψηλή Πύλη. Την, όχι τόσο συνήθη, πρεσβεία στο Παρίσι, μπορούμε να τη δούμε ως δείγμα των δυτικών ανοιγμάτων του Μαχμούτ Β΄. Στο γνωστό πίνακα του Νταβίντ απεικονίζεται σε κάποια γωνιά να παρίσταται στην ματαιόδοξη στέψη του Ναπολέοντα ως αυτοκράτορα στα 1804 στην Παναγία των Παρισίων, από τον ίδιο τον Πάπα. Ο Σουλτάνος τους ανακοινώνει την απόφασή του για γενική σφαγή, ο Βεζύρης έντρομος δεν τολμάει να φέρει αντίρρηση, ο Γενιτσάρ αγάς υπακούει δουλικά, ο Χαλέτ συμφωνεί, όμως ο Χατζή Χαλίλ, που πιστεύει στην αθωότητα του πατριάρχη και των Ρωμιών της Πόλης, ζητάει προθεσμία να μελετήσει τις ενοχές των Ρωμιών και ξεθαρρεμένος τότε ο Βεζύρης συμφωνεί. Φεύγοντας από το παλάτι ο θρησκευτικός ηγέτης μαλώνει άγρια με τον αρχιγραμματέα του Διβανίου, κατηγορώντας τον ότι αυτός έφερε με τη σκληρότητα και με τα λάθη του τα πράγματα στην εξέγερση. Ο Χαλέτ, όμως είχε αποφασίσει να κινηθεί σταθερά προς την κατεύθυνση εφαρμογής της αρχικής απόφασης του Σουλτάνου για σφαγή των Ρωμιών της Πόλης, ως συνένοχων της ελληνικής Επανάστασης, μήπως και γλυτώσει μέσα στην αναμπουμπούλα, αφού μετά από κάθε ανταρσία, κάποιοι κρατικοί αξιωματούχοι έχαναν το κεφάλι τους. Είχε κάθε λόγο λοιπόν να διαβάλει τον Χατζή Χαλίλ στο Σουλτάνο, ώστε να στρέψει προς τα εκεί την οργή του.
Ο ανασφαλής κοσμικός μονάρχης, που έβλεπε το έργο του να κινδυνεύει, με πληγωμένο εγωισμό, οργισμένος που ο θρησκευτικός υπάλληλός του στεκόταν εμπόδιο στην απόφασή του, καθαίρεσε τον Χατζή Χαλίλ από την θέση του και τον εξόρισε άλλοι λένε στη Λήμνο, άλλοι στην Προύσα. Πριν αναχωρήσει όμως τον βασάνισαν και υπέκυψε στα τραύματά του, αφήνοντας έτσι την τελευταία του πνοή στην Προποντίδα, όπου τον καταπόντισαν. Ο διάδοχος του, ο περσικής καταγωγής Γιασιντζιζάντε Αμπντουλβαζάαμπ εφέντης (Yasincizade Abdülvehhap Efendi-εικ.2) που κράτησε τη θέση του για έναν χρόνο (1821-1822) για να επανακάμψει μετά από μεσολάβηση τριών βραχύβιων στο αξίωμα διαδόχων του, για μια ακόμη πενταετία (1828-1833), υποχρεώθηκε
να εκδώσει φετφά που προέβλεπε την τιμωρία ακόμη και των ύποπτων για συνενοχή. Ο Σουλτάνος τελικά, μετά από ψυχραιμότερες σκέψεις προσποιήθηκε μεγαλοψυχία και εφάρμοσε το φετφά με επιείκια (τραγική ειρωνεία είναι ασφαλώς η δικαίωση του εκτελεσμένου αξιωματούχου του), εφ’όσον οι Ρωμιοί υποτίθεται πως απέκρουσαν κάθε επαναστατική ιδέα, στρεφόμενος μόνο κατά Ρωμιών αξιωματούχων, μητροπολιτών κλπ. Ο Χαλέτ όμως δεν έσωσε το τομάρι του. Ένα χρόνο μετά εξορίστηκε, στραγγαλίστηκε και μετά το πτώμα του αποκεφαλίστηκε. Η θυσία του Σεϊχουλισλάμη δεν είχε όμως πάει χαμένη, σώθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι.
Ο Δημήτρης Καμπούρογλου είχε προτείνει να δοθεί το όνομα του Χαλίλ σε δρόμο της Αθήνας. Νομίζω πως αυτό θα ήταν κάτι αλλά λίγο. Ο Χατζή Χαλίλ πρέπει να τιμηθεί με άγαλμα σε κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας και η ιστορία του να μπει στα σχολικά βιβλία. Είναι το ελάχιστο και το αυτονόητο αυτό. Για να αντιληφθούμε το ηθικό μέγεθος, ας ανατρέξουμε στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πατριάρχης της Νέας Ρώμης ήταν κεντρικό πρόσωπο, πολύ ισχυρό, απείρως σημαντικότερο, ιστορικότερο και πολύ πιο μέσα στα πράγματα του Κράτους, από ότι ο Σεϊχουλισλάμης για την οθωμανική αυτοκρατορία. Όσο κι αν ψάξετε δεν θα βρείτε έναν από αυτό τον άθλιο συρφετό παλιανθρώπων, που να έχει καταδικάσει τις σφαγές όχι αλλόθρησκων και υποτελών, αλλά Χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Χιλιάδες άμαχοι σφάχτηκαν στη Θεσσαλονίκη από τον άγιο Θεοδόσιο, άλλοι τόσοι στην Κωνσταντινούπολη από τον Ιουστινιανό, Παυλικανοί κάηκαν ζωντανοί στον Ιππόδρομο, εθνικοί, «αιρετικοί» και Εβραίοι κατακρεουργήθηκαν, αυτοκράτορες εκτελέστηκαν από τους διαδόχους τους με φρικτά βασανιστήρια, αυτοκράτειρες δολοφόνησαν ή τύφλωσαν γιούς, συζύγους και χιλιάδες αθώους, οι πατριάρχες αν δεν πλειοδοτούσαν και ευλογούσαν έμεναν σιωπηλοί, ανοίγοντας μόνο το στόμα τους για να πιάσει κάποια αυτοκρατορική ερωμένη ή τις μπερμπαντιές κάποιου αυτοκράτορα κι αυτό για να εκβιάσουν συνήθως τη νομιμοποίηση της ερωτοδουλειάς, έχοντας στο μυαλό τους άλλες αντιπαροχές είτε στο δόγμα είτε στα προνόμια της Εκκλησίας. Εκεί γύρω κινιόντουσαν οι «ηθικές» τους ευαισθησίες. Ο Σεϊχουλισλάμης δεν είχε οπαδούς, δεν εκπροσωπούσε κάποια δυναστική μερίδα όπως συνηθέστατα συνέβαινε με τους πατριάρχες που συσπείρωναν γύρω τους κόσμο στις δογματικές έριδες περί την όνου σκιάν, η εκτέλεσή του ίσως δεν μαθεύτηκε ευρύτερα και λίγοι θα τον έκλαψαν.
Η θυσία του δυστυχώς δεν σημαίνει ούτε σήμερα τίποτα στην Τουρκία, το σχετικό λήμμα της wikipedia στην τουρκική (Hacı Halil Efendi) περιμένει, άδειο, καθόλου κολακευτικό αυτό για όλους, περιμένοντας ακόμη αυτόν που θα το γράψει. Ελπίζω να βρεθούν τουρκομαθείς Ρωμιοί να το πράξουν, είναι οφειλόμενο χρέος και είναι δείγμα της αχαριστίας και του μεγέθους της ηθικής αναλγησίας της πατριαρχικής αυλής πως κανείς δεν το έχει κάνει. Προς τιμήν του, τον μνημονεύει ένας ξεχωριστός ιερωμένος, ο αρχιμανδρίτης π.Φιλόθεος Φάρος, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία» (Αρμός-2002). Ευτυχώς γιατί η κρατική Εκκλησία, που τάχα κόπτεται για τα παθήματα των Ρωμιών από το Δοβλέτι και όφειλε να τον είχε αναδείξει, δεν θέλει να τον ξέρει, για ευνόητους λόγους. Νομίζω πως τώρα που ο συρφετός της ακροδεξιάς, μητροπολίτες-ιερείς-καλόγεροι, Νεοναζιστές και γενικά άνθρωποι που εμπορεύονται το φόβο και το μίσος προσπαθούν να φανατίσουν την πλέμπα κατά των δυστυχισμένων μουσουλμάνων προσφύγων (το 1922 ήταν Χριστιανοί), το θαυμάσιο παράδειγμα του υποδειγματικού Σεϊχουλισλάμη, πρέπει να ακουστεί δυνατά.
πωπω τεράστιο για το βράδυ
ΑπάντησηΔιαγραφή