Κραγιόν
Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι της, έστρωσε τα μαλλιά, διόρθωσε το κραγιόν στις κόγχες των χειλιών. Έλεγξε το χαμόγελο – πλατύ και απαστράπτον. Μετά έκλεισε το πλαστικό καπάκι και το τακτοποίησε στο τσαντάκι της. Περίμενε στη θέση του συνοδηγού κοιτώντας τη νύχτα απέξω. Εκείνος αργούσε.
«Μια στιγμή, να κανονίσω κάτι κι επανέρχομαι», της είχε πει και είχε ήδη περάσει μια ώρα.
Απέναντι το καζίνο λαμποκοπούσε. Στα σκαλιά έβλεπε κυρίες με ταγιέρ και βραχιόλια, μπατίρηδες με πειναλέο χαμόγελο που κάπνιζαν αλλάζοντας στάση κάθε τρεις και λίγο, συνταξιούχους με κοστούμια που συζητούσαν ή μπαινόβγαιναν, παρκαδόρους που έκαναν τη δουλειά τους. Λιοντάρια και κουνελάκια στο ίδιο χωράφι. Εκείνος πουθενά.
Τρεις το πρωί, μετά από ουίσκια και χορούς στο σκυλάδικο έξω από την πόλη. Η νύχτα μέρα. Είχαν γνωριστεί στο γραφείο, λίγους μήνες πριν. Εκείνος στο λογιστήριο και αυτή γραμματέας του διευθυντή. Σεμνό παιδί, καλοβαλμένο. Της είχε φανεί ντροπαλός και τον είχε συμπαθήσει. Ένα χρόνο μετά, τον περίμενε στα καζίνα κλειδωμένη στο αμάξι.
«Μήπως έπρεπε να πάω μαζί; Μπας και συνέβη κάτι;», αναρωτήθηκε μάταια.
Τα σφάλματά της επαναλαμβάνονταν ολόιδια, το ένα μετά το άλλο.
«Η φάτσα ξεγελά, κράτα μια πισινή ίσα για να υπάρχει», θυμήθηκε τα λόγια της καλύτερής της φίλης. Όταν ήταν σε αρχικό στάδιο ακόμα. Η Ρόζα ήξερε πολλά, αλλά αυτή δεν είχε αυτιά ν’ ακούσει, μόνο μάτια να τον κοιτάζει. Του είχε εμπιστοσύνη – χωρίς εμπιστοσύνη τι έρωτας θα ήταν αυτός;
Άγγιξε το χερούλι της πόρτας. Η αίσθηση της φάνηκε απροσδιόριστη. Ένα βήμα από την ανατριχίλα του παγωμένου μετάλλου και την δια παντός διαφυγή. Δεν ήξερε ποιο από τα δύο να διαλέξει.
«Συναισθηματική ομηρία», είχε πετάξει τη σοφία της η Ρόζα ένα απόγευμα που έπιναν τσάι στη σάλα και έτρωγαν γλυκό του κουταλιού χωρίς να καπνίζουν. «Οι γυναίκες δένονται συναισθηματικά με όποιον τις πηδάει».
Σκέφτηκε πως για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή. Και για το μένω και για το φεύγω. Όπως και για τα πάντα στη ζωή. Δεν ήταν σίγουρη ακόμα.
Έπιασε τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, τον έστρεψε προς το μέρος της και ξανακοιτάχτηκε. Στα μάτια αυτή τη φορά. Επαναληπτική κίνηση που ροκάνιζε κάπως το χρόνο και τον εκνευρισμό της. Έξω βούιζε η άνοιξη μέσα από ταμπέλες ενεχυροδανειστηρίων και απόηχους ρουλέτας. Μέσα ανυπομονησία και αγωνία. Τίποτε άλλο.
Έστρωσε στα γόνατα το καινούριο της φόρεμα και τέντωσε τις γάμπες. Είχε πιαστεί. Κράμπα και παγίδα, ένα και το αυτό. Έπρεπε να ξαναβρεί την ισορροπία της. Να αγοράσει μια ομπρέλα, για μια πιθανή ανοιξιάτικη βροχή. Να αλλάξει γυαλιά ηλίου για τα μεσημέρια. Να ελαττώσει το κάπνισμα και να πίνει πιο πολύ νερό. Να περνάει περισσότερη ώρα νιώθοντας ευτυχία.
Τον αναζήτησε με το βλέμμα στη φωταγωγημένη είσοδο του κτιρίου και ανάμεσα στα δέντρα, πιο κει. Τέσσερις η ώρα κι εκείνος πουθενά. Σε λίγο θα χάραζε ο Θεός τη μέρα, θα άρχιζαν να τιτιβίζουν τα πουλιά. Να περνάνε τα πρώτα πρωινά λεωφορεία. Να σβήνουν τα φώτα της ΔΕΗ και να αλλάζει ο χρόνος.
Άνοιξε την πόρτα νιώθοντας μια έντονη αμηχανία. Το χερούλι παγωμένο, όπως και πριν. Να του άφηνε ένα σημείωμα, κάτι για να καταλάβει; Η σκηνή είχε επαναληφθεί άπειρες φορές. Δεν χρειαζόταν. Βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να περπατά άκρη άκρη στο σκαμμένο πεζοδρόμιο, σύριζα στα δέντρα. Άβολα τα τακουνάκια μέσα στο χαλίκι μα δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να προχωρήσει.
Κοίταξε στο βάθος τον ουρανό που αργοχάραζε και σκέφτηκε πως η καθυστέρηση είναι σφάλμα. Η βιαστική αναχώρηση το ίδιο. Στα δέντρα κελαηδούσαν ήδη τα πουλιά. Σαν αποσυντονισμένα. Τότε ένιωσε για πρώτη φορά κάτι που την τάραξε, ήξερε όμως πως ήταν η αλήθεια. Μια σύμπτωση ήταν η συνάντησή τους τελικά. Μια αοριστία.
«Μια στιγμή, να κανονίσω κάτι κι επανέρχομαι», της είχε πει και είχε ήδη περάσει μια ώρα.
Απέναντι το καζίνο λαμποκοπούσε. Στα σκαλιά έβλεπε κυρίες με ταγιέρ και βραχιόλια, μπατίρηδες με πειναλέο χαμόγελο που κάπνιζαν αλλάζοντας στάση κάθε τρεις και λίγο, συνταξιούχους με κοστούμια που συζητούσαν ή μπαινόβγαιναν, παρκαδόρους που έκαναν τη δουλειά τους. Λιοντάρια και κουνελάκια στο ίδιο χωράφι. Εκείνος πουθενά.
Τρεις το πρωί, μετά από ουίσκια και χορούς στο σκυλάδικο έξω από την πόλη. Η νύχτα μέρα. Είχαν γνωριστεί στο γραφείο, λίγους μήνες πριν. Εκείνος στο λογιστήριο και αυτή γραμματέας του διευθυντή. Σεμνό παιδί, καλοβαλμένο. Της είχε φανεί ντροπαλός και τον είχε συμπαθήσει. Ένα χρόνο μετά, τον περίμενε στα καζίνα κλειδωμένη στο αμάξι.
«Μήπως έπρεπε να πάω μαζί; Μπας και συνέβη κάτι;», αναρωτήθηκε μάταια.
Τα σφάλματά της επαναλαμβάνονταν ολόιδια, το ένα μετά το άλλο.
«Η φάτσα ξεγελά, κράτα μια πισινή ίσα για να υπάρχει», θυμήθηκε τα λόγια της καλύτερής της φίλης. Όταν ήταν σε αρχικό στάδιο ακόμα. Η Ρόζα ήξερε πολλά, αλλά αυτή δεν είχε αυτιά ν’ ακούσει, μόνο μάτια να τον κοιτάζει. Του είχε εμπιστοσύνη – χωρίς εμπιστοσύνη τι έρωτας θα ήταν αυτός;
Άγγιξε το χερούλι της πόρτας. Η αίσθηση της φάνηκε απροσδιόριστη. Ένα βήμα από την ανατριχίλα του παγωμένου μετάλλου και την δια παντός διαφυγή. Δεν ήξερε ποιο από τα δύο να διαλέξει.
«Συναισθηματική ομηρία», είχε πετάξει τη σοφία της η Ρόζα ένα απόγευμα που έπιναν τσάι στη σάλα και έτρωγαν γλυκό του κουταλιού χωρίς να καπνίζουν. «Οι γυναίκες δένονται συναισθηματικά με όποιον τις πηδάει».
Σκέφτηκε πως για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή. Και για το μένω και για το φεύγω. Όπως και για τα πάντα στη ζωή. Δεν ήταν σίγουρη ακόμα.
Έπιασε τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, τον έστρεψε προς το μέρος της και ξανακοιτάχτηκε. Στα μάτια αυτή τη φορά. Επαναληπτική κίνηση που ροκάνιζε κάπως το χρόνο και τον εκνευρισμό της. Έξω βούιζε η άνοιξη μέσα από ταμπέλες ενεχυροδανειστηρίων και απόηχους ρουλέτας. Μέσα ανυπομονησία και αγωνία. Τίποτε άλλο.
Έστρωσε στα γόνατα το καινούριο της φόρεμα και τέντωσε τις γάμπες. Είχε πιαστεί. Κράμπα και παγίδα, ένα και το αυτό. Έπρεπε να ξαναβρεί την ισορροπία της. Να αγοράσει μια ομπρέλα, για μια πιθανή ανοιξιάτικη βροχή. Να αλλάξει γυαλιά ηλίου για τα μεσημέρια. Να ελαττώσει το κάπνισμα και να πίνει πιο πολύ νερό. Να περνάει περισσότερη ώρα νιώθοντας ευτυχία.
Τον αναζήτησε με το βλέμμα στη φωταγωγημένη είσοδο του κτιρίου και ανάμεσα στα δέντρα, πιο κει. Τέσσερις η ώρα κι εκείνος πουθενά. Σε λίγο θα χάραζε ο Θεός τη μέρα, θα άρχιζαν να τιτιβίζουν τα πουλιά. Να περνάνε τα πρώτα πρωινά λεωφορεία. Να σβήνουν τα φώτα της ΔΕΗ και να αλλάζει ο χρόνος.
Άνοιξε την πόρτα νιώθοντας μια έντονη αμηχανία. Το χερούλι παγωμένο, όπως και πριν. Να του άφηνε ένα σημείωμα, κάτι για να καταλάβει; Η σκηνή είχε επαναληφθεί άπειρες φορές. Δεν χρειαζόταν. Βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να περπατά άκρη άκρη στο σκαμμένο πεζοδρόμιο, σύριζα στα δέντρα. Άβολα τα τακουνάκια μέσα στο χαλίκι μα δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να προχωρήσει.
Κοίταξε στο βάθος τον ουρανό που αργοχάραζε και σκέφτηκε πως η καθυστέρηση είναι σφάλμα. Η βιαστική αναχώρηση το ίδιο. Στα δέντρα κελαηδούσαν ήδη τα πουλιά. Σαν αποσυντονισμένα. Τότε ένιωσε για πρώτη φορά κάτι που την τάραξε, ήξερε όμως πως ήταν η αλήθεια. Μια σύμπτωση ήταν η συνάντησή τους τελικά. Μια αοριστία.