10 Φεβ 2017

Ένας γενναίος Οθωμανός ιεροδικαστής που θυσιάστηκε για τους Ρωμιούς

Η Ελλάδα έχει χρέος να τον τιμήσει]
othomanos_A2.4.16
του Αναγνώστη Λασκαράτου
Στα τελευταίαχρόνια της οθωμανικής Κατοχής στο Ρωμέικο, ο θεσμός του Σεϊχουλισλάμη («Σεϊχ Ουλ Ισλάμ») είχε ήδη αναβαθμισθεί, ήταν το τρίτο σημαντικό πρόσωπο της αυτοκρατορίας μετά τον Σουλτάνο και το Μεγάλο Βεζύρη. Ασφαλώς δεν ήταν Χαλίφης της Βαγδάτης, ούτε Πάπας της Ρώμης, ποτέ και πουθενά δε ευδοκίμησε ένα ισχυρό θρησκευτικό αξίωμα δίπλα σε ένα πανίσχυρο κοσμικό, το δεύτερο ακρωτηρίαζε το πρώτο.  Ήταν η κεφαλή αυτών που αποτελούσαν την τάξη των Ουλεμάδων, δηλαδή των «σοφών ανθρώπων» που γνώριζαν άριστα το μουσουλμανικό δίκαιο, μπορούσαν να διοριστούν ιεροδικαστές και η περιουσία τους ήταν απαραβίαστη. Ο Σειχουλισλάμης διοριζόταν απ’ευθείας από τον Σουλτάνο, ζούσε διακριτικά, δεν είχε την αίγλη ενός πατριάρχη, ήταν περίπου άγνωστος ή μάλλον αδιάφορος στους δυτικούς, εμφανιζόταν όμως στις μεγάλες κρατικές τελετές στο πλευρό του Βεζύρη.  Δεν βρισκόταν ούτε κοντά στο λαό, δεν είχε δικό του μηχανισμό εξουσίας, ήταν ανακτορικός αξιωματούχος. Η ύψιστη κρατική ευθύνη του ήταν η έκδοση γνωμοδότησης περί του αν μια αμφιλεγόμενη πράξη ή πρόθεση του Σουλτάνου ήταν σύμφωνη ή μη με το Κοράνι. Με μία έννοια λοιπόν μπορούσε να προσβάλει τον ίδιο το Σουλτάνο, όμως δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως δεν θα είχε την τύχη του πατριάρχη που συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα ή το πιθανότερο και χειρότερη. Αυτό έκανε τους Σεϊχουλισλάμηδες πολύ προσεκτικούς. Έτσι όταν ο Μωάμεθ ο πορθητής ζήτησε φετφά για να εκτελέσει τον ορθόδοξο δεσπότη (βασιλιά) της Βοσνίας Στεφάν Τομάσεβιτς το 1463, κατά σαφή παράβαση του Κορανίου που δεν το επέτρεπε, αφού ο βασιλιάς είχε παραδοθεί, ο φετφάς δόθηκε από τον Μολλά Χουσρέφ και το κεφάλι του Στέφανου έπεσε. Αντίθετα ο Άραβας Σουλτάνος Σαλαντίν σεβάστηκε την Ιερουσαλήμ όταν παραδόθηκε ειρηνικά και άφησε τον Λατίνο πατριάρχη της Ηράκλειο να φύγει με του θησαυρούς του. Όπως πάντα και παντού, όλα είναι και θέμα χαρακτήρα του ηγεμόνα. O προκάτοχός του Χουσρέφ είχε απαλλάξει τον Πορθητή από το αμάρτημα της δολοφονίας των αρσενικών αδελφών του, ετεροθαλών και μη, την ώρα της διαδοχής. Τα λέω αυτά ως ενδεικτικά του πόσο (αναγκαστικά ) καλόβολοι ήταν οι Σειχουλισλάμηδες απέναντι στη σουλτανική βούληση και για να δείξω το ασύνηθες της γενναιότητας του δικού μας ήρωα, που ήξερε πως είχε απέναντί του έναν μεταρρυθμιστή ηγεμόνα που δεκάρα δεν έδινε για το τι λέει το Κοράνι. Η οικονομική αμοιβή των Σεϊχουλισλάμηδων βεβαίως μεγάλωνε όσο αναβαθμίζονταν συν τω χρόνω με την εξέλιξη της αυτοκρατορίας. Στο «Λόγοι εκκλησιαστικοί εκφωνηθέντες εν τη Γραικική Εκκλησία της Οδησσού κατά το αωκα’-αωκβ’ έτος/υπό Ο. Κ.Ο.» (Οικονόμου Κωνσταντίνου Οικονόμου) …φιλοτίμω δαπάνη Ιωάννου Π. Βόζου του Πελοποννησίου, Υποναυάρχου και Ιππέως Ρωσσικού (αωλγ’/=1833), διαβάζουμε πως ενώ μέχρι το 1513 «το σιτηρέσιον τού Σεϊχούλ- Ισλάμ, και τών δύω Καζιασκέριδων ήσαν από 30  έως 150, άσπρων την ημέρα, τουτέστι 450, γρόσια κατ’ έτος, τώρα το εισόδημα του μεν πρώτου Νομοκράτορος υπερβαίνει το μιλλιόνιον…».  Όπως και να είχε το πράγμα όμως η μοίρα του θεσμού ήταν τελικά κακή.  Δεν είχε μέσα του το σπέρμα της μακροβιότητας. Ο τελευταίος Σειχουλισλάμης Μεντενί Μεχμέτ Νουρί κηρύχθηκε έκπτωτος το 1922 από τον Ατατούρκ, πέντε χρόνια μετά πήγε να βρει τον Προφήτη του και αυτή η παλαιική  γραφικότητα εξέλιπε. Ο Κεμάλ δεν ξέχασε τον φετφά που είχε εκδώσει εναντίον του ο Σεϊχ Ουλ Ισλάμ καλώντας τους πιστούς σε ιερό πόλεμο (Ξενοφών Στρατηγός «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία»).
Τα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 και τα αντίποινα που εφάρμοσε ο Σουλτάνος κατά του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και κατά μελών της πατριαρχικής Συνόδου, παρά τον αφορισμό της Επανάστασης είναι γνωστά. Πολύ λιγότερο γνωστός είναι ο ηρωισμός και η εντιμότητα του Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ Εφέντη, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς τη μοναδικότητα του γεγονότος και τις περίπου προδιαγεγραμμένες κακές συνέπειές του για τον πρωταγωνιστή τους.
Ο Αχμέτ Τσεβντέτ πασά (1822-1895), ένας κορυφαίος, θεωρούμενος «εθνικός», Τούρκος ιστορικός, που χρησιμοποίησε και δυτικές πηγές, στη 12τομη ιστορία του που εκδόθηκε από το 1854 (1ος τόμος) έως το 1884: Ahmet Cevdet Paşa: «Tarih-i Cevdet» (Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των ετών 1774-1825), δίνει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.  Από εκεί και από άλλες, ελληνικές πηγές, έχουν αντλήσει οι Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, («Απόφαση γενικής σφαγής και αποσόβησή της», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ.ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών-1975, σελ.33-34) και Σπυρίδων Λουκάτος («Και Τούρκοι στο πλευρό των Ελλήνων», από ‘Το άγνωστο 21’, ‘Ε’ ‘Ιστορικά’, τ.23, 23 Μαρτίου 2000, σελ.16-17). Επίσης ο Βρετανός πρέσβης στην Ιστανμπούλ (1820-1825),  λόρδος Percy Smythe, 6οςυποκόμης του Στράνγκφορντ, συλλέκτης (ή απαγωγέας) έργων ελληνικής γλυπτικής, έχει καταγράψει κάποια σχετικά περιστατικά, που τα σημειώνουν και μεταγενέστεροι Βρετανοί ιστορικοί.
othomano_B2.4.16Τον Φλεβάρη του 1821 φήμες για σφαγή Τούρκων εμπόρων στη Μολδοβλαχία προκάλεσαν διαδήλωση φανατικών ισλαμιστών στην Πόλη. Ο τότε Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ ήταν συνειδητός εκσυγχρονιστής και ορμητικός στις αποφάσεις του. Ο θρύλος τον θέλει γιό χαμένης Γαλλίδας ευγενούς, πάντως θεωρείται πιθανός γιός Χριστιανής του χαρεμιού. Ήταν δυτικόφιλος, ήθελε να μεταρρυθμίσει τους μεσαιωνικούς κρατικούς μηχανισμούς και να χτυπήσει τη σκουριασμένη κακοδιοίκηση. Ίδρυσε κοσμικά σχολεία, εξουδετέρωσε την πειρατεία στο Αιγαίο, χτύπησε τη ληστεία στην ύπαιθρο και οργάνωσε υπουργικό συμβούλιο κατά τα δυτικά ειωθότα. Είναι αυτός που στα 1826 εξόντωσε τους Γενίτσαρους, θεωρώντας τους σωστά, ανασχετικό μηχανισμό στην πρόοδο. Ο Διονύσιος Κόκκινος, («Η Ἑλληνική Ἐπανάστασις», Αθήνα, 1956, τομ. Α’), θεωρεί, σωστά νομίζω, πως πίστευε, με όσα έκανε, ότι οι Ρωμιοί του όφειλαν ευγνωμοσύνη και πως εξεπλάγη πολύ δυσάρεστα από τις πληροφορίες για επαναστατικές κινήσεις τους. Φυσικά ένιωσε σφοδρά απειλούμενος και βαριά προδομένος, γιατί είχε πολλά μέτωπα, εξωτερικά και εσωτερικά, ανοιχτά. Ο σεϊχουλισλάμης Χατζή Χαλήλ καταγόταν από μεγάλη, πολύ πιστή στο Ισλάμ, οικογένεια. Αυτή η καταγωγή και η προσωπική του φήμη ως ευσεβούς τον έφεραν στη υψηλή θέση του. Είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως στρατιωτικός. Αναμφίβολα ήταν συντηρητικός άνθρωπος, όχι οπαδός των δυτικότροπων μεταρρυθμίσεων, αλλά πιστός στο Σουλτάνο. Δεν θα μπορούσε και να μην είναι. Όλα όμως δείχνουν πως μέσα σε μια εξουσιαστική Κόλαση που περιέβαλε ασφυκτικά τα πάντα, αγωνιζόταν να κρατήσει άγρυπνη τη συνείδησή του, όπως την υπαγόρευε η καλή του προαίρεση και η πίστη του. Άδικο να υποτιμάμε τις ηθικές αρχές και την αγαθή συνείδηση μερικών θρησκευόμενων, που επειδή αυτών η πίστη είναι ειλικρινής, τους οπλίζει με ισχυρές ηθικές αντοχές. Όταν λοιπόν ακούστηκαν στην Πόλη τα μαντάτα για το ξέσπασμα της επανάστασης, που είδαμε πιο πάνω, ο Μαχμούτ, παρορμητικά, ακούγοντας και τη γνώμη φανατικών κληρικών, πήρε τη απόφαση εξόντωσης των Χριστιανών κατοίκων της Πόλης. Για να υλοποιηθεί όμως μια τόσο φοβερή πράξη χρειαζόταν η θετική γνωμοδότηση και η σχετική εγκύκλιος (φετφάς ή φάτουα) του αρμόδιου Χατζή Χαλίλ. Ο ύπατος ιεροδικαστής προσπάθησε να αγοράσει χρόνο, βασιζόμενος στο ότι το Κοράνι δεν επέτρεπε τη σφαγή αθώων. Είναι φανερό ότι όχι μόνο η ανθρωπιστική του συνείδησή του, αλλά και η ευθύνη του ως ερμηνευτή του ιερού βιβλίου συνέπιπταν. Άρχισε λοιπόν να διερευνά τυχόν σχέσεις του πατριάρχη με το κίνημα του Υψηλάντη, γεγονός που δεν του προέκυπτε, όπως τον διαβεβαίωνε και ο ιατροφιλόσοφος αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός, με τον οποίο συζήτησε το πρόβλημα.  Τα ίδια τον διαβεβαίωσε και ο πατριάρχης Γρηγόριος, που μαζί με τον Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, την ενδημούσα Σύνοδο και τους παρεπιδημούντες και σχολάζοντες Αρχιερείς, προχώρησε στον αφορισμό της Επανάστασης, ώστε νε εξευμενίσει το Σουλτάνο. Με την ευκαιρία νομίζω πως για πολλά μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον σιμωνιακό αλλαξοπατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, εχθρό της Γαλλικής Επανάστασης, της Δημοκρατίας, της Δύσης και του Διαφωτισμού, αλλά όχι τόσο για τον αφορισμό, που πράγματι μπορούμε να τον δούμε ως απόπειρα όχι μόνο προσωπικής διάσωσης αλλά και αποφυγής μιας γενικής σφαγής. Νομίζω επίσης πως είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε το τραγικό του τέλος, όσο κι αν πήγε γυρεύοντας αγοράζοντας το αξίωμά του τρεις φορές (1797, 1806 και 1818). Στις 8 του Μάρτη λοιπόν ο Σουλτάνος καλεί για σύσκεψη τον Μεγάλο Βεζύρη, τον Σεϊχουλισλάμη, τον αρχηγό των Γενιτσάρων και τον αρχιγραμματέας του Διβανίου («υπουργικού» συμβουλίου) Χαλέτ Εφέντη. Ο τελευταίος, ένας πολύ σκληρός αξιωματούχος, ασκούσε πάνω του ισχυρή επιρροή. Είχε διατελέσει πρέσβης στο Παρίσι (1803-1806), ο πέμπτος που στάλθηκε ποτέ, από το 1565 (πρώτος ο Xατζή Μουράτ, εκτός αν συναριθμήσουμε μια αντιπροσωπεία Γενίτσαρων το 1533), μετά από μεγάλα χρονικά διαλείμματα. Η Γαλλία όμως είχε από το 1535 αδιάλειπτα πρέσβη στην Υψηλή Πύλη. Την, όχι τόσο συνήθη, πρεσβεία στο Παρίσι, μπορούμε να τη δούμε ως δείγμα των δυτικών ανοιγμάτων του Μαχμούτ Β΄. Στο γνωστό πίνακα του Νταβίντ απεικονίζεται σε κάποια γωνιά  να παρίσταται στην ματαιόδοξη στέψη του Ναπολέοντα ως αυτοκράτορα στα 1804 στην Παναγία των Παρισίων, από τον ίδιο τον Πάπα.  Ο Σουλτάνος τους ανακοινώνει την απόφασή του για γενική σφαγή, ο Βεζύρης έντρομος δεν τολμάει να φέρει αντίρρηση, ο Γενιτσάρ αγάς υπακούει δουλικά, ο Χαλέτ συμφωνεί, όμως ο Χατζή Χαλίλ, που πιστεύει στην αθωότητα του πατριάρχη και των Ρωμιών της Πόλης, ζητάει προθεσμία να μελετήσει τις ενοχές των Ρωμιών και ξεθαρρεμένος τότε ο Βεζύρης συμφωνεί. Φεύγοντας από το παλάτι ο θρησκευτικός ηγέτης μαλώνει άγρια με τον αρχιγραμματέα του Διβανίου, κατηγορώντας τον ότι αυτός έφερε με τη σκληρότητα και με τα λάθη του τα πράγματα στην εξέγερση. Ο Χαλέτ, όμως είχε αποφασίσει να κινηθεί σταθερά προς την κατεύθυνση εφαρμογής της αρχικής απόφασης του Σουλτάνου για σφαγή των Ρωμιών της Πόλης, ως συνένοχων της ελληνικής Επανάστασης, μήπως και γλυτώσει μέσα στην αναμπουμπούλα, αφού μετά από κάθε ανταρσία, κάποιοι κρατικοί αξιωματούχοι έχαναν το κεφάλι τους. Είχε κάθε λόγο λοιπόν να διαβάλει τον Χατζή Χαλίλ στο Σουλτάνο, ώστε να στρέψει προς τα εκεί την οργή του.
Ο ανασφαλής κοσμικός μονάρχης, που έβλεπε το έργο του να κινδυνεύει, με πληγωμένο εγωισμό, οργισμένος που ο θρησκευτικός υπάλληλός του στεκόταν εμπόδιο στην απόφασή του, καθαίρεσε τον Χατζή Χαλίλ από την θέση του και τον εξόρισε άλλοι λένε στη Λήμνο, άλλοι στην Προύσα. Πριν αναχωρήσει όμως τον βασάνισαν και υπέκυψε στα τραύματά του, αφήνοντας έτσι την τελευταία του πνοή στην Προποντίδα, όπου τον καταπόντισαν. Ο διάδοχος του, ο περσικής καταγωγής  Γιασιντζιζάντε Αμπντουλβαζάαμπ εφέντης (Yasincizade Abdülvehhap Efendi-εικ.2) που κράτησε τη θέση του για έναν χρόνο (1821-1822) για να επανακάμψει μετά από μεσολάβηση τριών βραχύβιων στο αξίωμα διαδόχων του, για μια ακόμη πενταετία (1828-1833), υποχρεώθηκε
Castellan, Antoine-Laurent. Moeurs, usages, costumes des Othomans, et abrégé de leur histoire; par A. L. Castellan, auteur de Lettres sur la Morée et sur Constantinople; Six vol. In-18... vol. VI, Paris, Nepveu, 1812
Castellan, Antoine-Laurent. Moeurs, usages, costumes des Othomans, et abrégé de leur histoire; par A. L. Castellan, auteur de Lettres sur la Morée et sur Constantinople; Six vol. In-18… vol. VI, Paris, Nepveu, 1812
να εκδώσει φετφά που προέβλεπε την τιμωρία ακόμη και των ύποπτων για συνενοχή. Ο Σουλτάνος τελικά, μετά από ψυχραιμότερες σκέψεις προσποιήθηκε μεγαλοψυχία και εφάρμοσε το φετφά με επιείκια (τραγική ειρωνεία είναι ασφαλώς η δικαίωση του εκτελεσμένου αξιωματούχου του), εφ’όσον οι Ρωμιοί υποτίθεται πως απέκρουσαν κάθε επαναστατική ιδέα, στρεφόμενος μόνο κατά Ρωμιών αξιωματούχων, μητροπολιτών κλπ. Ο Χαλέτ όμως δεν έσωσε το τομάρι του. Ένα χρόνο μετά εξορίστηκε, στραγγαλίστηκε και μετά το πτώμα του αποκεφαλίστηκε. Η θυσία του Σεϊχουλισλάμη δεν είχε όμως πάει χαμένη, σώθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι.
Ο Δημήτρης Καμπούρογλου είχε προτείνει να δοθεί το όνομα του Χαλίλ σε δρόμο της  Αθήνας. Νομίζω πως αυτό θα ήταν κάτι αλλά λίγο. Ο Χατζή Χαλίλ πρέπει να τιμηθεί με άγαλμα σε κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας και η ιστορία του να μπει στα σχολικά βιβλία. Είναι το ελάχιστο και το αυτονόητο αυτό. Για να αντιληφθούμε το ηθικό μέγεθος, ας ανατρέξουμε στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πατριάρχης της Νέας Ρώμης ήταν κεντρικό πρόσωπο, πολύ ισχυρό, απείρως σημαντικότερο, ιστορικότερο και πολύ πιο μέσα στα πράγματα του Κράτους, από ότι ο Σεϊχουλισλάμης για την οθωμανική αυτοκρατορία. Όσο κι αν ψάξετε δεν θα βρείτε έναν από αυτό τον άθλιο συρφετό παλιανθρώπων, που να έχει καταδικάσει τις σφαγές όχι αλλόθρησκων και υποτελών, αλλά Χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Χιλιάδες άμαχοι σφάχτηκαν στη Θεσσαλονίκη από τον άγιο Θεοδόσιο, άλλοι τόσοι στην Κωνσταντινούπολη από τον Ιουστινιανό, Παυλικανοί κάηκαν ζωντανοί στον Ιππόδρομο, εθνικοί, «αιρετικοί» και Εβραίοι κατακρεουργήθηκαν, αυτοκράτορες εκτελέστηκαν από τους διαδόχους τους με φρικτά βασανιστήρια, αυτοκράτειρες δολοφόνησαν ή τύφλωσαν γιούς, συζύγους και χιλιάδες αθώους, οι πατριάρχες αν δεν πλειοδοτούσαν και ευλογούσαν έμεναν σιωπηλοί, ανοίγοντας μόνο το στόμα τους για να πιάσει κάποια αυτοκρατορική ερωμένη ή τις μπερμπαντιές κάποιου αυτοκράτορα κι αυτό για να εκβιάσουν συνήθως τη νομιμοποίηση της ερωτοδουλειάς, έχοντας στο μυαλό τους άλλες αντιπαροχές είτε στο δόγμα είτε στα προνόμια της Εκκλησίας. Εκεί γύρω κινιόντουσαν οι «ηθικές» τους ευαισθησίες. Ο Σεϊχουλισλάμης δεν είχε οπαδούς, δεν εκπροσωπούσε κάποια δυναστική μερίδα όπως συνηθέστατα συνέβαινε με τους πατριάρχες που συσπείρωναν γύρω τους κόσμο στις δογματικές έριδες περί την όνου σκιάν, η εκτέλεσή του ίσως δεν μαθεύτηκε ευρύτερα και λίγοι θα τον έκλαψαν.
Η θυσία του δυστυχώς δεν σημαίνει ούτε σήμερα τίποτα στην Τουρκία, το σχετικό λήμμα της wikipedia στην τουρκική (Hacı Halil Efendi) περιμένει, άδειο, καθόλου κολακευτικό αυτό για όλους, περιμένοντας ακόμη αυτόν που θα το γράψει. Ελπίζω να βρεθούν τουρκομαθείς Ρωμιοί να το πράξουν, είναι οφειλόμενο χρέος και είναι δείγμα της αχαριστίας και του μεγέθους της ηθικής αναλγησίας της πατριαρχικής αυλής πως κανείς δεν το έχει κάνει. Προς τιμήν του, τον μνημονεύει ένας ξεχωριστός ιερωμένος, ο αρχιμανδρίτης π.Φιλόθεος Φάρος, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία» (Αρμός-2002). Ευτυχώς γιατί η κρατική Εκκλησία, που τάχα κόπτεται για τα παθήματα των Ρωμιών από το Δοβλέτι και όφειλε να τον είχε αναδείξει, δεν θέλει να τον ξέρει, για ευνόητους λόγους. Νομίζω πως τώρα που ο συρφετός της ακροδεξιάς, μητροπολίτες-ιερείς-καλόγεροι, Νεοναζιστές και γενικά άνθρωποι που εμπορεύονται το φόβο και το μίσος προσπαθούν να φανατίσουν την πλέμπα κατά των δυστυχισμένων μουσουλμάνων προσφύγων (το 1922 ήταν Χριστιανοί), το θαυμάσιο παράδειγμα του υποδειγματικού Σεϊχουλισλάμη, πρέπει να ακουστεί δυνατά.

17 Ιουνίου 1953: Η λύση

Στις 17 Ιουνίου 1953 ανατολικογερμανοί εργάτες του κλάδου των κατασκευών, οι οικοδόμοι, ας πούμε, που απεργούσαν για μείωση του ύψους της παραγωγής, βρήκαν συμπαράσταση από πολλούς άλλους ανατολικοβερολινέζους. Ως το μεσημέρι το αίτημά τους είχε μεταλλαχτεί: παραίτηση της κυβέρνησης και ως το απόγευμα συγκεντρώσεις συμπαράστασης εκτυλίσσονταν σε περίπου 500 πόλεις και κωμοπόλεις της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τους αντιμετώπισαν με πάσα βιαιότητα περί τους 8.000 ανατολικογερμανοί αστυνομικοί επικουρούμενοι από 20.000 σοβιετικούς στρατιώτες.
Σ’αυτά τα γεγονότα αφιέρωσε ο Μπρεχτ το ολιγόστιχο αλλά μεστό ποίημα «Η λύση». Σ’ αυτά τα γεγονότα αναφερόταν και το τραγούδι των Alphaville Summer_in_Berlin, που ήταν απογορευμένο ως το 1990 στην Ανατολική Γερμανία.
Η λύση
Μετά από την εξέγερση της 17ης Ιουνίου
Ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
Έβαλε να μοιράσουν φυλλάδια στην λεωφόρο Στάλιν
Που έγραφαν ότι ο λαός
Είχε πλέον απωλέσει την εμπιστοσύνην της κυβερνήσεως
Και ότι μπορούσε να την επανακτήσει μόνον
Διπλασιάζοντας την εργασία. Μα δεν θα ήταν
Ευκολότερο σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση
Να διαλύσει τον λαό, και
Να εκλέξει άλλον;
Die Lösung
Nach dem Aufstand des 17. Juni
Ließ der Sekretär des Schriftstellerverbands
In der Stalinallee Flugblätter verteilen
Auf denen zu lesen war, daß das Volk
Das Vertrauen der Regierung verscherzt habe
Und es nur durch verdoppelte Arbeit
zurückerobern könne. Wäre es da
Nicht doch einfacher, die Regierung
Löste das Volk auf und
Wählte ein anderes?
Λεωφόρος Στάλιν
Λεωφόρος Στάλιν, 15 Μαϊου 1953.
Όσα ειρωνικά επισημαίνει ο Μπρεχτ για την κυβέρνηση της Λαοκρατικής Γερμανίας, δεν θα μπορούσαν να ισχύουν και για την χώρα μας, το καλοκαίρι του 2012; Ελπίζω μόνον να μη έχουμε το ισοδύναμο των σοβιετικών στρατιωτικών που έβαλαν σε τάξη έναν απείθαρχο λαό για λογαριασμό μιας πειθαρχημένης κυβέρνησης.
Ο αυταρχισμός είναι αυταρχισμός, όπως κι αν ονομάζει ο ίδιος τον εαυτό του, έτσι δεν είναι;
Η κατάσταση στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (Deutsche Demokratische Republik, DDR-ΛΔΓ) ήταν δύσκολη ήδη από την ανακήρυξή της στις 7 Οκτωβρίου 1949. Εκτός από την φυγή πολλών πολιτών προς το δυτικό τμήμα της Γερμανίας, που βρισκόταν υπό αμερικανικό, αγγλικό και
γαλλικό έλεγχο, οι οικονομικοί στόχοι της ήταν δυσανάλογα υψηλοί, το εμπορικό της ισοζύγιο με τις «αδελφές χώρες» του ανατολικού μπλοκ ελλειμματικό, και η σοβιετική υποστήριξη προς την ηγεσία της χώρας διόλου ομόθυμη.Τον Ιούλιο του 1952, οι ηγέτες της χώρας ανακοίνωσαν την είσοδό της στην φάση «της οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Έτσι, αυξήθηκαν οι περιορισμοί στην δράση των εκκλησιών, στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία και στην ελευθερία της έκφρασης των διανοούμενων.Με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, εντείνεται ο έλεγχος των δυτικών συνόρων. Ωστόσο, το Βερολίνο, χωρισμένο σε 4 τομείς κατοχής (αμερικανικό, αγγλικό, γαλλικό και σοβιετικό), παραμένει μια περιοχή ελεύθερης διακίνησης προσώπων, και όχι μόνον. Τον Ιανουάριο του 1953, ο Βάλτερ Ούλμπριχ (Walter Ulbricht) εξασφαλίζει την συμφωνία του Στάλιν επί της αρχή, για την ανάπτυξη μιας αστυνομικής δύναμης από Ανατολικογερμανούς και έργο τον καλύτερο έλεγχο του ανατολικού τμήματος του Βερολίνου, που βρίσκεται υπό σοβιετική κατοχή. Στις 10 και 11 Ιανουαρίου 1953, οι Σοβιετικοί κλείνουν ορισμένα περάσματα στο Βερολίνο. Στην αρχή Φεβρουαρίου, επιβάλλουν περιορισμούς στην κυκλοφορία.
Στον σοβιετικό τομέα του Βερολίνου είχε την έδρα της η κυβέρνηση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Οι τρεις δυτικοί τομείς απάρτιζαν το Δυτικό Βερολίνο.
Οι τομείς υπό αμερικανική, αγγλική και γαλλική κατοχή απάρτισαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ενώ ο τομέας υπό σοβιετική κατοχή την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Το Βερολίνο βρισκόταν στην ΛΔΓ, και αυτό παρομοίως διαιρεμένο.
Μετά από τον θάνατο του Στάλιν, στις 5 Μαρτίου 1953, ο αρχηγός του Υπουργείου Εσωτερικών (και της κρατικής αστυνομίας) της ΕΣΣΔ, Λαβρέντι Μπέρια, ανακοινώνει αμνήστευση περίπου 1.000.000 σοβιετικών πολιτικών κρατουμένωνΗ στάση της σοβιετικής ηγεσίας γίνεται αμφίσημη και αντιφατική. Μετά βίας ανανεώνεται η υποστήριξη προς την ΛΔΓ, και η κριτική των Σοβιετικών προς τους Ανατολικογερμανούς είναι συχνά οξεία. Ο Μπέρια είναι από τους οξύτερους επικριτές: απειλεί την ανατολικογερμανική ηγεσία του Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht) με διακοπή της υποστήριξης από την ΕΣΣΔ, αν δεν φιλελευθεροποιηθεί το καθεστώς της ΛΔΓ, και πολύ περισσότερο αν αυτό σκληρύνει. Στην 13η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (Sozialistische Einheitspartei DeutschlandsSED-ΕΣΚΓ), στις 12 και 13 Μαΐου 1953, ο Ούλμπριχτ παραμερίζει τον αντίπαλό του στην ηγεσία του κόμματος Φραντς Ντάλεμ (Franz Dahlem) κατηγορώντας τον για «πολιτική τυφλότητα έναντι της δράσης των πρακτόρων του ιμπεριαλισμού» και εξασφαλίζει την πλειοψηφία στην πρότασή του για αύξηση κατά 10% στις «νόρμες εργασίας», δηλαδή την αύξηση του έργου χωρίς αύξηση του μισθού.Στην αρχή του Ιουνίου, πρώτα ο Ούλμπριχτ, αργότερα και το Πολιτικό Γραφείο του ΕΣΚΓ, δέχονται πιέσεις από τις πολιτικές αρχές της χώρας για φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Στις 11 Ιουνίου 1953 το Πολιτικό Γραφείο αναγνωρίζει δημοσίως ότι «στο παρελθόν έγινε μια σειρά λαθών», αλλά δεν υποχωρεί στις νόρμες παραγωγικότητας. Φήμες στην ΛΔΓ φέρουν τον Ούλμπριχτ να έχει υποστεί αυστηρή κριτική από τις σοβιετικές αρχές. Κάποιοι μάλιστα ψυθιρίζουν ότι ο διόλου δημοφιλής Ούλμπριχτ θα αντικατασταθεί…Την ίδια περίοδο ξεσπούν μια σειρά εργατικών κινητοποιήσεων στην γειτονική Τσεχοσλοβακία, ιδίως στην πολεμική βιομηχανία Σκόντα. Οι απεργοί διαδηλωτές καίνε πορτρέτα του Στάλιν και του Κλέμεντ Γκότβαλντ, ανεμίζουν την αμερικανική σημαία. Γίνονται πολλές συλλήψεις.
Η απόφαση να αυξηθούν οι νόρμες παραγωγικότητας ελήφθη ενόσω η χώρα βίωνε μια μεγάλη οικονομική κρίση. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των στρατιωτικών εξοπλισμών στον οποίον επιδιδόταν η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, η ηγεσία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχε αυξήσει εμμέσως ή αμέσως τις δαπάνες για στρατιωτικές δαπάνες στο 11% του εθνικού προϋπολογισμού για το 1952. Αθροίζοντας σε αυτό το 11% τις πολεμικές αποζημιώσεις για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το σύνολο τέτοιων εκροών ανερχόταν στο 20% του εθνικού προϋπολογισμού. Η οικονομική πολιτική του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας προέτασσε την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας έναντι της παραγωγής τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών. Ο συνδυασμός των δύο προηγούμενων δαπανών εθεωρείτο ανελαστικός, έτσι παρατεινόταν η ανεπάρκεια ανεφοδιασμού του κοινού με αγαθά. Κατά την περίοδο της αιχμής, διακοπτόταν η τροφοδοσία σε ηλεκτρικό ρεύμα προς επιλεγμένα εργοστάσια και δημόσια κτίρια από το σούρουπο και ως την αυγή της επόμενης ημέρας. Στα προηγούμενα πρέπει να αθροίσουμε και την δραματική αύξηση της εξόδου πολλών, ιδίως επιστημόνων στο πρώτο μισό του 1953, καθώς και την αύξηση των διώξεων σε βάρος των πλέον δραστήριων μελών της προτεσταντικής εκκλησία;: συλλήψεις μελών της Χριστιανικής Ένωσης Νέων (Junge Gemeinde), νεαρών παστόρων (π.χ. των Γιοχάνες Χάμελ και Φριτς Χόφμαν (Johannes Hamel, Fritz Hoffmann)), κλείσιμο των εκκλησιαστικών εντευκτηρίων, αποβολές μαθητών, κλπ.
Γραμματόσημο της ΛΔΓ για ΕΣΚΓ
—– *** —–
Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση να αυξηθούν οι νόρμες παραγωγής ή με την διατύπωση των δυτικών ΜΜΕ «περισσότερη εργασία για τον ίδιο μισθό», έγινε αισθητή από πολλούς ως ανοιχτή πρόκληση, που θα οδηγούσε σε χειροτέρευση του επιπέδου ζωής. Η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες με ένα πακέτο αλλαγών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν υψηλότεροι φόροι, αυξημένες τιμές, και — το σημαντικότερα — αύξηση του πλάνου παραγωγικότητας κατά 10%. Αυτές οι αλλαγές τέθηκαν σε ισχύ την 30ή Ιουνίου 1953, στα εξηκοστά γενέθλια του Ούλμπριχ. Προηγουμένως τα μέτρα είχαν διατυπωθεί ως πρόταση προς τα συνδικάτα, στην πραγματικότητα όμως ήταν εντολές για τις κρατικές επιχειρήσεις (volkseigene Betriebe). Αν οι εργαζόμενοι δεν έφταναν τις νέες νόρμες παραγωγής, θα είχαν μείωση τιμών. Εντέλει, εγκρίθηκαν σε συνελεύσεις των συνδικάτων στις 13 και 14 Μαΐου 1953, και επικυρώθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο στις 28 Μαΐου.Στις αρχές Ιουνίου, η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να ανησυχεί από αναφορές για κοινωνική αναταραχή, και ο Ούλμπριχ κλήθηκε στην Μόσχα. Ο Γκεόργκι Μαλένκοφ τον προειδοποίησε ότι, αν οι σχετικές πολιτικές αποφάσεις δεν άλλαζαν, θα υπήρχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην κοινωνία.Στις 16 Ιουνίου 1953, 300 οικοδόμοι στο ανατολικό Βερολίνο άρχισαν απεργία, όταν οι προϊστάμενοί τους τους ανακοίνωσαν περικοπή μισθού αν δεν έπιαναν τις νέες νόρμες παραγωγής.
Τρίτος από αριστερά ο Βλαντιμίρ Σεμιόνοβιτς Σεμιόνοφ
Ο αριθμός των απεργών άρχισε να διογκώνεται, και υπήρξε πρόσκληση σε διαδηλώσεις για την επομένη. Ο ραδιοσταθμός του δυτικού Βερολίνου, που είχε την έδρα του στον αμερικανικό τομέα, μετέδωσε τις ειδήσεις και συνέβαλε στην κινητοποίηση και άλλων εργαζομένων σε άλλες περιοχές της ανατολικής Γερμανίας.Την νύχτα της 16ης και το πρωί της 17ης Ιουνίου 1953, τα νέα για την κινητοποίηση εργαζομένων στο ανατολικό Βερολίνο μεταδόθηκαν από το δυτικό ραδιόφωνο και από στόμα σε στόμα σε όλη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Ενώ ομάδες εργαζομένων κινούνταν προς το κέντρο του Βερολίνου το πρωί της 17ης Ιουνίου, έβρισκαν μπροστά τους δυνάμεις ασφαλείας της ΛΔΓ, αρχικά της Στρατωνισμένης Λαϊκής Αστυνομίας (Kasernierte Volkspolizei, KVP-ΣΛΑ), οι οποίες πάντως μη έχοντας ακριβείς οδηγίες, αρχικά δεν παρενέβαιναν. Οι αστυνομικοί, μαζί με μέλη του ΕΣΚΓ και στελέχη της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (Freie Deutsche Jugend, FDJ-ΕΓΝ) προσπάθησαν – χωρίς αποτέλεσμα – να πείσουν τους εγαζόμενους να επιστρέψουν στις δουλειές και στα σπίτια τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει τους διαδηλωτές, αλλά αναγκάστηκε γρήγορα να αναδιπλωθεί. Εντωμεταξύ, σοβιετικά στρατεύματα άρχισαν να κινούνται από τα περίχωρα του Βερολίνου προς την πόλη.Από όλες τις γειτονιές του Βερολίνου και από τα προάστια, μικρές ή μεγάλες ομάδες Γερμανών άρχισαν να συρρέουν στο κέντρο, πολλοί με το τραμ και το μετρό. Καθώς ο αριθμός των διαδηλωτών ολοένα αύξαινε, ένα αίσθημα αλληλεγγύης άρχισε να διαπερνά το πλήθος. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, αυτοκίνητα με μεγάφωνα και ποδηλάτες άρχισαν να βοηθούν την επικοινωνία των ομάδων διαδηλωτών που πεζοί πορεύονταν από τις πιο απομακρυσμένες γειτονιές προς το κέντρο. Σε αυτοσχέδια πλακάτ και αφίσες οι διαδηλωτές ζητούσαν περικοπή στις νόρμες παραγωγής, μείωση τιμών, απελευθέρωση των κρατουμένων που είχαν συλληφθεί την προηγούμενη ημέρα, ακόμη και εκλογές σε ολόκληρη την Γερμανία.Ως τις 9 το πρωί, περίπου 25.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί εμπρός από το Μέγαρο του Υπουργικού Συμβουλίου, και δεκάδες χιλιάδες βρίσκονταν καθ’ οδόν προς το κέντρο. Μεταξύ 10 και 11 π.μ., περίπου 80-100 διαδηλωτές είχαν μπει στο κυβερνητικό κτίριο, φανερώνοντας ότι τα περίπου 500 μέλη της ΣΛΑ και της Κρατικής Ασφαλείας δεν ήταν επαρκής δύναμη για την αναχαίτιση των διαδηλωτών. Μόνον η εμφάνιση των σοβιετικών τροχοφόρων, και αργότερα των αρμάτων μάχης, φάνηκε ότι μπορούσε να αποτρέψει την πλήρη κατάληψη της έδρας της κυβέρνησης. Σε μία ώρα οι σοβιετικοί στρατιώτες είχαν εκκενώσει και είχαν δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας γύρω από την έδρα της κυβέρνησης. Ωστόσο, οι συμπλοκές ανάμεσα σε διαδηλωτές και στις σοβιετικές δυνάμεις, εξακολούθησαν όλο το απόγευμα και το βράδυ της 17ης Ιουνίου. Αυτόπτες μάρτυρε ανέφεραν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι Σοβιετικοί άνοιξαν πυρ.Τα αρχικά αιτήματα των διαδηλωτών, όπως η επάνοδος στις προηγούμενες χαμηλότερες νόρμες παραγωγικότητας, μετατράπηκαν σε πολιτικά αιτήματα. Στελέχη του ΕΣΚΓ βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν να διαξιφίζονται, να στήνουν πηγαδάκια, με μικρές ομάδες ανθρώπων που υιοθετούσαν τα αιτήματα των διαδηλωτών. Εντέλει, οι εργαζόμενοι ζήτησαν την παραίτηση της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση από την πλευρά της αποφάσισε να καταστείλει την εξέγερση, και στράφηκε στην Σοβιετική Ένωση με το αίτημα της στρατιωτικής βοήθειας. Συνολικά, περί τους 20.000 σοβιετικοί στρατιώτες, και 8.000 μέλη της ΣΛΑ χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της εξέγερση στην χώραΣο Βερολίνο, οι μεγαλύτερες συγκρούσεις έγιναν κατά μήκος της Λεωφόρου Υπό τας Φιλύρας, ανάμεσα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου και την Πλατεία Μαρξ-Ένγκελς , όπου Σοβιετικοί και ΣΛΑ άνοιξαν πυρ, και γύρω από την Πλατεία Πότσνταμ, όπου υπήρξαν θύματα.
Αγνοούμε αν και πόσοι σκοτώθηκαν από αυτά τα πυρά, ή πόσοι καταδικάστηκαν σε θάνατο μετά την καταστολή, πάντως ο αριθμός τους, κατά τους διαδηλωτές, κυμαίνεται από 55 ως 127. Πηγές της τότε Δυτικής Γερμανίας ανέβαζαν τους νεκρούς σς 513, εκ των οποίων 116 ήταν «αξιωματούχοι του καθεστώτος του ΕΣΚΓ», 106 καταδικάστηκαν σε ποινή θανάτου και εκτελέστηκαν, 1.838 τραυματίστηκαν, και 5.100 συνελήφθησαν (1.200 από τους οποίους καταδικάστηκαν αργότερα σε ποινές φυλάκισης ως και 5 ετών). Λέγεται, επίσης, ότι 17 με 18 σοβιετικοί στρατιώτες εκτελέστηκαν επί τόπου, επειδή αρνήθηκαν να πυροβολήσουν γερμανούς διαδηλωτές, αλλά αυτοί οι αριθμοί χρειάζονται επιβεβαίωση, καθώς δόθηκαν στην δημοσιότητα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η ανατολικογερμανική ηγεσία, κινητοποιήθηκε από τις 10 π.μ. της 17ης Ιουνίου: τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΕΣΚΓ συναντήθηκα στο Ανάκτορο της Ενότητας. Περί τις 10:30 π.μ. ο σοβιετικός πρεσβευτής Σεμιόνοφ, ανήσυχος για την αυξανόμενη ένταση στο κέντρο, τους υπέδειξε να μετακινηθούν στο αρχηγείο των σοβιετικών στο Κάρλσχορστ, από όπου έφυγαν για τις σημαντικότερες πόλεις της ΛΔΓ, για να παρατηρήσουν από κοντά την κατάσταση και για να συμβάλουν στη διασφάλιση του ελέγχου της ΛΔΓ. Οι Ούλμπριχ, Γκρότεβολ, Τσάισερ και Χέρνσταντ παρέμειναν στο αρχηγείο της Ύπατης Σοβιετικής Επιτροπής. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Ρούντολφ Χέρνσταντ, σε κάποια στιγμή ο Σεμιόνοφ μιλώντας τους για το πού βρίσκεται η κατάσταση, τους είπε «Ο ραδιοσταθμός του Αμερικανικού Τομέα μεταδίδει ότι δεν υπάρχει πλέον κυβέρνηση στην ΛΔΓ», για να προσθέσει σε λίγο «Εντάξει, είναι σχεδόν αλήθεια».
Ulbricht (right) with Nikita Khrushchev in 1963
Ο Ούλμπριχτ (δεξιά) με τον Νικήτα Χρουστσόφ το 1963 (Φωτ.: Wikipedia)
Το Πολιτικό Γραφείο δεν συνεδρίασε πριν από τις 20 Ιουνίου στην έδρα του στο Βερολίνο. Στην απογευματινή συνεδρίαση εκείνης της ημέρας τα μέλη του αντάλλαξαν εντυπώσεις από τα γεγονότα, όπως τα είχαν ζήσει στις διάφορες πόλεις όπου βρέθηκαν. Στα πρακτικά καταχωρήθηκε ότι «Ενόψει των επίμονων προσπαθειών που καταβάλλου φασίστες προβοκάτορες και της νοοτροπίας του περίμενε-και-βλέπουμε που υιοθέτησε μέρος του πληθυσμού, το Πολιτικό Γραφείο δεν θεωρεί επωφελή την άρση του στρατιωτικού νόμου». Η ηγεσία βιάστηκε να δηλώσει, ωστόσο, ότι «η απόφαση ήταν προνόμιο των υπεύθυνων σοβιετικών αρχών» και ότι «υπέρτερα διεθνή ενδιαφέροντα ενδέχεται να οδηγήσουν σε άρση του στρατιωτικού νόμου το συντομότερο δυνατόν». Το Πολιτικό Γραφείο συνειδητοποιώντας ότι η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στην ΛΔΓ έφερνε τους Σοβιετικούς σε δύσκολη θέση στην διεθνή σκηνή, αποφάσισε να ζητήσει από την Μόσχα να μη άρει άμεσα «τα μέτρα εκείνα που εμποδίζουν την είσοδο φασιστών συμμοριών από το Δυτικό Βερολίνο», αν και όταν έπαυε η ισχύς του στρατιωτικού νόμου. Τέλος, το Πολιτικό Γραφείο — και εδώ φαίνεται ότι κατανόησε τους σημαντικότερους λόγους της εξέγερσης — ανακοίνωσε πρόσθετα μέτρα για την αύξηση της διαθεσιμότητας καταναλωτικών αγαθών, την αύξηση των σχετικών πρώτων υλών, και της αύξηση της παραγωγής ειδών διατροφής σε χαμηλές τιμές. Δεν υποχώρησε, όμως, από τις θέσεις του για την αύξηση στις νόρμες παραγωγικότητας