Ωραία ήταν τότε, στα χρόνια της αθωότητας, που λέγαμε πως αύριο-μεθαύριο θα αλλάξουμε τα πάντα και ζούσαμε στο εξεγερσιακό συννεφάκι της φοιτητικής συνέλευσης. Ωραία, απλά, εύκολα. Απορίες δεν είχαμε, όλα τα ξέραμε, καθημερινότητες τίγκα στη βεβαιότητα.
Και μετά αρχίσαμε να ζούμε. Στον πραγματικό κόσμο που έχει μισθό, ασφαλιστικές εισφορές και εφορία. Ασχέτως κρίσης, και πριν την κρίση δλδ, με τις ευλογίες της φούσκας της γαματοσύνης των nitro-90s, είδαμε πως ο κόσμος μπορεί και να καταναλώνει ιδεαλισμό για ορεκτικό: αλλά στο κυρίως πιάτο θέλει φράγκα. Και στάτους. Και αναγνώριση. Να είναι κάποιος. Να έχει 4×4 suv και να πηγαίνει για ψώνια στο Λονδίνο ή στο Μιλάνο.
Ζω σε μια πόλη τίγκα στα ψώνια αυτού του φυράματος. Την πρώτη φορά που άκουσα τη φράση “το σαββατοκύριακο πάω για ψώνια στη Βαρκελώνη”, έλεγξα το ημερολόγιο να τσεκάρω αν ήταν πρωταπριλιά. Δεν ήταν. Κι η βλαχάρα που ξεστόμισε (και έπραξε) το παραπάνω, δε νομίζω πως είχε και στο χωριό της vueling να την πηγαίνει φτηνά στις εκπτώσεις του Adolfo Dominguez.
Τεσπα. Το είδος ευδοκιμεί παντού, δεν έχει εθνικότητα, χρώμα, ηλικία ή φύλο. Είναι ό,τι καταναλώνει και ό,τι γράφει η στυλάτη business card (ξες, εγκζέκιουτιβ, μάνατζερ και κάτι άλλα τέτοια τους δίνουν πόντους ανδρισμού -ή περιφέρειας στήθους, αναλόγως).

εικόνα από τις αντι-διαδηλώσεις του Μάη ’68