Η τελευταία Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ (18/19-5-2013) υπήρξε σημαντικός σταθμός πριν από την έναρξη του εσωκομματικού διαλόγου και τη δρομολόγηση της συζήτησης στις οργανώσεις εν όψει του Συνεδρίου του Ιουλίου. Λειτούργησε θετικά και ενίσχυσε την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός δημοκρατικού, πολυτασικού, βουλευόμενου και μαχόμενου αριστερού οργανισμού.
Ανέτρεψε την κατασκευασμένη από τα
αστικά ΜΜΕ εικόνα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να στρέφεται προς τη μια
κατεύθυνση ή την άλλη με μια κίνηση της μπαγκέτας της εκάστοτε
ηγεσίας του ή και ότι πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο τώρα, ώστε να
καταστεί «υπεύθυνος» και «κυβερνήσιμος» και, αντιθέτως,
κατέδειξε ότι υπάρχουν οι δυνάμεις -και μάλιστα όχι μόνο από την
«Αριστερή Πλατφόρμα»- που μπορούν να ακυρώσουν μια κατεύθυνση
«στρογγυλέματος» και «μετριοπαθούς» μετατόπισης του
κόμματος, όπως αυτή έχει αναδειχθεί -δυστυχώς- και από τις
τοποθετήσεις και πρακτικές ηγετικών στελεχών στο διάστημα
μετά το προηγούμενο καλοκαίρι και μέχρι σήμερα. Ότι υπάρχουν οι
δυνάμεις που μπορούν να εγγυηθούν μια πορεία προς τον ΣΥΡΙΖΑ
των αναγκαίων πολιτικών και κοινωνικών ρήξεων.
Οι κραυγές ορισμένων ΜΜΕ του τύπου
«Τσίπρα, γίνε Παπανδρέου» πρέπει να πάγωσαν στον αέρα λίγο μόλις
αφότου εκφωνήθηκαν. Παρά το ατυχές γεγονός ότι η εισήγηση του
Αλέξη Τσίπρα φάνηκε να δίνει έμφαση στο οργανωτικό έναντι του
πολιτικού και προγραμματικού και μάλιστα με τη μορφή της
«αποκατάστασης» της ενιαίας έκφρασης του κόμματος, η οποία
φερόταν να υπονομεύεται από τις «λίστες» και τις «συνιστώσες»,
η συζήτηση πολιτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και επί
των οργανωτικών ζητημάτων, αλλά και επί των ζητημάτων της
συγκυρίας. Η πολιτικοποίηση της συζήτησης εκφράστηκε σε
μεγάλο βαθμό και μέσα από τις παρεμβάσεις για την απεργία της
ΟΛΜΕ.
1. Όποιος στον πόλεμο πάει για να πεθάνει…
Όπως έδειξαν οι παρεμβάσεις ενός
σαφώς πλειοψηφικού τμήματος της Κ.Ε., η διαδικασία αρχικά του
προχωρήματος της ΟΛΜΕ και μετά του «βίαιου φρεναρίσματός» της
μπρος στην απεργία κάτω από συνθήκες προληπτικής επιστράτευσης,
οδήγησε σε μια σημαντική πολιτική ήττα του κινήματος αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ.
Σίγουρα, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις υπαρκτές ευθύνες
των συνδικαλιστών μας στη Διοίκηση της ΟΛΜΕ ή στις ΕΛΜΕ, αλλά έχει
πολύ βαθύτερη διάσταση. Ανεξάρτητα από την εκτίμηση αν
υπήρχαν οι εξαρχής κοινωνικοί και συνδικαλιστικοί όροι για την
απεργία στις εξετάσεις και την επιτυχία της -συζήτηση που ακόμη
μπορεί να γίνει-, η επιβολή της προληπτικής πολιτικής
επιστράτευσης από την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, μια
μορφή δράσης ξένη προς κάθε αστική δημοκρατία που σέβεται τον
εαυτό της, μετέτρεψε την απεργία της ΟΛΜΕ σε άμεσα πολιτική απεργία,
σε μια απεργία όχι πια για τις ώρες διδασκαλίας αλλά για το
σπάσιμο ενός φασίζοντος απεργοσπαστικού μηχανισμού και για
την ύπαρξη ή το θάνατο του απεργιακού και συνδικαλιστικού
δικαιώματος στην Ελλάδα. Το ζήτημα αυτό ήταν πιθανό ακόμη και
προτού επιβληθεί η επιστράτευση: η εμπειρία του Μετρό, της ΕΘΕΛ,
των ναυτεργατών έδειχνε ότι η κυβέρνηση θα επιχειρούσε μια
μετωπική σύγκρουση με το ισχυρό συνδικάτο της ΟΛΜΕ για να
αποδυναμώσει καίρια το συνδικαλισμό στο Δημόσιο και μάλιστα
σε μια συγκυρία «κοντέματος» και απολύσεων στις δημόσιες
υπηρεσίες – όπως έλεγε και ο Τσόρτσιλ στον Β’ Π.Π., «όποιος έχει
προειδοποιηθεί, μπορεί και να προετοιμαστεί».
Μπροστά σε αυτή τη νέα
πραγματικότητα και με δεδομένη την αρχική απόφαση της ΟΛΜΕ
να προτείνει την απεργία κατά της επιστράτευσης και τις
πολυπληθείς και ενθουσιώδεις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ που την
επικύρωσαν, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε και έπρεπε να λειτουργήσει ως το δυνάμει ηγεμονικό κόμμα
στην Αριστερά και στην ελληνική κοινωνία συνολικά. Παρ’ όλα
αυτά, δεν προχώρησε στην ενεργητική πολιτική στήριξη των
εκπαιδευτικών, όχι γενικώς και αορίστως σε «όσα θα
αποφάσιζαν», αλλά στη συγκεκριμένη συνδικαλιστική πρακτική
που έδειχνε να υιοθετεί η ΟΛΜΕ: την απεργία ανατροπής της
επιστράτευσης. Ταλαντεύθηκε απέναντι στο κοινωνικό και
πολιτικό κόστος και δεν στάθηκε σαν πολιτικός βράχος πίσω από
την απεργία.