ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ
Πλουσιοκόριτσο που οι απαγωγείς τού
άνοιξαν τα μάτια ή θύμα «κομμουνιστικής πλύσης εγκεφάλου»; Σε κάθε
περίπτωση, το πρωτόγνωρο ταξίδι είχε ένα κοινότοπο τέλος
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ:
Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς
Το εικοσάχρονο τέκνο μιας γνωστής
μεγαλοαστικής οικογένειας ανακοινώνει δημόσια την προσχώρησή του στο
αντάρτικο πόλης για να πολεμήσει μέχρι τέλους τον καπιταλισμό, τον
φασισμό και τα όργανά τους. Τα ΜΜΕ ξεσαλώνουν, τρομοκρατώντας τον μέσο
μικροαστό με το ερώτημα μήπως και το δικό του παιδί «παρασυρθεί» από την
ένοπλη προπαγάνδα μιας καταχθόνιας συμμαχίας «εξτρεμιστών» και
«ποινικών». Η αστυνομία εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό για να καταστείλει με
κάθε μέσο την «κοινωνική απειλή» που εκπροσωπούν μια χούφτα εξεγερμένοι
νέοι της μεσαίας τάξης και ο άμεσος περίγυρός τους.
Τα παραπάνω δεν συνέβησαν στην Ελλάδα του
2013 αλλά στις ΗΠΑ του 1974, καθώς η πετρελαϊκή κρίση κλυδώνιζε τη
βεβαιότητα μιας ανέφελης οικονομικής ευημερίας και τα πολύχρωμα
ριζοσπαστικά κινήματα της δεκαετίας του ’60 υποχωρούσαν κάτω από τη
διπλή πίεση της αστυνομικής καταστολής και της σταδιακής ανάδυσης ενός
νέου, άκρως συντηρητικού μοντέλου κοινωνικής συναίνεσης. Το
επαναστατημένο πλουσιόπαιδο ήταν η εικοσάχρονη φοιτήτρια Πατρίτσια
(Πάτι) Χιρστ, κόρη του μεγιστάνα του Τύπου Ράντολφ Χιρστ, αρχικά θύμα
απαγωγής κι εν συνεχεία «τρομοκράτισσα» μιας μικρής ακροαριστερής ομάδας
του Σαν Φρανσίσκο με την ονομασία «Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός»
(SLA). Η περίπτωσή της αποτέλεσε το αρχέτυπο νεανικής «ταξικής
προδοσίας», βάσει του οποίου μεσήλικες αστυνομικοί και δημοσιογράφοι
διαμορφώνουν σήμερα στη χώρα μας το στερεότυπο του νέου «εσωτερικού
εχθρού».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι διαφορές
ανάμεσα στην Καλιφόρνια του 1974 και τη μνημονιακή Ελλάδα των ημερών
μας, ανάμεσα στην κόρη ενός μεγιστάνα των ΗΠΑ και τους εγχώριους
ένοπλους αναρχικούς από το Χαλάνδρι ή -έστω- την Εκάλη είναι κάτι
παραπάνω από χαώδεις. Οπως χαώδεις είναι οι διαφορές και σε όλα τα
υπόλοιπα: από την προσωπική στάση του φιλικού και συγγενικού
περιβάλλοντος μέχρι τις δημοκρατικές ευαισθησίες του ευρύτερου
κοινωνικού και πολιτικού περίγυρου. Ας δούμε το πώς και το γιατί.
Από όμηρος, αντάρτισσα
Η υπόθεσή μας ξεκινά το βράδυ της 4ης
Φεβρουαρίου 1974, με την απαγωγή της Πάτι Χιρστ από το φοιτητικό
διαμέρισμά της στο Μπέρκλεϊ. Απαγωγείς, βάσει της μαρτυρίας του τότε
αρραβωνιαστικού της κι ενός γείτονα, ήταν «δυο νέγροι και μια γυναίκα».
Τρεις μέρες μετά ο Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός ανάλαβε την
ευθύνη με ανακοίνωσή του σε τοπικό ραδιοσταθμό.
Ο SLA ήταν μια οργάνωση νεοσύστατη αλλά
όχι άγνωστη. Τρεις μήνες νωρίτερα (6.11.1973) είχε δολοφονήσει στο
Οκλαντ τον μαύρο σχολικό επιθεωρητή Μάρκους Φόστερ, επειδή προσπαθούσε
να εφαρμόσει ένα «αντιεγκληματικό» πρόγραμμα υποχρεωτικού εφοδιασμού των
μαθητών με δελτία ταυτότητας, βάσει του οποίου οι «αποκλίνοντες» νέοι
θα φακελώνονταν ήδη από τα σχολικά τους χρόνια. Μια σειρά από οργανώσεις
του Οκλαντ είχαν εκδηλώσει δημόσια την αντίθεσή τους στο πρόγραμμα, η
εν ψυχρώ δολοφονία του Φόστερ προκάλεσε όμως σοκ και καταδικάστηκε
απερίφραστα όχι μόνο από τη μετριοπαθή Αριστερά αλλά και από το Κόμμα
των Μαύρων Πανθήρων, από πολιτικούς κρατούμενους όπως η Αντζελα Ντέιβις,
ακόμη κι από τους Weathermen, τη σημαντικότερη τότε οργάνωση ανταρτών
πόλης στις ΗΠΑ.
Στις 10 Ιανουαρίου δυο μέλη του SLA
συνελήφθησαν τυχαία, ενώ επέβαιναν ένοπλοι σε φορτηγάκι με
προπαγανδιστικό υλικό της οργάνωσης σε 4 γλώσσες (αγγλικά, ισπανικά,
κινέζικα και σουαχίλι). Ακολούθησε η ανακάλυψη γιάφκας σε κοντινή
μονοκατοικία, με έντυπα και σημειώσεις που οι ένοικοι πρόλαβαν να κάψουν
μόνο εν μέρει. Οπως διαπιστώνουμε από την υπηρεσιακή έκθεση που
συντάχθηκε για την αμερικανική Βουλή δυο βδομάδες μετά την απαγωγή της
Χιρστ, η σύνθεση του βασικού πυρήνα της οργάνωσης ήταν ήδη γνωστή στις
αρχές, ενώ η λίστα των απλώς «υπόπτων» περιλάμβανε -απολύτως λανθασμένα-
όλο σχεδόν το ριζοσπαστικό κίνημα της περιοχής.
Παρόλο που στα πομπώδη ανακοινωθέντα του ο
SLA αυτοπαρουσιαζόταν ως το ένοπλο σκέλος μιας ολόκληρης «Ομοσπονδίας»
από «μέλη διαφορετικών φυλών και σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα του
καταπιεσμένου λαού των Φασιστικών ΗΠΑ», στην πραγματικότητα ο
οργανωμένος πυρήνας του δεν ξεπέρασε συνολικά τα 15-20 άτομα. Εκτός από
έναν ή δυο μαύρους δραπέτες, πρώην ποινικούς, που ριζοσπαστικοποιήθηκαν
πολιτικά μέσα στη φυλακή, οι υπόλοιποι ήταν γόνοι λευκών μικροαστικών ή
μεσοαστικών οικογενειών, με περιορισμένη συμμετοχή στα κινήματα της Νέας
Αριστεράς –κυρίως στο «Venceremos», μια μαοϊκή οργάνωση επικεντρωμένη
στην αλληλεγγύη προς τους φυλακισμένους.
Σύμφωνα μ” έναν αυτοκριτικό απολογισμό
που συνέταξαν το 1976 τέσσερις από τους επιζήσαντες, το αρχικό σχέδιο
του SLA προέβλεπε όντως τη σταδιακή ανάπτυξη ενός ομοσπονδιακού
σχήματος, με τον προσεταιρισμό διαφόρων αυτόνομων ομάδων μέσω της
«ένοπλης προπαγάνδας», το εσπευσμένο όμως πέρασμα του αρχικού πυρήνα σε
βαθιά παρανομία τον απέκοψε πρόωρα από τον όποιο πολιτικό και κοινωνικό
του περίγυρο. Τελικό αποτέλεσμα ήταν μια όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση των
φυγάδων από την εικόνα που καλλιεργούσαν για τον εαυτό τους μέσω των
ΜΜΕ και η συνακόλουθη παγίδευσή τους στις απαιτήσεις αυτού του
επικοινωνιακού πολεμικού παιχνιδιού.
Πρώτο αίτημα των απαγωγέων της Πάτι
υπήρξε η μαζική διανομή τροφίμων από την οικογένεια Χιρστ στους φτωχούς
της Καλιφόρνια (βλ. διπλανή στήλη). Η οικογένεια προσπάθησε να
περιορίσει κατά το δυνατό την επιβάρυνσή της, καταβάλλοντας 2
εκατομμύρια δολάρια και υποσχόμενη άλλα 4 μετά την απελευθέρωση. Ενα
δεύτερο αίτημα, για συνέντευξη Τύπου των δύο συλληφθέντων μελών της
οργάνωσης, απορρίφθηκε από το FBI. Στα τέλη Μαρτίου ο SLA ανακοίνωσε
έτσι την επικείμενη απελευθέρωση της εικοσάχρονης ομήρου, για να
ακολουθήσει στις 3 Απριλίου η αποστολή μιας κασέτας με τη μεγάλη
έκπληξη: την ανακοίνωση της ίδιας της Πάτι πως αποφάσισε να προσχωρήσει
στον Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό ως απλή αντάρτισσα με το ψευδώνυμο
«Τάνια», προς τιμήν της σκοτωμένης συντρόφου του Τσε στη Βολιβία. Το
ηχογραφημένο μήνυμα περιλάμβανε μια οξύτατη καταγγελία των γονιών (και
του αρραβωνιαστικού) της από τη νεοφώτιστη επαναστάτρια και συνοδευόταν
από μια έγχρωμη φωτογραφία της με το όπλο στο χέρι μπροστά στην
επτακέφαλη κόμπρα που αποτελούσε το έμβλημα της οργάνωσης. «Η αιχμάλωτη
είναι τώρα συντρόφισσα και μέλος του λαϊκού στρατού, οπλισμένη και ικανή
να υπερασπιστεί τον εαυτό της», συμπλήρωνε στο δικό του μήνυμα ο
«στρατάρχης Σίνκουε» του SLA, ένας 32χρονος μαύρος δραπέτης των φυλακών,
ονόματι Γουίλιαμ Ντεφρίζ.