Για τον Δεκέμβρη του ’44 αιωρείται ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα διπλό ερώτημα: Αν το ΚΚΕ σκόπευε να καταλάβει δυναμικά την εξουσία, γιατί δεν το έκανε τότε που μπορούσε να το κάνει, όταν δηλαδή, αποχωρώντας οι Γερμανοί, απελευθέρωναν τη χώρα; Και αν ο σκοπός του δεν ήταν η δυναμική κατάληψη της εξουσίας, τι το έκανε ν’ αλλάξει γνώμη για να το επιχειρήσει τον Δεκέμβρη του ’44 στην πιο ακατάλληλη στιγμή και από πιο δυσχερή θέση; Ερωτήματα στα οποία οι ερευνητές των ιστορικών εκείνων στιγμών δεν έχουν δώσει μια ενιαία απάντηση, κυρίως για τη βεβαιότητα με την οποία η τότε ηγεσία του ΚΚΕ οδηγούσε το όλο κίνημα στην ήττα.
Ωστόσο όμως, στις μάχες της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944, υπήρξαν απίστευτες στιγμές τόλμης, αυταπάρνησης και ηρωισμού από τους μη γνωρίζοντες τις μύχιες σκέψεις της ηγεσίας μας ΕΛΑΣίτες. Μία από αυτές τις στιγμές, είναι και εκείνη της υπονόμευσης του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρεταννίας στην πλατεία Συντάγματος, όπου είχαν την έδρα τους ο Σκόμπι και η κυβέρνηση Γεωρ. Παπανδρέου και όπου διέμεναν ή είχαν κρυφτεί και άλλοι στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες, για την οποία όμως οι πηγές είναι περιορισμένες, συγκεχυμένες και σε πολλά σημεία αντιφάσκουσες.
Πάντως, την ιδέα του εγχειρήματος πρέπει να την είχε ο Σπύρος Καλοδίκης, β’ γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ (Ακροναυπλιώτης, δραπέτης το 1940 από το σανατόριο της Πέτρας Ολύμπου, οργανωτής των μεγάλων διαδηλώσεων της Κατοχής στην Αθήνα – δολοφονήθηκε το 1947 από όργανα της Ασφάλειας στους δρόμους της Λάρισας), η οποία, μέσω του α’ γραμματέα της ΚΟΑ Βασίλη Μπαρτζιώτα (Φάνη) και του καπετάνιου του α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας Σπύρου Κωτσάκη (Νέστορα) έφθασε στους βασικούς τοτινούς κουμανταδόρους του κόμματος Γ. Σιάντο και Γ. Ιωαννίδη, που την ενέκριναν, και όχι στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ που είχε την ευθύνη των όλων επιχειρήσεων της Αθήνας. Και η ευθύνη του εγχειρήματος, με τον σχεδιασμό του και την εκτέλεσή του, ανατέθηκε στον ίδιο τον Σ. Καλοδίκη.
Ο Καλοδίκης συνεργάστηκε με τρεις πολιτικούς μηχανικούς. Τον ΕυγένιοΚαστραβέλη, μηχανικό του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος προμηθεύτηκε από την υπηρεσία του τα κατάλληλα σχέδια και χάρτες των υπονόμων της Αθήνας (έχει πεθάνει πριν από το 1990), τον Δημήτρη Γκίκα, καπετάνιο Λόχου Μηχανικού της ΙΙ Μεραρχίας Αττικοβοιωτίας, πολοτικό μηχανικό του μικρού Πολυτεχνείου (έχειεξαφανισθεί, όπως έχει γράψει ένας αντάρτης με τα στοιχεία Θόδωρος Φ., που είχε πάρει μέρος στην επιχείρηση) και τον Κίμωνα Ταπεινό, διμοιρίτη του ίδιου λόχου Μηχανικού της ΙΙ Μεραρχίας (έχει και αυτός πεθάνει πριν από το 1990). Επίσης, συνεργάστηκε και με τον Λευτέρη Φράγκου, στρατιωτικό διοικητή του παραπάνω λόχου, καθώς και με τον γραμματέα της Αχτίδας του ΚΚΕ της περιοχής Μεταξουργείου Μπάμπη Γρηγοριάδη.
Η επιχείρηση εκτελέστηκε από επιλεγμένους εθελοντές αγωνιστές, έμπιστους και εχέμυθους, στους οποίους βέβαια δεν είχε γνωστοποιηθεί ο στόχος. Και συγκεκριμένα: 1) από μια ομάδα επτά ανταρτών του Μηχανικού της ΙΙ Μεραρχίας, μεταξύ των οποίων και οι Θόδωρος Φ., Δ. Γκίκας και Κ. Ταπεινός, που προανέφερα, 2) από αρκετούς ΕΛΑΣίτες της περιοχής Μεταξουργείου της Αθήνας και μερικούς του σπουδαστικού Λόχου Λόρδος Μπάϋρον. Στους τελευταίους και οι γνωστοί μου Παγκρατιώτες σπουδαστές του Πολυτεχνείου Κώστας Τερζάκης καιΆγγελος Ζυγουράκης και 3) από ένα τμήμα 18 ανταρτών – δυναμιτιστών του Μηχανικού ΕΛΑΣ Ολύμπου (του Αντώνη Αγγελούλη – Βρατσάνου) με στρατιωτικό διοικητή τους τον Χρήστο Χολέβα (Μηλιώνη) και καπετάνιο τον Γιάννη Ντούρα (Ακούραστο).
Ο ακριβής αριθμός των μετασχόντων στο εγχείρημα δεν έχει προκύψει από πουθενά, αλλά ένας από αυτούς, ο Νίκος Κυριακίδης, στέλεχος του ΚΚΕ στην περιοχή, έχει γράψει ότι μέσα στον υπόνομο κατέβηκαν 150 περίπου άνδρες του ΕΛΑΣ για να μεταφέρει ο καθένας τους από ένα κιβώτιο εκρηκτικής ύλης και τα άλλα υλικά, καθώς και μερικά στελέχη με τους μηχανικούς.