4 Μαρ 2012
Ανέγγιχτοι
Με δίπλωσε σε ένα γιγάντιο πλαστικό και με κάθισε στον καναπέ. Σα μωρό που το φασκιώνει η μάνα του και το βάζει στην κούνια. Το σώμα και το πρόσωπό μου καλυμμένα εντελώς. Μια μούμια τυλιγμένη σε διάφανη στολή. Αυτό ήμουν.
Η ώρα περνούσε. Ένιωθα τον ιδρώτα να ξεπετάγεται από κάθε πόρο του κορμιού μου, την ανάσα μου να σφίγγεται. Την καρδιά μου να κλωτσάει. Δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε δάχτυλο. Δυο τρύπες είχε αφήσει όλες κι όλες, στο ύψος των ματιών μου. Από κει έμπαινε και ο λιγοστός αέρας που ανέπνεα.
Περίμενα.
Κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντί μου και με κοίταζε αμίλητος. Ούτε κι εγώ ξέρω για πόση ώρα. Εγώ παρέμενα ακίνητη, τυλιγμένη στο πλαστικό κουκούλι μου κι εκείνος με τα ρούχα του, ανέκφραστος, να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο σταυροπόδι. Κοιτώντας με στα μάτια.
Έξω νύχτωνε κι εμείς συνεχίζαμε αυτό το παράλογο παιχνίδι.
Από το παράθυρο διέκρινα τη λάμψη μιας φωτεινής επιγραφής που αναβόσβηνε. Μπλε ελεκτρίκ. Όπως όλοι οι εφιάλτες μου. Το άναψε-σβήσε με χτυπούσε στην καρδιά. Και στα τύμπανα των αυτιών μου.
Όταν σταμάτησε να αναβοσβήνει η επιγραφή – χαράματα σχεδόν, έκλεινε ταμείο το ημιδιαμονής – σηκώθηκε ήσυχα και με πλησίασε. Κάθισε δίπλα μου κι ακούμπησε το χέρι του στο γόνατό μου. Με χάιδεψε απαλά, πολύ απαλά, για μια στιγμή, κι έπειτα στράφηκε προς το μέρος μου κι άρχισε να με φιλάει. Πάνω από το πλαστικό. Τα χέρια του δεν με άγγιζαν πια. Ένιωθα μονάχα τη γλώσσα του να προσπαθεί να τρυπήσει το σελοφάν και να χωθεί στο στόμα μου. Μέσα από τη μεμβράνη προσπαθούσα να γλύψω κι εγώ. Μάταια.
Ένα κύμα κούρασης μου δημιουργούσε μια αίσθηση εξάντλησης και αναγούλας. Νόμιζα πως θα σκάσω. Το κατάλαβε και απομάκρυνε το πρόσωπό του από το δικό μου. Με κοίταξε στα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα, κι έπειτα μου είπε με την πιο απαλή, ζεστή και λιγωτική φωνή του κόσμου: «Τελειώσαμε για σήμερα. Την επόμενη φορά θα φορέσω χειρουργικά γάντια».
Έπειτα σηκώθηκε, με ξετύλιξε από την πλαστική μεμβράνη προσέχοντας να μην με αγγίξει πουθενά και μου έγνεψε να πάω στο μπάνιο να πλυθώ. Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο είδα πως είχε φύγει. Στο πάτωμα σερνόταν η αυτοσχέδια στολή μου.
Βγήκα στο δρόμο και περπάτησα ως το κέντρο αναπνέοντας το πρωινό αγιάζι.
Υπολόγισα πως μέχρι να ακουμπήσουμε ο ένας τον άλλο με γυμνά χέρια θα έπρεπε να περάσει πολύς καιρός. Μπορεί και μια ολόκληρη αιωνιότητα.
Απο το Θεώρημα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
http://youtu.be/HiRXdCBHlDE
ΑπάντησηΔιαγραφή