Πελάτης 1.
Ζω μαζί της μια λαβωμένη καύλα. Βγαίνει στη σκηνή και λάμπει ο τόπος. Βασίλισσα της ψωλής. Το γουστάρει πολύ αυτό που κάνει, φαίνεται. Είναι γυναίκα ελαφριά, χαρούμενη, χωρίς ντροπές και κολλήματα. Δείχνει να έχει πείρα – και σαφώς περισσότερα αρχίδια από πολλούς άντρες που ξέρω. Πώς αλλιώς θα έκανε αυτή τη δουλειά, εξάλλου; Με φτιάχνει απίστευτα ο χορός της, όλη της αυτή η πρωτόγονη έκθεση. Κάθε βράδυ, στο μαγαζί, πέτρα μου τον κάνει. Για μια ώρα, όσο κουνιέται, γίνομαι ο σκληρότερος γαμιάς του κόσμου και γίνεται η σκλάβα μου, η μικρή μου καργιόλα. Μετά γυρίζω σπίτι και την φαντάζομαι να καλπάζει πάνω μου σαν αγέρωχο άλογο. Χτυπάω τα καπούλια της με το μαστίγιο που λέω πως η ίδια μου έχει χαρίσει και την κάνω να φωνάζει δυνατά. Από ηδονή και πόνο. Τα θέλει το πουτανάκι, με παρακαλάει “πιο δυνατά!”. Λιώνει. Τη σφίγγω, τη χτυπάω, τη φτύνω στο πρόσωπο, την ταπεινώνω. Τα κάνει όλα, δεν έχει αναστολές. Με στέλνει. Θα ήθελα να μου στηνόταν στα τέσσερα και να με άφηνε να την παίρνω ως το πρωί. Κάθε βράδυ νομίζω πως με κοιτάζει κάπως παράξενα από τη σκηνή. Σα να μου λέει, με τον τρόπο της: “Για πάρτη σου χορεύω”. Μετά την ξεχνάω, μέχρι να την ξαναδώ.
Πελάτης 2.
Είναι τόσο γλυκιά που με λιγώνει. Σαν ποίημα στέκεται μπροστά μου και λικνίζεται. Σχεδόν την ντρέπομαι. Όταν την κοιτάζω νιώθω να εξαϋλώνομαι. Έχει τόση χάρη που σχεδόν πονάω κάθε φορά που την βλέπω να ανεβαίνει στη σκηνή. Κορίτσι και γυναίκα μαζί, θανατερός συνδυασμός, σε εξαντλεί. Θα ήθελα να ήμουν μια καραμέλα ανάμεσα στα δόντια της. Να με γλύφει, να με δαγκώνει, να με σπάει σε χίλια κομμάτια και να λούζομαι ολόκληρος με το υπέροχο, χλιαρό σάλιο της. Να με τυλίγει με την αναπνοή της. Να ρουφάω την ψυχή της. Με την ανθρώπινη αδυναμία της, που είναι όλη η δύναμή της, μα δεν το ξέρει. Θα ήθελα να ήμουν μια μύγα που φτερουγίζει ανάμεσα στα στήθη της. Να κολλάω πάνω στις ρώγες της και να στριφογυρίζω μαζί με τα φουντάκια της σε έναν ξέφρενο χορό. Θα ήθελα να ήμουν το πράσινο αυτοκόλλητο πάνω στην κοιλιά της. Να γίνομαι ένα με το ζεστό δέρμα της, να νιώθω τους παλμούς της καρδιάς της, τις συσπάσεις των εντέρων της. Τη θέρμη της μήτρας της. Να με ζαλίζει και να λιποθυμώ γλιστρώντας σαν πούπουλο πάνω στους γοφούς της. Να κυλώ ανάμεσα στα πόδια της σαν ιδρώτας ή σαν φιδάκι που έχασε το δρόμο του και ψάχνει κάπου να κρυφτεί. Να χαϊδεύω τα δάχτυλά της, να γαργαλάω τους καρπούς των χεριών της, να την βλέπω να κλείνει τα μάτια της. Νομίζω πως έχει καταλάβει. Κάθε φορά με κοιτάζει σα να μου λέει, μυστικά: “Για χάρη σου χορεύω”. Η σκέψη της με συντροφεύει διαρκώς.
Αφεντικό.
Από τότε που την προσέλαβα η πελατεία του μαγαζιού έχει τριπλασιαστεί. Κατεβαίνουν οι μπόμπες σα νεράκι, οι σαμπάνιες ρέουν ποτάμι στα τραπέζια. Τα φιλοδωρήματα σωρός, τριπλό το ποσοστό μου. Χρόνια στη δουλειά, την κατάλαβα εγώ από την πρώτη μέρα. Όταν μου πρόβαρε λίγο από το νούμερό της και την έκοψα από πάνω μέχρι κάτω. “Καλό κεφάλαιο”, σκέφτηκα, “χρυσάφι”. Και είχα δίκιο. Η σαιζόν ξεκίνησε δυνατά, και ως το τέλος έτσι θα πάει, θα το δεις. Απόρησα που δέχτηκε να δουλεύει με τόσο λίγα λεφτά μα δεν το πολυέψαξα κιόλας. Μόνος μου θα βάλω τα χεράκια μου να βγάλω τα ματάκια μου, στην τελική; Τεφαρίκι η γκόμενα, δουλεμένη και σχεδόν τζάμπα. Έρχονται και ξανάρχονται οι κάγκουρες, τους τρέχουν τα σάλια μπροστά της. Μέχρι και γυναίκες την γουστάρουν. Φαντάζονται διάφορα, τους στέλνει. Τέτοιο στριπτίζ ούτε η Ντίτα μέσα στο ποτήρι, να πούμε. Γδύνεται, τα ρίχνει, τα βγάζει ένα ένα σαν να πετάει τις πέτσες της, σα να ξεφλουδίζει το κορμί της. Σα να πονάει, ένα πράμα – παράξενο. Σε συγκινεί το θέαμα, όσο να’ ναι έχει κάτι σπάνιο, που δεν το βρίσκεις εύκολα στο χώρο. Μυστήρια γκόμενα. Χαμογελάει και νομίζεις πως βλέπεις άγγελο, μετά σκύβει, λυγιέται και κουνιέται και γίνεται ο σατανάς ο ίδιος. Δεν ξέρεις από πού σε πιάνει. Σε πιάνει όμως. Κάθε φορά νομίζω πως μου ρίχνει παράξενες ματιές από τη σκηνή. Αφεντικό, βλέπεις, όλες θέλουν να μ’ έχουν από κοντά. Με κοιτάζει σα να με προειδοποιεί, σα να μου λέει μυστικά: “Για σένα χορεύω”. Και πολύ καλά κάνει.
Εκείνη.
Με ρώτησε χτες τη νύχτα ένας φίλος: “Τι κάνεις;”, κι εγώ απάντησα: “Συνομιλώ καμιά φορά με κάτι σκοτεινούς αγγέλους, αναθαρρώ, κι εκεί που πάει να φέξει η νύχτα και να γεμίσει φως, εκεί που πάνε να αλλάξουν όλα, κάτι πάει στραβά και οι άγγελοι τσακίζονται πάνω στις σκεπές των απέναντι σπιτιών ή στους τσιμεντένιους τρούλους. Και μένω μόνη μου ξανά, και είναι τελείως νύχτα“. Και τότε αυτός απάντησε: “Πάντα ήταν δύσκολα για τους αγγέλους. Η βαρύτητα και η ανθρώπινη υπόσταση, τους καταδικάζουν πότε στην ανάληψή τους στο Θείο και πότε στη συντριβή. Να προσέχεις τους αγγέλους. Με κάθε έννοια...”. Είχα καιρό να μιλήσω μαζί του. Ποτέ δεν ξέχασα όμως τη γοητεία της αύρας του. Τον ρώτησα με τη σειρά μου αν συναντά κάποιον άγγελο πού και πού, ή αν στα μέρη του βλέπει μόνο κοινούς θνητούς γύρω του. Και είπε: “Απ’ όλα υπάρχουν. Κοινοί θνητοί είμαστε όλοι μας, με ανεκπλήρωτο κενό στα παραγεμισμένα αμπάρια, με τόση σαβούρα που μας βολεύει και μας δίνει έρμα για να πλεύσουμε σταθεροί. Θα τα πούμε καλύτερα άλλη στιγμή όμως. Σ’ αγαπώ και σε σκέφτομαι“. Κι έκλεισε εκεί. Πάνω στη δυσκολία. Την επόμενη φορά που θα τον δω, θέλω να του θυμίσω. Είμαστε όλοι μας κοινοί θνητοί, κι όλοι επιδιώκουμε κάπου να πάμε. Έτσι θέλει η Φύση. Ξεχνάμε καμιά φορά πως δεν φτάνουν τα πόδια μας για τόσο μεγάλες διαδρομές. Μα δεν πειράζει. Όσοι ονειρεύονται αιθέρια σκοτάδια και υπέργειες διαδρομές, όσοι από τη γη θέλουν να ξεκολλήσουν και να αγγίξουν το φως, δεν θέλουν πόδια για όπλα διαδρομής. Ένα ζευγάρι φτερά χρειάζονται μονάχα. Και έναν άγγελο για συντροφιά, που για μία και μοναδική φορά, έστω μία, θα καταφέρει να πετάξει πιο ψηλά, να μην τσακιστεί πάνω στους τσιμεντένιους τρούλους… Υπάρχει. Μόνο για κείνο τον άγγελο χορεύω. Και ας μην το ξέρει.
1 Μαρ 2012
Η σωουγούμαν θα έρθει κι απόψε
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
http://dominatrixbeatdown.blogspot.com/2008/07/marcel-marien.html
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι μια αναδημοσίευση