Όταν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’08 έφερναν την Ελλάδα στο παγκόσμιο επαναστατικό προσκήνιο, οι ελπίδες ότι ο απείθαρχος αυτός λαός θα κατάφερνε ένα χτύπημα στην καπιταλιστική αδηφαγία, με όρους που θα υπερέβαιναν την παραδιοσιακή αριστερά και τη μαρξιστική ορθοδοξία, έδιναν κι έπαιρναν εντός και εκτός της χώρας. Ρεύματα αναρχοτουριστών κατέφθαναν στη ευρωπαϊκή Μέκκα της αυτοοργάνωσης για να δουν εικόνες και να ακούσουν αφηγήσεις των πρωταγωνιστών μιας εξέγερσης που, αν μη τι άλλο, ενσάρκωνε την ανθρώπινη ζωτικότητα και το πάθος για ελευθερία, απέναντι σε κάθε είδους ετερονομικές θεσμίσεις που με τον πιο κραυγαλέο τρόπο απεδείχθησαν εχθρικές απέναντι στην ίδια τη ζωή.
Οι στάχτες των καμμένων τραπεζών και μεγαλοκαταστημάτων μύριζαν άνοιξη. Τα αυτοοργανωτικά εγχειρήματα ξεκίνησαν να εδαφικοποιούν τα προτάγματα και τις ιδέες μιας κοινωνίας χωρίς κρατική εξουσία, χωρίς συγκεντρωτισμό και με οριζόντιες δομές πολιτικής διαχείρησης, τοποθετώντας την αριστερά (παραδοσιακή και σύγχρονη) στην καλύτερη των περιπτώσεων σε ρόλο θεατή των εξελίξεων και στη χειρότερη, θλιβερό ιεροκήρυκα της κοινωνικής ειρήνης ή ατάλαντο σεναριογράφο έργων “πολιτικής” φαντασίας.
Κι ενώ η επιστροφή στην προδεκεμβριανή κανονικότητα είχε αρχίσει να γίνεται όνειρο θερινής νυχτός για τους ταγούς, κι ενώ οι καταλήψεις πλήθαιναν και ωρίμαζαν πολιτικά ιχνηλατώντας τα κοινωνικά εκείνα ριζώματα που θα επέτρεπαν τη διάχυση της ιδέας αλλά και του προεικονίσματος της, για μια κοινωνία αυτόνομη, η οικονομική κρίση χτύπησε την πόρτα.
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια κρίση στο κοινωνικό σώμα, παρέμεναν ασαφείς και αίωλες. Πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριξαν πως μια οικονομική κρίση θα διεύρυνε το χώρο ανάπτυξης του ρηξιακού προτάγματος στα πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία, και θα δυναμίτιζε με μη αναστρέψιμο τρόπο το εργατικό δυναμικό ολόκληρης της χώρας. Άλλοι δε, φοβήθηκαν ότι η ενεργοποίηση των συντηρητικών αντανακλαστικών που θα επέφερε, θα κατέστρεφε ό,τι ως τώρα είχε κατακτηθεί.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το κεφάλαιο έπαψε να μιλάει με τους συνήθεις όρους. Οι διακρατικοί πλέον φορείς του, εμφανίζονταν απροκάλυπτα και εκ περιτροπής σε ρόλους μεσσία, νταβατζή και ειδικού για να πείσουν για το αναπόδραστο μιας σκληρής λιτότητας, περιστολής εργασιακών κατακτήσεων και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Τσαρλατάνοι και δουλοπρεπείς υπόλογοι του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, σε θέσεις πολιτικής εξουσίας αλλά και εκτός αυτής, επέβαλαν μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, σε έναν πληθυσμό που είχε ήδη αρχίσει να αποστερεί την εξουσία από το δημοκρατικό της προσωπείο και να αναδεικνύει τις πιο ειδεχθείς τις εκφάνσεις. Αφού είχε γίνει πλέον και αυτό, ο εξουσιαστικός μηχανισμός μπορούσε να κινηθεί ανερυθρίαστα ενάντια σε κάθε τι ζωντανό που δε την ενίσχυε, αφήνοντας τις ευγενικές τις εκφάνσεις (βιοεξουσία) σε ένα νοσταλγικό παρελθόν.
Και τώρα τι; Πόσα ακόμα βάρη μπορεί να σηκώσει ο απείθαρχος αυτός πληθυσμός; Είναι τελικά τόσο ιδιαίτερος; Μπορεί να τα καταφέρει μόνος του; Μπορεί να παρασύρει με τη σπασμωδική επαναστατική του ορμή όλο τον δυτικό κόσμο για μια τελική έφοδο ενάντια στην πιο φανατική και δογματική ετερονομική θέσμιση που έχει ποτέ βιώσει η ανθρωπότητα;
Είναι καρός να το πούμε ξεκάθαρα. Το ρεβανσιστικό μένος των νικητών του εμφυλίου σφυρηλάτησε τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, εξαθλιώνοντας την εργατική τάξη και δημιουργώντας εκείνες τις πολιτικές συνθήκες που θα απέτρεπαν τη δυναμική της επανεμφάνιση. Ο πληθυσμός της χώρας, στράφηκε, στην πλειονότητά του, στην αυτοαπασχόληση, στην αγροτική παραγωγή, στις υπηρεσίες τουρισμού αφήνοντας σε όσους δεν είχαν τα κεφάλαια, το ρόλο της στελέχωσης ενός γραφειοκρατικού, κρατικού μηχανισμού που θα αναπαρήγαγε μέσα από οικονομικούς εκβιασμούς, το κυρίαρχο πολιτικό (και κομματικό) status quo. Ό,τι περίσσευε ήταν καταδικασμένο να πεταχτεί στον καιάδα ενός απισχνασμένου βιομηχανικού προλεταριάτου, στερημένου της δυνατότητας συλλογικής του συγκρότησης, καθώς η βιομηχανία ήταν πολιτική επιλογή να ατροφήσει. Οι νικητές, λοιπόν, του εμφυλίου δεν αρκέστηκαν στην καθυπόταξη του προλεταριάτου, αλλά προχώρησαν στην εξαφάνισή του, αποστερώντας έτσι τη χώρα από την οικονομική της αυτάρκεια, που μέσες άκρες θα ήταν εφικτή αν η βιομηχανία και η έρευνα είχαν αναπτυχθεί.
Στους απόηχους αυτών των ιστορικών επιλογών, συναντάμε μια κοινωνία χωρίς ανεπτυγμένο εργατικό κίνημα, χωρίς δεσμούς αλληλεγγύης, με το μικροαστισμό και τον ατομικισμό τις κυρίαρχες συγκροτητικές συνιστώσες του υποκειμένου “έλληνας πολίτης”.
Ποια η ευθύνη λοιπόν της αριστεράς; Μα προφανώς η Βάρκιζα. Από κει και πέρα, τίποτε άλλο. Οι ιστορικές συνθήκες που δεν επέτρεψαν την εμφάνιση βιομηχανικού προλεταριάτου, ευθύνονται και για την ανυπαρξία συγκροτημένου επαναστατικού υποκειμένου που με μαρξικούς όρους θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή στην καπιταλιστική επιδρομή της οποίας τις ακραίες εκδηλώσεις βιώνουμε στις μέρες μας.
Αποτελεί λοιπόν μονόδρομο η συγκρότηση του ατομικού υποκειμένου με όρους μισθωτού, βιομηχανικού εργάτη για την συγκρότηση συλλογικού επαναστατικού υποκειμένου; Κατά τα μαρξιστικά συμφραζόμενα, ναι. Υπάρχει άλλος δρόμος;
Η πλάνη της εθνικής ενότητας και υπερηφάνειας έρχεται να καλύψει αυτό το “επαναστατικό” κενό, προτάσσοντας αξίες, παράδοσεις, γένη, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και αρχαίες κληρονομιές απέναντι στο αλλοδαπό τραπεζιτικό κεφάλαιο που απειλεί να τις εξαφανίσει. Η αναδίπλωση του κόσμου στο ιδεολόγημα του έθνους, αλλά και στην παρωχημένη πλέον κρατική δομή που τη συνοδεύει, αποτελεί τη βασική προτροπή ιστορικών αγωνιστών και ζωντανών συμβόλων της εθνικής ανεξαρτησίας. Στις προτροπές αυτές είναι που ερείδονται εκείνες οι πολιτικές τάσεις που κρυφοκοιτάζουν ή τάσσονται απροκάλυπτα στο πλευρό του νεοακροδεξιού πολιτικού μπλοκ που αναπτύσσεται ταχύτατα και κερδίζει τις εντυπώσεις.
Μια ματιά στις σύγχρονες τεχνολογίες συσσώρευσης και αξιοποίησης του διεθνοποιημένου πλέον κεφαλαίου, θα πείσει και τον πιο αφελή ότι η προοπτική υλοποίησης των εθνοκεντρικών προταγμάτων, πέραν του γεγονότος ότι στρέφονται ενάντια σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας (μετανάστες, πρόσφυγες κλπ), πέραν του ότι αναπαράγουν λογικές εθνικής περιχαράκωσης και μισσαλοδοξίας, θα ήταν μεσοπρόθεσμα καταστροφική, καθώς το ελληνικό πλήθος θα έχανε βαθμιαία την πρόσβαση στις τεχνολογίες μετακίνησης και ανταλλαγής πληροφορίας, καθιστώντας το θεατή σε ένα παγκόσμιο παιχνίδι εντός του οποίου θα πρέπει να αναζητηθεί ο νέος επαναστατικός φορέας.
Τί απομένει λοιπόν; Μπορεί ο ελληνικός πληθυσμός να σηκώσει το βάρος της επιτακτικά αναγκαίας, για την επιβίωση του είδους πλέον, πολιτικής ανατροπής που καλείται να φέρει εις πέρας ο δυτικός κόσμος; Τί επαναστατικό μερίδιο αναλογεί στον κόσμο της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, των υπόλοιπων μεγάλων ελληνικών πόλεων και της υπαίθρου; Σίγουρα μικρότερο από όσο οι συνθήκες μας προστάζουν (μιας και είμαστε το πρώτο μεγάλο θύμα του δυτικού κόσμου της μεγαλύτερης ever καπιταλιστικής κρίσης) και από όσο φανταστήκαμε, από υπερβάλον ζήλο, ότι μπορούμε να σηκώσουμε. Η ανάγκη δημιουργίας πανευρωπαϊκού (και υπερατλαντικού) δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης με συγκεκριμένη απόβλεψη την επάνοδο του ανθρώπου στην πολιτική σκηνή, το μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων και της αυτοδιαχείρησης των μέσων, κρίνεται όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία. Ο ελληνικός πληθυσμός δεν μπορεί να βοηθηθεί από την αριστερά λόγω παράδοσης. Η αυτοοργάνωση στην παραγωγή, οι καταλήψεις δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και η επαναλειτουργία τους με όρους αυτοδιεύθυνσης φαίνεται να αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική λύση. Και μια τέτοια λύση θα παραμείνει ρεαλιστική εαν και εφόσον της σταθούν αλληλέγγυες ανάλογες κινήσεις εντός του δυτικού κόσμου. Το στοίχημα είναι μεγάλο, αλλά δεν είναι για έναν παίχτη. Η διεθνοποίηση και κινητικότητα του σύγχρονου κεφαλαίου, απαιτούν διεθνοποίηση και κινητικότητα των κοινωνικών αγώνων και αυτοί δεν μπορούν παρά να παιχτούν στο πνεύμα του απόηχου του Δεκέμβρη, για μια αυτόνομη δυτική κοινωνία που θα υποδειγματίσει τον πλανήτη μέσα από έναν νέο πολιτικό και πολιτισμικό διαφωτισμό.
Aπό Spyros Konitopoulos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...