22 Δεκ 2013

Η Κοντάκ της εξαδέλφης Μαχούλας

Για τους νέους μου φίλους (που δεν το έχουν διαβάσει)
Για όσους αγαπούν τις φωτογραφίες και τις φωτογραφικές μηχανές
Για όσους αγαπούν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τις ηρωίδες και τους ήρωές του

  
Στον Βόλο βρέθηκα πέρσι το καλοκαίρι για λίγες μέρες,  στο δρόμο της επιστροφής από ολιγοήμερες διακοπές στο Πήλιο. Είχα υποσχεθεί στο φίλο μου τον Άλκη που έχει εγκατασταθεί μόνιμα  στην ιδιαίτερη πατρίδα του, να περάσω επί τέλους  να τον δω για λίγες μέρες. Ο Άλκης είναι αρχιτέκτονας και έχει μεταφέρει το γραφείο του -  μελέτες και αναπαλαιώσεις - αναστυλώσεις παραδοσιακών κτιρίων -   στο Βόλο. Μου έλειπε ο παλιός μου φίλος που είχε  αποτραβηχτεί από την Πρωτεύουσα και τους ρυθμούς της. Ο Άλκης  δεν προσπαθούσε βέβαια να με πείσει να κάνω το ίδιο, εκμεταλλευόταν όμως το πάθος μου για τη δουλειά μου στο Μουσείο Παραδοσιακών Οικισμών, είμαι υπεύθυνη εκδόσεων του Μουσείου, και προσπαθούσε να με παρασύρει να περάσουμε μαζί λίγες μέρες στην πόλη του. Εκτός από το ότι με είχε πεθυμήσει – έτσι έλεγε ο Άλκης και δεν μπορούσες να του αντισταθείς – ισχυριζόταν ότι είχε βρει κάτι που  ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον για την Υπηρεσία μου – παλιός μας συνεργάτης για χρόνια -  αλλά και για μένα προσωπικά, έτσι έλεγε. Βρεθήκαμε λοιπόν εκείνο το πρωινό  του Ιουνίου να περνάμε το κατώφλι του φωτογραφείου των αδελφών Καλημέρη, ενός  από τα πιο γνωστά ιστορικά καταστήματα που έβρισκες ακόμα στην οδό Δημητριάδος. Στη βιτρίνα της πρόσοψης υπήρχαν ξεχασμένες  φωτογραφίες από βαπτίσεις,  ακαθορίστου εποχής, αλλά και μερικές προϊστορικές μηχανές  Kodak με φιλμ, που ήταν φανερό ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν ούτε να πουλήσει, ούτε να αγοράσει. Η επιγραφή στην είσοδο με καλλιγραφικά γράμματα, έγραφε: Αφοί Καλημέρη, φωτογράφοι, έτος ιδρ. 1884 και αυτό υποσχόταν πράγματι πολλά.

Ο Άλκης  πρέπει να είχε δίκιο, τους φωτογράφους δεν είμαι σίγουρη ότι τους είχα ακουστά, αλλά ο φίλος μου είχε καλό γούστο και σε λίγο θα ευλογούσα την καλή μου τύχη που τον είχα ακούσει και δεν επέστρεψα αμέσως Αθήνα. Κανείς βέβαια δεν βγάζει πια εβδομαδιαίες φωτογραφίες, όπως έγραφε η επιγραφή στην είσοδο, για να στείλει στους δικούς του στην ξενιτιά, ούτε χρειάζονταν πια για τις οικογενειακές γιορτές, αν και όποτε καταφεύγουν σε φωτογράφο στις μέρες μας  όλος αυτός ο εξοπλισμός  που είχε το μαγαζί, το στούντιο, οι προβολείς, οι ομπρέλες για τη σκιά, οι ανθοστήλες και τα  ξεφτισμένα ψεύτικα ντεκόρ με τα τοπία  που φαινόταν στιβαγμένα στο βάθος του μαγαζιού…Στους γάμους, βγαίνουν ακόμα τα ζευγάρια και οι συγγενείς φωτογραφία, επιμένει ο κόσμος -  δεν ξέρω για πόσο ακόμη -  να καλεί έναν επαγγελματία,  αλλά αυτά γίνονται τώρα επί τόπου, στην εκκλησιά, κανείς δεν χάνει τον καιρό του με επισκέψεις στο φωτογραφείο…Πάντως, στο  ατελιέ των αδελφών Καλημέρη, από πατέρα σε γιο – η γραμμή  φαινόταν να έχει συνεχιστεί αδιαλείπτως, όπως έδειχναν οι φωτογραφίες στους τοίχους. Όλη η ιστορία του Βόλου και των κτιρίων του, υπέροχα νεοκλασσικά που δεν υπάρχουν  πια, είτε από την καταστροφική μανία των σεισμών του πενηνταπέντε, είτε από τη μεταγενέστερη μανία της αντιπαροχής διασώζονταν ακόμη εδώ. Το κατάστημα Αδελφοί Καλημέρη ήταν ένα ζωντανό Μουσείο του Βόλου…υπήρχαν στους τοίχους φωτογραφίες από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, τη Συναγωγή, το Κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, το Κτίριο Σπίρερ… Ένας θησαυρός δηλαδή, που ο Άλκης ήταν ο καταλληλότερος να αποφανθεί για την αξία του, μια και γνώριζε καλά την ιστορία της περιοχής. Ιδιαίτερα που κάποια κτίρια εμφανίζονταν σε διάφορες εκδοχές τους σε διαφορετικές χρονολογίες στα εκατό και τόσα χρόνια της λειτουργίας της επιχείρησης. Η γραμμή φαίνεται να  συνεχίστηκε με τους απογόνους του ενός από τους δυο ιδρυτές, μια και από τα δυο αδέλφια, τον Φώτη και τον Αργύρη μόνο ο Φώτης είχε παιδιά. Το φωτογραφείο Καλημέρη λοιπόν, από προσπάππου σε εγγονό ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της πόλης και πλησίαζε  μάλλον τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης, Αργύρης και αυτός,  είχε βγει πριν λίγο καιρό στη σύνταξη και δεν υπήρχε επόμενος για να συνεχίσει τη γραμμή, αλλά ούτε κάποιος νεότερος φαινόταν να θέλει να κρατήσει την επιχείρηση…

Ο κύριος Αργύρης λοιπόν, μας περίμενε και είχαν ήδη κάνει μια κουβέντα με τον Άλκη, για το ενδεχόμενο να παραχωρηθεί σε κάποιο Μουσείο ή σε κάποιο ίδρυμα το Αρχείο του. Για έκδοση, έκθεση, αυτό θα το αποφασίζαμε μαζί…αλλά ποιος στραβός δεν θέλει το φως του, ήμουν ήδη μαγεμένη από όλα αυτά που είχε δει…Ο προπάππους του και  ο αδελφός του,  μας  είπε ο κύριος Αργύρης που ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος μικρόσωμος, με κυματιστά γκρίζα μαλλιά που χτένιζε προς τα πίσω, είχαν ζήσει χρόνια στην Αίγυπτο και ήταν  από τους πρώτους φωτογράφους στην Ελλάδα που πέρασαν από τις υγρές πλάκες στις ξηρές του Ήστμαν και μετά είχαν ξεκινήσει με τη ζελατίνη, το φιλμ που τυλιγόταν καθώς όπλιζε η μηχανή. Δούλευαν από την αρχή με δικές τους Kodak, που τις είχαν όλες κρατήσει και μπορούσαμε αν θέλαμε να τις δούμε στις βιτρίνες… Πραγματικό Μουσείο Φωτογραφίας ήταν εκεί… Εκεί ήταν και η πρώτη τους μηχανή με ξηρές πλάκες, που μπορούσες να οπλίσεις μόνο σε σκοτεινό θάλαμο και που ο Φώτης Καλημέρης είχε αγοράσει μεταχειρισμένη από τους αδελφούς Ζαντάκι, τα δυο αδέλφια φωτογράφους που είχαν βγάλει τις ιστορικές πια  φωτογραφίες με τις Πυραμίδες, τις γυναίκες των Βεδουίνων και τους εργάτες την εποχή που κατασκευαζόταν η διώρυγα του Σουέζ. Σκεφτόμουν ήδη την εισαγωγή που θα έγραφα στο Λεύκωμα, με τα δυο αδέλφια που μαθήτευσαν σε δυο αδέλφια, καθώς και την ικανοποίηση της διευθύντριας με το απόκτημα του Μουσείου μας, που θα αποτύπωνε μια τέτοιας έκτασης και ενδιαφέροντος ιστορική περίοδο για μια τόσο σημαντική Ελληνικής πόλη. Πρέπει να έλεγα τις σκέψεις μου δυνατά και όλοι στην ομήγυρη μοιράζονταν τον ίδιο ενθουσιασμό, που κανείς δεν προσπαθούσε να κρύψει, μια και ο καθένας, από τη μεριά του, ήταν εξ ίσου ευχαριστημένος.
Ο κύριος  Αργύρης, απομακρύνθηκε για λίγο στο εσωτερικό για να φτιάξει  καφέδες. Είχε ένα μικρό κουζινάκι δίπλα στον παλιό δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για χρόνια σαν εμφανιστήριο για να εμφανίζει και να στεγνώνει τις φωτογραφίες και εγώ ευχαριστούσα τον Άλκη, λέγοντας για άλλη μια φορά πόσο δίκιο είχε να με φέρει εκεί και πώς η διευθύντριά μου στην Αθήνα, αρχιτέκτονας όπως εκείνος, θα ενθουσιαζόταν με το απρόσμενο απόκτημα για το αρχείο μας αλλά και κάτι θα έλεγε για την εργατικότητά μου και μάλιστα εν καιρώ διακοπών… 
΄Εκανα βόλτες λοιπόν μέσα στο Φωτογραφείο και περιεργαζόμουν τις φωτογραφίες που ήταν στους τοίχους. Εκτός από τα κτίρια της πόλης που μας ενδιέφεραν, υπήρχαν και οι συνήθεις με τα ζεύγη των νεονύμφων  που πόζαραν στο στούντιο, ή  εκείνες με τον παππού και τη γιαγιά που είχαν φωτογραφηθεί επί τόπου στο εργαστήριο περιστοιχισμένοι από όλο το σόι με το πλήθος των παιδιών και των εγγονιών, φωτογραφίες με φαντάρους πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο, μέχρι τις γνωστές φωτογραφίες από βαπτίσεις σαν αυτές της βιτρίνας,  όταν το μάτι μου έπεσε σε μια παράξενη φωτογραφία.  Πρέπει να ήταν πολύ παλιά, όπως φαινόταν από την εκτύπωση, από τις πρώτες που θα τραβήχτηκαν με την Kodak του προγόνου, υπέθεσα. Το περίεργο δεν ήταν μόνο η παλαιότητα, οι περισσότερες άλλωστε φωτογραφίες του εργαστηρίου ήταν παλιές, αλλά το θέμα της. Στη φωτογραφία ήταν μια κοπέλα, νέα φαινόταν, με ευρωπαϊκή ενδυμασία λες και βγήκε από μυθιστόρημα της Τζέην ΄Ωστιν, με  ένα μακρύ φόρεμα και ένα τεράστιο φιόγκο δεμένο πίσω από τη μέση της, να στέκεται στο παράθυρο του σπιτιού της και να κρατά στα χέρια της ένα τηλεσκόπιο. Επρόκειτο για ένα παλιό ναυτικό τηλεσκόπιο -  άγνωστο πώς είχε βρεθεί στα χέρια της -  που το είχε προσαρμόσει στο ένα της μάτι και έβλεπε απέναντι…Το σπίτι όπου ανήκε το παράθυρο ήταν νησιώτικο και η κοπέλα – κόρη ναυτικού κατά πάσα πιθανότητα – συνήθιζε να επιδίδεται σε επίγειες παρατηρήσεις και γνώριζε φαινόταν από το ύφος της τα μυστικά του ναυτικού οργάνου…Κοίταξα τον Άλκη με περιέργεια, λες και αυτός ήξερε να μου πει το μυστικό της αλλόκοτης αυτής λήψης και αυτός μου έδειξε στη γωνία της φωτογραφίας ότι δεν ήταν τυπωμένο το όνομα των Αδελφών  Καλημέρη και το έτος της φωτογράφησης, όπως σε όλες τις υπόλοιπες…Η φωτογραφία ήταν ανυπόγραφη. Συμπεράναμε ότι ο φωτογράφος θα πρέπει να ήταν κάποιος άλλος. Τι να γύρευε όμως εκεί; Και ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης κοπέλα;   
Ο ιδιοκτήτης  βγήκε από το καμαράκι του με τους καφέδες…Προσπάθησε να δικαιολογηθεί που δεν είχε παγωμένο νερό γιατί του είχε χαλάσει το ψυγείο, όταν μας είδε μπροστά στη φωτογραφία της νέας με το τηλεσκόπιο… 

«Α…την είδατε και αυτήν. Το Σειραϊνιώ, η κόρη του καπετάν Γιωργή του Παμφώτη, από τη Σκιάθο…παλιά ιστορία…»
«Παλιά ιστορία,» είπα εγώ, «αλλά πολύ ενδιαφέρουσα. Θα μας την πείτε κύριε Αργύρη…Ο προππάπους σας είναι ο αίτιος;»
Θέλαμε, λοιπόν  να μάθουμε πώς βρέθηκε η φωτογραφία εκεί και ποιος ήταν ο φωτογράφος, όχι δεν ήταν ο πρόγονός του, μας διαβεβαίωσε ο κύριος Καλημέρης. «Βλέπετε; Δεν έχει την υπογραφή  τους»  Ο ίδιος όμως γνώριζε ποιος ήταν. Και αυτό, το ποιος δηλαδή ήταν ο φωτογράφος, μας είπε, είχε κι αυτό τη σημασία του…ίσως  ήταν το ίδιο σημαντικό με το πρόσωπο που απεικόνιζε η φωτογραφία…Υπήρχε μια ολόκληρη συλλογή με φωτογραφίες του μυστηριώδους αυτού φωτογράφου, μια μοναδική συλλογή με ένα μικρό αριθμό φωτογραφιών. Δεν γνώριζε αν υπήρχαν και  άλλες, πρέπει να ήταν οι μόνες που είχε βγάλει ο φωτογράφος με την άλλη Kodak, είπε γελώντας…Και τη συλλογή αυτή σκόπευε επίσης να την παραχωρήσει στο ΄Ιδρυμά μας είπε, αν ενδιαφερόμασταν. Οι φωτογραφίες δεν είχαν σχέση με το Βόλο, ήταν απέναντι από τη Σκιάθο, το νησάκι  των Σποράδων και φυσικά θα μας έλεγε την ιστορία τους, ήταν ωραία ιστορία πίστευε, και  το ποιος ήταν ο φωτογράφος και το πώς βρέθηκαν όλες στο φωτογραφείο του…
Μας έφερε καρέκλες και ακούμπησε τους καφέδες σε ένα στρογγυλό μεταλλικό τραπεζάκι καφενείου, κάθισε και αυτός και μας παρακάλεσε να μην ανάψουμε τσιγάρο γιατί είχε άσθμα και τον πείραζε πολύ ο καπνός.
Έβγαλε ένα παλιό λεύκωμα από το ντουλάπι ακριβώς κάτω από τη Σειραϊνιώ, αρχίσαμε να τη λέμε με το όνομά της, να την παρατηρούμε σαν να την ξέραμε από χρόνια…Είχε λευκό δέρμα, φαινόταν καθαρά στη φωτογραφία, με σγουρά σκούρα μαλλιά πιασμένα σε ψηλό κότσο, τα χαρακτηριστικά της ήταν λεπτά αλλά κάπως άχαρα, και έκανε έναν ελαφρύ μορφασμό όπως κρατούσε κλειστό το  ένα  της μάτι, για να εστιάσει με το άλλο στον προσοφθάλμιο του  τηλεσκοπίου…Τι να ήταν άραγε το αντικείμενο της παρατήρησης…θα τα μαθαίναμε όλα αυτά στην ώρα τους, αυτό ήταν βέβαιο από το ύφος του κυρίου Αργύρη. Εκείνος άνοιξε προσεκτικά το άλμπουμ που κρατούσε στα χέρια του,  «εγώ το έφτιαξα αυτό»,  είπε και άρχισε να μας δείχνει μια τις φωτογραφίες χωρίς να τις βγάζει από τη θέση τους. «΄Ολες αυτές εμφανίστηκαν εδώ, στο φωτογραφείο των αδελφών Καλημέρη, τον περασμένο αιώνα,» μας είπε. «Μας έστειλαν εδώ τις πλάκες, να τις εμφανίσουμε, γιατί ο φωτογράφος ήταν Σκιαθίτης και δεν μπορούσε να τις εμφανίσει. Δεν μπορούσε και να ταξιδέψει», συμπλήρωσε με ένα χαμόγελο.

Στις φωτογραφίες ήταν μόνο γυναίκες, όλες με νησιώτικα ρούχα. Μόνο η Σειραϊνιώ, με το τηλεσκόπιο, ήταν ντυμένη ευρωπαϊκά. Στην πρώτη φωτογραφία του άλμπουμ ήταν μια  μελαχρινή κοπέλα, με απλή νησιώτικη φορεσιά, χωρίς κοσμήματα, με αυστηρό πρόσωπο, που μας φάνηκε ωστόσο νέα γιατί είχε τραβηγμένο το μαντίλι πίσω, με το κεφάλι να μένει ξέσκεπο, και τα κατάμαυρα μαλλιά της να  φτάνουν μέχρι το λαιμό. Τα χαρακτηριστικά της ήταν κάπως σκαμμένα  από τον ήλιο, κοιτούσε αυστηρά το φακό και ήταν εμφανής μια ελαφριά τριχοφυΐα στο επάνω χείλος. «Η Αμέρσα,»  μας είπε ο κύριος Αργύρης.  Η επόμενη  ήταν όμορφη, μελαχρινή και αυτή αλλά με ανοιχτόχρωμο δέρμα και  τα μαλλιά της δεμένα πλεξίδες γύρω από το κεφάλι της. Κρατούσε στα χέρια της ένα τεράστιο κοχύλι. «Η Τσούλα;»   είπε  ερωτηματικά ο Άλκης. Ο κύριος  Αργύρης τον κοίταξε, του χαμογέλασε και ένευσε καταφατικά. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει... Δεν είχα μπει στο νόημα.  Μου θύμιζαν κάτι τα ονόματα αλλά δεν μπορούσα να βρω τι ήταν αυτό. Η επόμενη φορούσε βέβαια νησιώτικη μαντήλα και μια μακριά φούστα  αλλά είχε φωτογραφηθεί κρατώντας ομπρέλα. Ο κύριος  Αργύρης με κοίταξε και περίμενε να πω κι εγώ κάτι. Κοίταξα τον Άλκη. «Η Πολύμνια»  είπε  εκείνος, χωρίς να αναρωτηθεί αυτή τη φορά. Μετά ήταν μια άλλη που κεντούσε… «Το Μαλαμώ;» Ρώτησε ο Άλκης. «Και βέβαια»,  του απάντησε ο κύριος Αργύρης. Μετά μας έδειξε μια κάπως μεγαλύτερη αλλά πολύ νόστιμη και  με κοντά κομμένα μαλλιά, άσπρο φόρεμα  και την μαντήλα κατεβασμένη στους ώμους, σαν σάλι. «Η Λιαλιώ είναι αυτή;» είπε ο φίλος μου σαν Πυθία και ο κύριος  Αργύρης είπε πάλι ναι… Τους κοίταζα παραξενεμένη. Πώς και τα ξέρετε  όλα αυτά τα ονόματα…Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά, που δεν τολμούσα να το ξεστομίσω, παρά το ότι άρχισα κι εγώ να αναγνωρίζω τα ονόματα… Δεν πίστευα, κυριολεκτικά στα μάτια μου, ηρωίδες του Παπαδιαμάντη αυτοπροσώπως, μαζεμένες σε ένα λεύκωμα. Το ότι ο Άλκης τις αναγνώρισε πρώτος,  ήταν αναμενόμενο, μια και τον λάτρευε τον Παπαδιαμάντη, του άρεσε να τον διαβάζει και να τον ξαναδιαβάζει. Αυτό που τον βοήθησε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα, μου είπε αργότερα όταν γυρίσαμε σπίτι του, ήταν όταν ο κύριος Καλημέρης ανέφερε το όνομα της Αμέρσας. Τότε πείστηκε πως επρόκειτο για τα πρόσωπα που είχαν κατοικήσει στο έργο του Παπαδιαμάντη. Και η Σειραϊνιώ του κίνησε τις υποψίες, ήταν Παπαδιαμαντικό όνομα, αλλά το διήγημά όπου σηκώνει το τηλεσκόπιο για να δει την αντίζηλό της, το «Άγια και Πεθαμένα» δεν το είχε διαβάσει ακόμα. Με την Αμέρσα  όμως πείστηκε εντελώς. Αυτό, ωστόσο, δεν μας έλυνε την απορία για το πώς  βρέθηκαν όλες αυτές  εκεί μαζεμένες. Τόσες ηρωίδες του Παπαδιαμάντη σε ένα λεύκωμα… Ο κύριος Αργύρης, άνοιξε προσεκτικά τις σελίδες του και μας το έδωσε να το ξεφυλλίσουμε. Οι  φωτογραφίες δεν ήταν πολλές,  ήταν μεσαίου μεγέθους και στερεωμένες με πολλή προσοχή, από μια σε κάθε σελίδα, στις χαρτονένιες σελίδες του, που χωρίζονταν η μια από την άλλη με λεπτό τσιγαρόχαρτο. Αρχίσαμε να τις κοιτάμε από την αρχή μαγεμένοι.
Η Αμέρσα, μεγάλη κόρη της Φραγκογιαννούς, «με ήθος ανδρικόν» και με το ελαφρύ της  μουστάκι, είπε γελώντας ο Άλκης. Η  Τσούλα η ηρωίδα από το Καμίνι που το έσκασε για να μην την παντρέψουν οι δικοί της με ένα χήρο μεγαλύτερό της και  που συνάντησε στο βάραθρο του Κοχυλιού το Νίκο, τον αγαπημένο της, αυτόν που  της είχε χαρίσει κάποτε ένα κοχύλι. Η Λιαλιώ, η Νοσταλγός, αυτή που έβγαλε το άσπρο φουστάνι της, το κολόβιο, για να το κάνουν πανί στη βάρκα τους τότε που πήγε να το σκάσει  με το νεαρό Μαθιό από τον άντρα της… «Δεν το έσκασε όμως» , είπε ο κύριος Αργύρης…
Μια πανέμορφη κοπέλα με ίσια μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους  και ένα τριαντάφυλλο στο στήθος, θα ήταν η Ματή  από το Έρως – Θέρος, είπαμε ταυτόχρονα με τον γέροντα φωτογράφο, μια άλλη που τα είχε αφήσει λυτά μέχρι τη μέση ήταν η Μοσχούλα σίγουρα, αυτή που κολύμπησε εκείνο το βράδυ στο κογχυλοστρωμένο άντρο των νυμφών και την είδε ο φτωχούλης ο βοσκός, στο « Όνειρο στο κύμα»…
«Ίσως για αυτό δεν έγινε μοναχός, είπε ο Άλκης  στον κύριο  Αργύρη. «Ίσως για αυτό να έπρεπε να γίνει»,  αντέτεινε ο φωτογράφος και μετά ήλθε η  ώρα να μας πει αυτό που μα είχε υποσχεθεί. Την ιστορία. Ποιος ήταν ο φωτογράφος και πώς έφτασαν αυτές οι φωτογραφίες στα χέρια του προγόνου του…
Έκλεισε το λεύκωμα, το γύρισε ανάποδα και το άνοιξε προσεκτικά από το τέλος. Εκεί, στην τελευταία σελίδα, στερεωμένος πάνω στο χαρτόνι σαν να πρόκειται για φωτογραφία, υπήρχε ένας φάκελος. «Εδώ τα λέει όλα, μας είπε…Ο φάκελος είχε επάνω το όνομα των παραληπτών: «Σεβαστούς κυρίους Αργύριον και Φώτιον Καλημέρη»…αλλά δεν υπήρχε ούτε γραμματόσημο ούτε σφραγίδα ταχυδρομείου. Άνοιξε το φάκελο, έβγαλε το γράμμα, ανέβασε τα γυαλιά του που τα είχε όλη την ώρα κατεβασμένα χαμηλά στην άκρη της μύτης του και άρχισε να διαβάζει:  

Αθήναι, 2 Νοεμβρίου 1890 Σεβαστοί Κύριοι, Αργύριε και Φώτιε, Σας γράφω με το ατμόπλοιον, δια του καλογήρου του Ιγγλέζη, εκ Σκοπέλου, όστις είναι φίλος στενός της οικογενείας μου και μπορεί να εγγυηθεί δι εμέ. Αυτός μου εσύστησε άλλωστε την αξιόλογον επιχείρησίν σας και θεωρώ ότι μπορώ με πάσαν εμπιστοσύνην να αποταθώ εις υμάς. Γνωρίζετε ίσως τον αδελφόν μου, Γεώργιον Παπά Αδαμαντίου,  όστις  υπηρετεί ως γραφεύς της δημοτικής αρχής στην πόλιν σας. Είμεθα υιοί του ιερέως Αδαμαντίου Εμμανουήλ, εκ Σκιάθου. Εργάζομαι συρράπτων επιφυλλίδας εις την «Εφημερίδαν», και  κατοικώ εις Αθήνας. Μετά της παρούσης, ο καλόγηρος Ιγγλέσης σας έχει εγχειρίσει και τρεις φωτογραφικάς πλάκας προς εμφάνισιν, εκ μηχανής τύπου Κοντάκ. Παρόμοιαν  μηχανήν, ίσως έχετε και  υμείς εις το εργαστήριόν σας όπου και μετέρχεσθε των μέσων και των μεθόδων για την εμφάνισιν των φωτογραφιών. Η Κοντάκ με την οποίαν έχουν ληφθεί αι φωτογραφίαι εις τας πλάκας, θεωρώ σκόπιμον να σας αναφέρω ότι  ανήκει εις την εξαδέλφην μου, την  Μαχούλα του Μπέρδε η οποία και έχει φωτογραφήσει τρεις νέας του νησιού μας χωρίς να διαθέτει τας απαραιτήτους γνώσεις ενός επαγγελματίου, και χωρίς να έχει μαθητεύσει πλησίον τεχνίτου τινός, παρά μόνον με τας οδηγίας του χαρίσαντος εις αυτήν την μηχανήν, όπως δύναμαι να γνωρίζω, καθόσον,  όταν η εξαδέλφη μου την απέκτησε,  έτυχε να βρίσκομαι και εγώ εις την Σκιάθον. Ο θείος μου, ο πατέρας της Μαχούλας ο Νίκος ο  Μπέρδες,  διατηρεί το γνωστόν  καφενείον εις τον  λιμένα  της Σκιάθου και η μηχανή  αποτελεί δώρον αναμνηστικόν του εξ Αμερικής ομογενούς μας Τζον Στόθισον (Γιάννη Ευσταθίου) με αφορμήν  την επάνοδόν  του εις το νησί και τους γάμους του με την προ πολλών χρόνων αρραβωνιαστικήν του, την οποίαν επιστρέψας, εύρε  να τον περιμένει… Εις την Μαχούλα την εξαδέλφην μου, η οποία ανύπανδρος τριακοντούτης ούσα, συνδράμει τον πατέρα της εις το εσωτερικόν του καφενείου, ο ίδιος ο Στόθισον συγκεκινημένος από την δικήν του χαράν, εχάρισε την φωτογραφικήν μηχανήν Κοντάκ, την οποίαν έφερε μαζί του από την Αμερικήν, καθώς και  δέκα φωτογραφικάς πλάκας, της έδωσε δε τας απαραιτήτους οδηγίας χρήσεως με την προϋπόθεσιν βεβαίως  αι πλάκαι να εμφανίζονται υπό επαγγελματίου. Τέτοιος επαγγελματίας δεν υπάρχει εις την Σκιάθον και για τον λόγον αυτόν απευθύνομαι εις υμάς.  Η Μαχούλα, ορφανή εκ  κοιλίας μητρός, ανετράφη παρά του πατρός της και παρά το ότι δεν γνωρίζει να διαβάζει,  είναι εν τούτοις φιλομαθής και ανέπτυξε ενδιαφέρον δια τας εφευρέσεις και τας ανακαλύψεις εις τας οποίας αναφέρονται οι παλαιοί ναυτικοί  από τα ταξίδια των, συζητώντες εις το καφενείον του Μπέρδε. Ο Στόθισον, την ενθυμείτο νήπιον, προτού αναχωρήσει δια την Αμερικήν και τώρα την εβρήκε μεγάλην κοπέλαν. Ο πατήρ της απορροφημένος από τας μερίμνας του καταστήματος και την βιοπάλην, και έχων  συνηθίσει την παρουσίαν της παρά το πλευρόν του εις το καφενείον, δεν την έκλεισε στο σπίτι όπως συνηθίζεται για τα κορίτσια εδώ που μανδαλώνονται στα σπίτια τους αλλά την κρατά με τον τρόπο του έγκλειστην εις την κουζίναν του καφενείου του.Η φωτογραφική μηχανή του Στόθισον, θα αποτελέσει μεγάλην χαράν και παρηγορίαν δια την Μαχούλαν, αφού θα δύναται πλέον, όπως αι συνομίληκοί της με το κέντημα ζωγραφίζουν τον ουρανόν με τα άστρα, την γην με τα λούλουδα, την θάλασσαν με τα καράβια, ή έστω, μια γωνίαν ουρανού, μια γωνίαν γης, μια γωνίαν θαλάσσης, και αυτή να ζωγραφίσει, έστω και χωρίς χρώματα, τους διακαμούς, τα είδωλα των γυναικών του νησιού μας. Αυτό αποφάσισε να κάνει, όταν μάλιστα ο Στόθισον της έδειξε μια φωτογραφία του τραβηγμένη με την Κοντάκ, που είχε φέρει από την Αμερική, και αυτήν της την απόφασιν ευρίσκω, παρά τας αρχικάς επιφυλάξεις μου δια την ευκολίαν της φωτογραφήσεως και την δημιουργίαν ειδώλων, απολύτως αθώαν και ψυχωφελή δια το ήθος της εξαδέλφης μου και για τον λόγο αυτό αποφάσισα να την διευκολύνω, όσον μου είναι δυνατόν.
Δια τον λόγον αυτό, σεβαστοί μου κύριοι  Καλημέρη, σας πέμπω και ένα δεκάδραχμον χάρτου δια τα έξοδα της εμφανίσεως με την παράκλησιν να προμηθεύσετε  νέας πλάκας δια την εξαδέλφην μου, καθώς και να αναλάβετε και τας φωτογραφίας που θα επεχειρήσει να τραβήξει εις το μέλλον. Θα τις αποστέλλετε εις εκείνην  μόνον δια χειρός του  καλογήρου Ιγγλέζη. Εις περίπτωσιν όπου υπάρξουν και άλλα έξοδα, είμαι διατεθειμένος να τα αναλάβω εγώ ο ίδιος. Με ευχάς δια υγείαν και μακροημέρευσιν εις εσάς και την οικογένειάν σας και κάθε επιτυχίαν εις την νεοσύστατον επιχείρησίν σας 
Με σεβασμόν Αλέξανδρος Παπα Αδαμαντίου 

Ο κύριος Αργύρης, τακτοποιούσε τον φάκελο πίσω στο λεύκωμα και ο Άλκης μου θύμισε, πως ο Τζον Στόθισον της επιστολής, ή Γιάννης Ευσταθίου και η ιστορία της επιστροφής του από την Αμερική, όπου πράγματι βρίσκει την αρραβωνιαστικιά του να τον περιμένει, ιστορούνται στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «ο Αμερικάνος», όπου αναφέρεται και η ταβέρνα του Νίκου του Μπέρδε, χωρίς όμως καμία νύξη για την κόρη του Μπέρδε την Μαχούλα της επιστολής, ούτε και για την συγγένεια μεταξύ τους. Ο ίδιος άλλωστε δεν συνήθιζε να πηγαίνει σε αυτό το καφενείο, πήγαινε στο άλλο του μπαρμπα Αναγνώστη «το πιο φτωχικό».

Ο κύριος  Αργύρης, μας είπε πως υπήρξε μόνο μια ακόμη  αποστολή φωτογραφιών με τις νέες πλάκες που έστειλε ο πρόγονός του στη Σκιάθο για την Κοντάκ της Μαχούλας, και μετά δεν υπήρξε συνέχεια. Ποιος ξέρει τι έγινε; Να έχασε το ενδιαφέρον της η Μαχούλα, να πέθανε – και αυτό δεν αποκλείεται – να παντρεύτηκε; Αυτό μάλλον δύσκολο λόγω της ηλικίας της και όχι λόγω της προίκας της, μια και ο πατέρας της ο Μπέρδες, μπερδεύοντας  τα  λόγια του, τα ποτά -  ίσως και τα ρέστα -  τον είχε τον τρόπο του. Ο Παπαδιαμάντης δεν αναφέρει τη Μαχούλα και τη μηχανή της σε κανένα διήγημά του, μας είπε…
«Εκτός και αν θέλει  να θολώσει τα νερά», είπα εγώ,  «μια και μιλά για μια εξαδέλφη Μαχούλα στην Φαρμακολύτρια, μια γυναίκα μεγαλύτερη σε ηλικία από αυτόν…». Ο  Άλκης, παραδέχτηκε ότι όντως σε  αυτό το διήγημα  υπάρχει μια εξαδέλφη Μαχούλα, που όμως είναι παντρεμένη και έχει ένα γιο που φοβάται ότι του έχουν κάνει μάγια. «Ναι»,  είπα εγώ… «αυτή που είκοσι έτη μετά την ξανασυναντά και δεν έχει γεράσει…σαν να είναι πιο όμορφη, σαν να ζει μια δεύτερη νεότητα…»
«Ναι, ναι…μια δεύτερη νεότητα», είπε ο κύριος Αργύρης…
Και μετά χαμογέλασε με νόημα:  «Για σκεφτήτε το: είκοσι χρόνια μετά και εκείνη δεν αλλάζει. ΄Οπως  φαίνεται κάποιος σε μια  παλιά του φωτογραφία».


Επειδή σε μια παρόμοια περίπτωση συναντήσεων, φωτογραφήσεων  - πάλι σχετικών με την πόλη του Βόλου -  (βλ. ανάρτηση Με τον Ιαγουάθα στο Βόλο ή ο ζωγράφος Θεόφιλος στη χώρα των θαυμάτων εδώ: http://waxtablets.blogspot.com/2010/09/blog-post_24.html η γράφουσα παραλίγο να θεωρηθεί απατεών, ας δηλώσω λοιπόν εκ των προτέρων, αλλά όχι ως δήλωση μετανοίας, ότι το άνωθι είναι προϊόν μυθοπλασίας)

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 63 - 64 του περιοδικού Εμβόλιμον, Χειμώνας - Άνοιξη 2012

Σημειώσεις:

1.  To 1878 ο George Eastman  στο Ρότσεστερ της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, εφηύρε τις ξηρές πλάκες για τη φωτογράφηση που αντικαθιστούσαν τις υγρές που έπρεπε να εμφανιστούν επί τόπου και τούτο  αποτέλεσε τομή για την τέχνη της φωτογραφίας. Το 1888 δημιουργήθηκε η εταιρεία Kodak  και η φωτογραφική μηχανή που με ένα κλικ μπορούσες να τραβήξεις φωτογραφία ήταν διαθέσιμη για εκατομμύρια ερασιτέχνες στο εμπόριο στην Αμερική .  Από το 1889 ήταν υπήρχε το φιλμ σε μορφή ελισσόμενης ταινίας (ρολό),  και το 1898 κυκλοφόρησε η μηχανή τσέπης με τις διαστάσεις του αρνητικού φιλμ  2 1/4- ίντσες Χ  3 1/4-ίντσες, ίδιες για δεκαετίες… – το 1906 βέβαια ο Νιρβάνας που φωτογράφισε τον Παπαδιαμάντη πρέπει να χρησιμοποίησε παλιά Κοντάκ με πλάκες…γιατί ανησυχεί για το πώς θα εμφανιστούν οι πλάκες…; «Η μόνη μου ανησυχία ήτανε μήπως δεν επέτυχαν οι πλάκες», αναφέρει όταν αφηγείται τα της φωτογράφησης του Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή, στα Φιλολογικά του Απομνημονεύματα.
Η μηχανή που χάρισε ο Αμερικάνος στη Μαχούλα γύρω στα 1890, θα υποθέσουμε ότι ήταν παλιάς τεχνολογίας και είχε πλάκες…
Το 1890, από την επιστολή της 28 Οκτωβρίου του Παπαδιαμάντη προς τον πατέρα του, συμπεραίνουμε ότι ο αδελφός του Γεώργιος ήταν γραμματέας της Δημαρχίας Βόλου…Α. Παπαδιαμάντη, Γράμματα, επιμέλεια Οκτ. Μερλιέ, σελ. 169…
2. Θεωρείται, σύμφωνα με την μαρτυρία του Παύλου Νιρβάνα, ότι ο Παπαδιαμάντης συγκατένευσε στην φωτογράφισή του, και ο Π. Ν. σχεδόν την «υφάρπασε» την φωτογραφία. Είχε πει μάλιστα μεταξύ αστείου και σοβαρού το βιβλικό « ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον»…Θα ήθελα ωστόσο με την ευκαιρία αυτή, να αναφέρω ότι το 1882, που δημοσιεύτηκαν οι Έμποροι των Εθνών, τέσσερα χρόνια δηλαδή μετά την εφεύρεση της φωτογράφησης με ξηρές πλάκες, ότι ο Παπαδιαμάντης πρέπει να έχει ενδιαφερθεί ιδιαιτέρως για την νέα αυτή τεχνολογία και πρέπει να τον απασχολούν οι δυνατότητες αποτύπωσης που παρέχει…Δεν διστάζει μάλιστα, παραβιάζοντας τα όρια του πραγματολογικά ορθού να  αναφέρει την φωτογράφηση στο μεσαιωνικό μυθιστόρημά του σε  ένα πλαίσιο μάλιστα που κάτι τέτοιο δεν ήταν πραγματολογικά δυνατό:

«Η νέα γυνή έρριψε στιγμιαίον βλέμμα προς τον Αββάν Αμμούν, και το μετέφερεν ευθύς απ’ αυτού, αλλά τόσον ακαριαίως, ώστε ως έγγιστα εξέφραζε τούτο την εξής έννοιαν. «Α, είναι καλόγηρος, τι με μέλει;» Το βλέμμα της δε έπεσε βαθύ, ερευνητικόν και διαμπερές επί της μοναχής της κλινήρους. Την εκοίταζεν ως να επεθύμει ουχί μόνον να φωτογραφήση την εικόνα της, αλλά να καταμετρήσει την συνείδησίν της και να αναγνώση τον βίον της γεγραμμένο επί του ωχρού εκείνου μετώπου.»



Εικόνες από το ίντερνετ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ εκτονώνεστε ...