του Alexandre Afonso
Το 2000, ο οικονομολόγος Steven Levitt και ο κοινωνιολόγος Sudhir Venkatesh δημοσίευσαν ένα άρθρο στο περιοδικό Quarterly Journal of Economics για το εσωτερικό σύστημα διαμόρφωσης μισθών μιας συμμορίας ναρκωτικών ουσιών στο Σικάγο. Το κείμενο αυτό θα αποτελούσε αργότερα τη βάση για ένα κεφάλαιο στο best seller βιβλίο των Levitt και Dubner Freakonomics[i]. Ο τίτλος του κεφαλαίου «Γιατί οι έμποροι ναρκωτικών μένουν ακόμη με τις μαμάδες τους» βασίστηκε σε ευρήματα έρευνας που δείχνουν ότι η κατανομή εισοδήματος μέσα στις συμμορίες κλίνει εξαιρετικά υπέρ αυτών που βρίσκονται στην κορυφή, ενώ οι πωλητές δρόμου στον πάτο της πυραμίδας κερδίζουν λιγότερα ακόμη και από έναν υπάλληλο που εργάζεται σε νόμιμη δραστηριότητα σε πόστο χαμηλών δεξιοτήτων, όπως για παράδειγμα στα McDonald’s. Υπολόγισαν ότι το ωρομίσθιο τους αντιστοιχεί σε 3.30 δολάρια, πολύ παρακάτω δηλαδή από ένα μισθό διαβίωσης (γι’ αυτό το λόγο εξακολουθούν και μένουν με τις μαμάδες τους)[ii].
Αν λάβει κανείς υπόψη του τον κίνδυνο να πυροβοληθεί από αντίπαλες συμμορίες, να καταλήξει στη φυλακή ή να ξυλοκοπηθεί από ανώτερους τους στην ιεραρχία, αναρωτιέται κανείς γιατί οποιοσδήποτε θα επέλεγε να εργαστεί για ένα τόσο χαμηλό εισόδημα και κάτω από τέτοιες απαίσιες εργασιακές συνθήκες αντί να αναζητήσει εργασία στα McDonald’s. Ωστόσο, οι συμμορίες δεν έχουν καμία πραγματική δυσκολία στην πρόσληψη νέων μελών. Ο λόγος για αυτό είναι η προοπτική του μελλοντικού πλούτου, παρά το τρέχον εισόδημα και τις εργασιακές συνθήκες, που αποτελεί την βασική κινητήρια δύναμη ώστε να παραμένουν στην επιχείρηση: τα χαμηλόβαθμα βαποράκια ανταλλάσουν το τρέχον εισόδημά τους για ένα (αβέβαιο) μελλοντικό πλουτισμό.
Τα απλά μέλη είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο για να βρεθούν στην κορυφή, όπου η ζωή είναι ωραία και τα λεφτά ρέουν. Είναι αρκετά απίθανο ότι θα τα καταφέρουν (τα ποσοστά θνησιμότητά τους είναι εξωφρενικά υψηλά άλλωστε), είναι προετοιμασμένοι όμως «να γίνουν πλούσιοι ή να πεθάνουν προσπαθώντας».
Με μία σταθερή παροχή νέων πωλητών ναρκωτικών χαμηλής βαθμίδας που εισέρχονται στην αγορά και είναι έτοιμοι προς εκμετάλλευση, οι μεγαλέμποροι ναρκωτικών μπορούν να γίνουν όλο και πιο πλούσιοι χωρίς να χρειάζονται να διανείμουν τον πλούτο τους προς τα κάτω. Έχουμε μια αυξανόμενη μάζα απλών μελών έξω από τον κύκλο έτοιμων να θυσιάσουν τα εισοδήματά τους με αντάλλαγμα το μελλοντικό πλουτισμό, και ένα μικρό πυρήνα «μυημένων» που διασφαλίζουν εισοδήματα κατά κύριο λόγο εις βάρος αυτής της μάζας. Μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως μια αγορά όπου ο νικητής τα παίρνει όλα.
Ο Ακαδημαϊκός κόσμος ως Αγορά Δυαδικής Εργασίας
Η ακαδημαϊκή αγορά εργασίας είναι δομημένη από πολλές απόψεις σαν μια συμμορία ναρκωτικών, με ένα αυξανόμενο πλήθος εκτός του κύκλου και ένα μικρό πυρήνα «μυημένων». Ακόμη κι αν η πιθανότητα να πυροβοληθείς στον ακαδημαϊκό χώρο είναι σχετικά μικρή (εκτός κι αν είσαι πολύ αυστηρός βαθμολογητής με τα γραπτά των φοιτητών), μπορούμε να παρατηρήσουμε μια παρόμοια δυναμική. Ο ακαδημαϊκός χώρος είναι μόνο ένα ακραίο παράδειγμα αυτής της τάσης, αλλά επηρεάζει τις αγορές εργασίας σχεδόν παντού. Ένα από τα καυτά θέματα στην έρευνα της αγοράς εργασίας αυτή τη περίοδο είναι αυτό που αποκαλούμε «δυαδικότητα»[iii]. Η δυαδικότητα είναι η ενίσχυση αυτού του χάσματος, μεταξύ των «μυημένων» που απολαμβάνουν μια ασφαλή και σταθερή εργασία και των εξωτερικών του κύκλου που βρίσκονται με ορισμένου χρόνου, επισφαλή απασχόληση. Τα ακαδημαϊκά συστήματα, λίγο πολύ παντού, βασίζονται, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, στην προμήθεια τέτοιων εξωτερικών, που είναι έτοιμοι να παραιτηθούν από το μισθό και την εργασιακή ασφάλεια ως αντάλλαγμα της προοπτικής μιας αβέβαιης ασφάλειας, του κύρους, της ελευθερίας και των σχετικά υψηλών απολαβών που οι τακτικές ακαδημαϊκές θέσεις συνεπάγουν[iv].
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την τάση; Ένας από τους βασικούς δομικούς παράγοντες είναι η μαζική αύξηση του αριθμού διδακτορικών τίτλων σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Στο Διάγραμμα 1 παρουσιάζεται η αναλογία των κατόχων διδακτορικών ως ποσοστό της αντίστοιχης ηλικιακής κατηγορίας σε μια σειρά χωρών του ΟΟΣΑ σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, το 2000 και το 2009. Όπως μπορούμε να δούμε, η αναλογία αυτή έχει αυξηθεί κατά περίπου 50% σε 9 χρόνια, και αυτή η αύξηση είναι ιδιαίτερα έκδηλη σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ελλάδα ή η Σλοβακία, όπου και σχεδόν τριπλασιάστηκε, αν και από ένα χαμηλό αρχικά επίπεδο. Ακόμα και στις χώρες που παρουσίαζαν ήδη υψηλά ποσοστά, η αύξηση είναι σημαντική: 60% στην Μεγάλη Βρετανία, ή σχεδόν 30% στη Γερμανία. Από το 2000 ο αριθμός διδακτορικών τίτλων στις χώρες του ΟΟΣΑ παρουσιάζει αύξηση 5% κατά μέσο όρο το χρόνο[v].
Παρατηρούμε λοιπόν ένα αυξανόμενο αριθμό από λαμπρούς απόφοιτους διδακτορικών να εισέρχονται κάθε χρόνο στην αγορά ελπίζοντας να εξασφαλίσουν μια μόνιμη θέση καθηγητή απολαμβάνοντας ελευθερία και υψηλό μισθό, κάτι σαν τα βαποράκια που ελπίζουν να γίνουν μεγαλέμποροι ναρκωτικών. Για να το επιτύχουν αυτό, είναι θυσιάσουν το εισόδημα και την ασφάλεια που θα μπορούσαν να είχαν σε άλλους τομείς εργασίας, και να αποδεχτούν επισφαλείς εργασιακούς όρους με την ελπίδα να διασφαλίσουν θέσεις εργασίας που δεν επεκτείνονται με τον ίδιο ρυθμό. Εξαιτίας της αυξανόμενης εισροής πρόθυμων «εξωτερικών» έτοιμων να αποδεχτούν αυτού του είδους εργασιακών συνθηκών, αυτό επιτρέπει στους «εντός του κύκλου» να αναθέτουν σε αυτούς ορισμένα από τα καθήκοντά τους, ειδικά το κομμάτι της διδασκαλίας, σε ένα πλαίσιο λειτουργίας όπου υπάρχει εντεινόμενη πίεση για έρευνα και δημοσιεύσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πυρήνας συρρικνώνεται ενώ η περιφέρεια διευρύνεται, ενώ ταυτόχρονα ο πυρήνας εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την περιφέρεια. Σε πολλές χώρες τα πανεπιστήμια βασίζονται σε ένα αυξημένο βαθμό σε έναν «εφεδρικό στρατό» ακαδημαϊκών που δουλεύει με περιστασιακές συμβάσεις λόγω ακριβώς αυτού του συστήματος κινήτρων.
Μορφές Δυαδικότητας
Όσα αναφέραμε παραπάνω δείχνουν την ευρεία δυναμική που εκτείνεται σε διάφορες χώρες. Ωστόσο, το σύνορο μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών ομάδων διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα από διαφορετικές χώρες.
Στις ΗΠΑ, οι αριθμοί από το τμήμα εκπαίδευσης που αναφέρεται στο The Atlantic (Διάγραμμα 2) δείχνουν ότι περισσότερο από 40% του διδακτικού προσωπικού στα πανεπιστήμια είναι σήμερα μερικής απασχόλησης δίχως μόνιμη θέση ή έκτακτοι λέκτορες που αμείβονται με το μάθημα, χωρίς ασφάλιση υγείας ή οτιδήποτε άλλο που σχετίζεται με μία τυπική θέση εργασίας[vi]. Όπως μπορούμε να δούμε από το γράφημα, το ποσοστό μόνιμων ακαδημαϊκών θέσεων έχει μειωθεί δραματικά. Αυτό δε σημαίνει ότι ο απόλυτος αριθμός των διδασκόντων έχει λιγοστέψει, για την ακρίβεια έχει αυξηθεί σημαντικά, αλλά έχει επεκταθεί με διδακτικό προσωπικό με επισφαλείς δουλειές και χαμηλά εισοδήματα. Το περιοδικό The Chronicle of Higher Education πρόσφατα είχε ένα ρεπορτάζ για τους έκτακτους καθηγητές που βασίζονται σε κουπόνια φαγητού της πρόνοιας[vii]. Το άτομο που αναφέρεται στο άρθρο δηλώνει καθαρό μηνιαίο εισόδημα 900 δολαρίων, που δυστυχώς δεν είναι πολύ μακριά από το ωρομίσθιο των 3 δολαρίων που κερδίζει ένα βαποράκι, μόνο που πρόκειται για μια δουλειά πολύ υψηλότερων προσόντων.
Η Γερμανία αποτελεί μια άλλη περίπτωση όπου παραδοσιακά υπάρχει έντονος διαχωρισμός μεταξύ των «εσωτερικών» και «εξωτερικών», κυρίως λόγω της δομής-κλεψύδρας της ακαδημαϊκής αγοράς εργασίας. Από τη μία, υπάρχουν σχετικά καλές συνθήκες στο κάτω επίπεδο των διδακτορικών, και οι ευκαιρίες έχουν διευρυνθεί χάρη στις μαζικές επενδύσεις στην έρευνα και σε διδακτορικά προγράμματα τα οποία παράγουν μια πληθώρα νέων ανταγωνιστικών διδακτορικών. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν καλές θέσης εργασίας στην κορυφή, όπου οι καθηγητές είναι συγκριτικά καλοπληρωμένοι και διαθέτουν μεγάλη αυτονομία. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσα, για εκείνους που μόλις απέκτησαν το διδακτορικό τους υπάρχει μόνο μια μεγάλη τρύπα κατά την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουν μια περίοδο με συμβόλαια ορισμένου χρόνου (wissenschaftliche Mitarbeiter) ή αναπληρωτή διδάσκοντα (Vertretungsprofessur) για μερικά χρόνια, μετά από τα οποία μπορούν να ελπίσουν στην πρώτη μόνιμη θέση εργασίας τους μετά τα 40, ενώ στη δεκαετία του 1970 το ίδιο συνέβαινε στην ηλικία των 30[viii]. Το Διάγραμμα 3 δείχνει τη μέση ηλικία απόκτησης του διδακτορικού τίτλου, της διατριβής επί υφηγεσία και την διεκδίκηση καθηγητικής θέσης στον κλάδο των πολιτικών επιστημών μεταξύ των δεκαετιών ’70 και ’90. Η ηλικία απόκτησης διδακτορικού τίτλου δεν έχει αλλάξει τόσο πολύ, η ηλικία όμως απόκτησης θέσης καθηγητή έχει αυξηθεί σημαντικά. Οφείλει επίσης να λάβει κανείς υπόψη του ότι στην έρευνα υπεισέρχεται και ένα αποτέλεσμα επιλογής αφού το δείγμα αποτελείται μόνο από εκείνους που έφθασαν στην απόκτηση ακαδημαϊκής θέσης και δεν λαμβάνει υπόψη του όλους εκείνους που τα παράτησαν κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού αγώνα μετ’ εμποδίων. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι οι «εσωτερικοί» του κύκλου (καθηγητές) που ελέγχουν την αγορά, συχνά συμβαίνει, να έχουν προσληφτεί σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε αυτού του είδους ο ανταγωνισμός, και μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί αν οι ίδιοι θα κατείχαν τις θέσεις αυτές εάν επικρατούσαν παρόμοιες συνθήκες στο χώρο της ακαδημαϊκής αγοράς. Ένας αριθμός νέου τύπου ενδιάμεσων θέσεων έχει δημιουργηθεί, όπως ο Juniorprofessuren (νέος καθηγητής), αλλά και αυτές είναι περιορισμένες στη χρονική τους διάρκεια και δεν είναι ισοδύναμες με τις θέσεις που οδηγούν σε ακαδημαϊκή έδρα. Η Γερμανία είναι χώρα με οικονομική σύνεση, και οι περιφερειακές κυβερνήσεις καθώς και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διστάζουν να δεσμευτούν σε χρηματοδότηση προγραμμάτων και θέσεων σε μόνιμη βάση.
Αυτός ο ακαδημαϊκός αγώνας δρόμου επιτείνεται από το γεγονός ότι σε ορισμένους επιστημονικούς κλάδους είναι κοινή πρακτική να γίνονται αιτήσεις για καθηγητικές θέσεις από ανθρώπους που κατέχουν ήδη ακαδημαϊκές έδρες με στόχο να διαπραγματεύονται καλύτερα τις συνθήκες εργασίας τους στο πανεπιστήμιο όπου ήδη εργάζονται. Το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι ότι είναι αρκετά δύσκολο για νεοαποκτηθείς κατόχους διδακτορικών να συναγωνιστούν καθιερωμένους καθηγητές και η διαδικασία πρόσληψης διαρκεί πολύ καθώς πολλοί υποψήφιοι αρνούνται και απαιτείται χρόνος για τις διαπραγματεύσεις. Αυτός που βρίσκεται σε μονιμότητα μπορεί να διαθέσει χρόνο σε αντίθεση με εκείνον που έχει μια επισφαλή θέση. Δεν μπορείς να περιμένεις δύο χρόνια όταν το πανεπιστήμιο διαπραγματεύεται με κάποιον που εν τέλει απορρίπτει τη θέση αν εσύ έχεις συμβόλαιο ορισμένου χρόνου. Αυτό είναι πραγματικά ένα προσανατολισμένο στον «εσωτερικό κύκλο», διεστραμμένο σύστημα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι διαφορετικό από την Γερμανία υπό την έννοια ότι υπάρχουν ενδιάμεσες μόνιμες θέσεις για ανθρώπους που ολοκληρώνουν τα διδακτορικά τους. Η Βρετανία είναι η μεγαλύτερη ακαδημαϊκή αγορά στην Ευρώπη και οι θέσεις λεκτόρων προσφέρουν ασφαλή εργασία για νεαρούς ακαδημαϊκούς ακόμη κι αν ο αρχικός μισθός είναι σχετικά χαμηλός λαμβάνοντας υπόψη τα κόστη ζωής, ειδικά στο Λονδίνο. Αυτό, παρόλα αυτά, δε σημαίνει ότι η βρετανική ανώτατη εκπαίδευση δε βασίζεται και αυτή σε μια μεγάλη εργατική δύναμη «εξωτερικών». Πρόσφατα η εφημερίδα Guardian σε ένα ρεπορτάζ της έκανε αναφορά στην επικράτηση των λεγόμενων συμβολαίων «μηδενικών-ωρών» στα βρετανικά πανεπιστήμια[ix]. Τα συμβόλαια αυτά δεν καθορίζουν τον αριθμό ωρών που πρέπει να εργαστεί κάποιος και εννοούν βασικά ότι οι εργαζόμενοι οφείλουν να είναι στη διάθεση του εργοδότη τους όταν υπάρχει δουλειά. Σε σύγκριση με την ηπειρωτική Ευρώπη, αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι η θλιβερή κατάσταση των διδακτορικών φοιτητών και των βοηθών διδασκαλίας οι οποίοι παρέχουν ένα μεγάλο κομμάτι διδασκαλίας και των οποίων οι εργασιακές συνθήκες είναι πολύ πιο πρόχειρες από ότι μπορεί κάποιος να συναντήσει αλλού. Όταν έκανα το διδακτορικό μου στην Ελβετία, θεωρούμουν ένας δημόσιος υπάλληλος με έναν αντίστοιχο μισθό, συνταξιοδοτικές εισφορές και κοινωνικές παροχές. Ένα μεγάλο ποσοστό διδακτορικών φοιτητών στην Βρετανία δεν έχουν τακτικές πηγές χρηματοδότησης, χρειάζεται να κάνουν αιτήσεις εδώ και εκεί για υποτροφίες, και όποτε ασχολούνται με τη διδασκαλία πληρώνονται με την ώρα ή με το κομμάτι (διόρθωση διαγωνίσματος/εργασίας) το οποίο μπορεί να ποικίλει ακόμη και στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Ο αριθμός διδακτικών ωρών στα βρετανικά πανεπιστήμια είναι δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, τουλάχιστον στα πανεπιστήμια του Russel-Group, λόγω μιας μεγαλύτερης έμφασης σε εργασίες και ανεξάρτητης δουλειάς από τους φοιτητές, αλλά επίσης λόγω εν μέρει και του γεγονότος ότι τα τμήματα μπορούν να βασιστούν σε αυτό το ευέλικτο εργατικό δυναμικό. Αυτό έχει επιταθεί από τους σκληρούς περιορισμούς που έχουν τεθεί στα πανεπιστήμια σε ότι αφορά την έρευνα και τη δημοσίευση μέσω του REF (Research Excellence Framework – Πλαίσιο Αριστείας της Έρευνας). Αυτό συμβαίνει μέσω δύο οδών. Πρώτον, καθώς η έρευνα είναι αυτή που αξιολογείται περισσότερο, δημιουργείται το έδαφος ώστε οι εδραιωμένοι καθηγητές να αποσύρονται από τη διδασκαλία για να εξασφαλίσουν ερευνητικές επιχορηγήσεις και δημοσιεύσεις αναθέτοντας έτσι τα διδακτικά καθήκοντα σε περιστασιακό διδακτικό προσωπικό. Από την άλλη, μερικά πανεπιστήμια έχουν προβάλλει κάποιες από αυτές τις προσωρινές θέσεις εξαιτίας του REF, ώστε να χρησιμοποιήσουν τις δημοσιεύσεις τους σε υποβολές διαγωνισμών. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα πανεπιστήμια θα κρατήσουν αυτό το προσωπικό μετά τη στιγμή της «εκμετάλλευσής» τους.
Το διάγραμμα 4 συνοψίζει σε γενικές γραμμές τις διαφορές που έχουν υπογραμμιστεί παραπάνω. Κατά την γνώμη μου, αυτή η μορφή του σχίσματος εσωτερικών/εξωτερικών υπάρχει παντού και πιθανόν επεκτείνεται. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι διαχωριστικές γραμμές είναι εν πολλοίς δομικές υπό την έννοια ότι το σύστημα απλά δε θα μπορούσε να λειτουργήσει δίχως τη γενναία προσφορά εξωτερικών έτοιμων να δεχτούν οποιοδήποτε είδος επαγγελματικό συμβόλαιο. Εάν είσαι κινητικός, έχεις στρατηγική και σε απασχολούν οι εργασιακές συνθήκες, ίσως να ήθελες να εκμεταλλευτείς αυτές τις διαφορές και να αποφύγεις τους εξωτερικούς κύκλους στα διάφορα στάδια της καριέρας σου. Αυτό θα σήμαινε να αποφύγεις την Βρετανία για διδακτορικό και να αποφύγεις την Γερμανία μετά το διδακτορικό.
To κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στο European University Institute’s Academic Careers Observatory Conference
[i] Levitt, S.D., and S.A. Venkatesh (2000) “An Economic Analysis of a Drug-selling Gang’s Finances”, The Quarterly Journal of Economics 115(3): 755-789; Levitt, S.D., and S.J. Dubner (2006) Freakonomics: a Rogue Economist Explores the Hidden Side of Everything. NY: HarperCollins.
[iii] Emmenegger, P., S. Häusermann, B. Palier, and M. Seeleib-Kaiser et al. (2012) The Age of Dualization: the Changing Face of Inequality in Deindustrializing Societies. Oxford: Oxford University Press.
[v] http://www.oecd-ilibrary.org/sites/sti_scoreboard-2011-en/02/01/index.html?contentType=/ns/StatisticalPublication,/ns/Chapter&itemId=/content/chapter/sti_scoreboard-2011-12-en&containerItemId=/content/serial/20725345&accessItemIds=&mimeType=text/html
[vi] http://www.theatlantic.com/business/archive/2013/04/the-ever-shrinking-role-of-tenured-college-professors-in-1-chart/274849/
[viii] Data for political scientists from Arendes, C., and H. Buchstein (2004) “Politikwissenschaft Als Universitätslaufbahn: Eine Kollektivbiographie Politikwissenschaftlicher Hochschullehrer/-innen in Deutschland 1949–1999”, Politische Vierteljahresschrift 45(1): 9-31; Armingeon, K. (1997) “Karrierewege Der Professoren Und Professorinnen Der Politikwissenschaft in Der Schweiz, Österreich Und Deutschland”, Swiss Political Science Review 3(2): 1-15.
[ix] http://www.theguardian.com/education/2013/sep/16/zero-hours-contracts-at-universities
Μετάφραση: Λένα Εξάρχου
Πηγή
Μετάφραση: Λένα Εξάρχου
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...