Θα αποπειραθώ να μιλήσω με όρους τοπικότητας και χρονικότητας για την
τέχνη και το ρόλο της στο Δημόσιο Χώρο. Για την ανάκληση ενός κοινού
κοινωνικού Τόπου. Σε τελική ανάλυση για την ανάκτηση αυτής της
ίδιας έννοιας της κοινωνίας που μειώνεται. Η Μάργκαρετ Θάτσερ εκκινώντας
τις πολιτικές εφαρμογές ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού έλεγε: «Δεν
υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οικογένειες.». Έτσι ξεκίνησε η επίθεση
στην κοινωνία.
Η δημόσια τέχνη είτε ως χώρος, είτε ως χρήση τουλάχιστον στην Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα, μοιάζει ακόμα μια αδύνατη υπόθεση. Οι «καλλιτεχνικές» παρεμβάσεις στον κοινό – Δημόσιο χώρο έχουν σκοπό να οικειοποιηθούν τον θεσμοθετημένο χώρο της πόλης, να τον ανακτήσουν, μέσα από την διάνοιξη ενός διαλόγου με τον πολίτη, να κατοικήσουν αυθαίρετα ή με κοινή συναίνεση ως δικό τους χώρο – των πολιτών χώρο, του εμείς – και να εγγράψουν μορφές επικοινωνίας, δημιουργικότητας, ή ακόμα καλύτερα Τέχνης στην βιωμένη καθημερινή εμπειρία.
Η πρόκληση σήμερα για το εγχείρημα αυτό είναι πάντα μεγαλύτερη σε χαρακτηριστικές περιοχές των Αστικών Κέντρων που απροκάλυπτα και με οξύτητα εγγράφουν όλες τις τραγικές όψεις της βαθειάς όσο και ταχείας υποβάθμισης που έχει συντελεστεί. Φαινόμενα της βαθειάς ύφεσης και της διαρθρωτικής κρίσης που διέρχεται ο τόπος με την επιτάχυνση μετάδοσης ως κοινωνικού λοιμού. Η συρρίκνωση «κατάρρευση της οικονομικής εμπορικής δραστηριότητας και χρήσης», γκετοποίηση, μέσα σε ένα ελώδες (βαλτώδες) λιμναίο κοινωνικό αίσθημα ανέχειας, ένδειας, πολιτικής εγκατάλειψης, κοινωνικής κατάρρευσης εγγράφει υπό μορφή ψηφιδωτού όλα τα απορυθμιστικά – αποδομικά φαινόμενα της κοινωνικής πραγματικότητας.
Στην Ελλάδα ο δημόσιος χώρος πλήττεται, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, από ένα διαρκώς εντεινόμενο κοινωνικό αίσθημα απαξίωσης. Η απαξίωση, οι αυθόρμητες πρακτικές και δράσεις ή ακόμα και η αυθαίρετη κατάληψη ή καταστροφή του δημόσιου χώρου αποτελούν μια αρνητική εμπειρία – αντίδραση σε κάθε μορφή λειτουργικής και αισθητικής αναμόρφωσης του δημόσιου αστικού χώρου. Στη σημερινή κατάσταση η περιθωριακότητα δεν αφορά μικρές ομάδες, διαμορφώνεται ως μαζική περιθωριακότητα.
Η παθογένεια της σχέσης του πολίτη με τον δημόσιο χώρο παραμένει χρόνια και αμφίδρομη. Στη σχέση αυτή κυριαρχεί η δυναμική της αντίθεσης, καθώς δεν εδραιώθηκαν ποτέ οι όροι μιας κοινωνικής ενότητας, μιας συναίνεσης. Η λανθάνουσα αποκλίνουσα λειτουργία του κράτους και των θεσμών είναι αυτή που τις περισσότερες φορές καθορίζει κατά κύριο λόγο (σχεδόν αποκλειστικά) τους όρους, την τροπή και την ένταση αυτής της αύξουσας διαρθρωτικής παθογένειας, με κυρίαρχη την έλλειψη της κοινωνικής συνοχής και την αδιέξοδη εσωστρέφεια. Η ανάκτηση του δημόσιου χώρου, η κατοίκησή του από τον πολίτη με όρους κοινότητας, συλλογικότητας, εμπιστοσύνης, ευθύνης και δημόσιου αισθήματος, αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.
Ένα ερώτημα και μια υπόθεση εργασίας είναι αν οι καλλιτεχνικές παρεμβάσεις μπορούν να αντιπαρατεθούν σε ένα διαμορφωμένο και παγιωμένο από τους μηχανισμούς των media μέσο γούστο. Από την άλλη πλευρά, αν η σύγχρονη τέχνη μπορεί να ξεπεράσει την ασφάλεια, τα στεγανά του ειδικού χώρου μέσα στον οποίο προσδιορίζεται (αίθουσα τέχνης, Μουσείο, φιλότεχνο κοινό), και να δοκιμάσει τη λειτουργία της στον ανοιχτό δημόσιο χώρο. Μπορεί να ανατρέψει τη δυσπιστία ή την αδιαφορία του θεατή και τον κοινωνικά διαχωρισμένο ρόλο που ο πολίτης της αποδίδει; Είναι πάντως ενδεικτικό ότι η υψηλή επένδυση με την ένταξη προωθημένων έργων σύγχρονης τέχνης στους σταθμούς του Αττικού Μετρό έχει επιβεβαιώσει αφενός τη θετική υποδοχή, αφετέρου τη βαθμιαία αφομοίωση και ενσωμάτωση των έργων στην καθημερινή εμπειρία των πολιτών. Το ειδικό πεδίο ενδιαφέροντος της Α.Σ.Κ.Τ. εστιάζεται στην εγγραφή μιας αισθητικής πολυφωνίας χωρίς αποκλεισμούς, με παρεμβάσεις που ενθέτουν τις μορφές της σύγχρονης τέχνης στην καθημερινή εμπειρία.
Είναι σαφές ότι η τέχνη δεν μπορεί να επιλύσει κοινωνικά προβλήματα. Η συμβολή, η κατανόηση και η πρόθεση μιας αναμόρφωσης του δημόσιου χώρου χωρίς αποκλεισμούς και τραγικές κοινωνικές ανισότητες, με γνώμονα ένα δημοκρατικό σχεδιασμό, μας οδηγούν στην παράλληλη διερεύνηση των κοινωνικών, πολιτικών παραμέτρων που διαμόρφωσαν την κατάσταση αυτή στο αστικό περιβάλλον, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη σύνδεση των επιμέρους λύσεων με την πολιτική διάσταση του προβλήματος, τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στο χώρο του υποκειμένου.
Στην καθημερινή βίωση της πόλης υπάρχει η ανάγκη του ατόμου να διατηρήσει την ατομικότητα και την σχετική αυτονομία του, απέναντι στις συνθλιπτικές κοινωνικές νόρμες – ρόλους και δυνάμεις που τον περιβάλλουν. (Από την άλλη πλευρά η αντίδραση και περισσότερο ο χώρος της επιθυμίας, δεν αιχμαλωτίζεται εύκολαα – παρά τους μηχανισμούς υποκατάστασης (media-κατανάλωση) και αναπλήρωσης – από τα συστήματα μέσα στα οποία αναπτύσσονται).
Η ιδιωτικότητα ενδυναμώνεται ολοένα περισσότερο σήμερα υποβοηθούμενη και υποστηριζόμενη από τις τεχνολογικές συνιστώσες και υποδομές. Η ιδιωτική ζωή αφήνει ολοένα και λιγότερα ίχνη στο Δημόσιο χώρο της πόλης. Ο καθένας μέσα από το σπίτι του παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν έξω, μέσα από τα media. «Αν όμως έχουμε απορροφηθεί τόσο στα εν οίκω, θα μπορεί να έχει οποιαδήποτε παρουσία η τέχνη εν δήμω;»
Καλούμαστε λοιπόν να δράσουμε και να ενεργήσουμε σε ένα πλαίσιο προβληματικό, συγκρουσιακό εγγράφεται και καθορίζεται από ταυτόχρονες κυρίαρχες εκφάνσεις και συνιστώσες αντίθεσης:
1. Τα
συνεχιζόμενα διλήμματα και εγγενή αμφίθυμα αισθήματα Ευρωφιλίας και
Ευρωφοβίας, τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, συνδεδεμένη με την ιστορία, τα
τραύματα, τις ανακολουθίες και τις ασυνέχειες του νεοελληνικού κράτους,
που συναγωνίζονται στο: «εφάμιλλο του Ευρωπαϊκού ή παπούτσι από τον
τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο»
2. Τις
συνεχείς ασκούμενες ασφυκτικές μεταρρυθμιστικές πιέσεις για την
Ευρωπαϊκή σύγκλιση, και την κρίση που επιφέρει πάνω σε μια κοινωνία η
διαδικασία με στόχο την σταθερότητα και σταθεροποίηση της Ελλάδας, σε
μια Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και
3. Την σφοδρότητα της ματαίωσης που επιφέρει σήμερα η διαρκής συστημική απορρύθμιση του παγκοσμιοποιημένου χρηματοοικονομικού κεφαλαίου, και τις συνακόλουθες καταστροφές που επιφέρει στον κοινωνικό ιστό και την συνοχή της κάθε κοινωνίας.
Αυτό μου φέρνει στο νου το αμερικάνικο σχέδιο Δημόσιων έργων αλλά και του εκτεταμένου σχεδίου Δημόσιων Καλλιτεχνικών Παρεμβάσεων κατά τα χρόνια του οικονομικού κραχ (1929-1934). Σχέδιο στο οποίο συμμετείχαν και νεαροί καλλιτέχνες πολλά από τα μεταγενέστερα μεγάλα ονόματα της Αμερικανικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Αυτό που έχει αναδείξει η εμπειρία της σύγχρονης τέχνης είναι η μετατόπιση του κύριου ενδιαφέροντος από το καθαυτό έργο τέχνης στο πλαίσιο και τους όρους μέσα στους οποίους επισυμβαίνει, συντελείται, και το ρόλο που αποδίδει στην λειτουργία-συμμετοχή του θεατή – διάσταση και παράμετρος με βαρύνουσα σημασία καθώς μάλιστα μιλάμε διακρίνοντας μια τέχνη στον Δημόσιο χώρο. (Διάκριση για λόγους έμφασης αφού έτσι κι αλλιώς όλη η τέχνη είναι δημόσια καθώς προϋποθέτει την έκθεσή της, τη δημοσιοποίησή της, τη συμμετοχή, την έκδοση, και την προβολή της, την παρουσία του θεατή, μια θέση λειτουργίας πάντα διυποκειμενική, και έτσι Δημόσια.).
Όπως θυμάμαι από τον Τάσσο Λειβαδίτη: «Ακόμα και την ζωή μου όταν διηγούμαι, αποκτάει ένα νόημα μια σημασία για τους άλλους». Η ζωή ως μεγεθυμένη ενικότητα. Η Τέχνη είναι εγκυστρωμένη στη μερικότητα, δεν διαθέτει θεωρησιακές γενικεύσεις.
Μιλάω για την αναγκαιότητα να αναδυθεί ένα συλλογικό κοινωνικό αίσθημα που έχει απολεσθεί σήμερα, δεν έχει εκφραστικά μορφοποιηθεί (μέσα από το σκοτάδι και την μουγκαμάρα στερούμαστε αυτή την αφήγηση). Δηλαδή τον κοινό τόπο της κατοίκησης, της ιδιοποίησης, των μεταβάσεων όπου ο Πολίτης, το συλλογικό υποκείμενο, η κοινωνία, είναι χρήστης και πρωταγωνιστής στην αφήγηση. (Η ζωή βγάζει στην επιφάνεια ότι έχει αποκλιστεί από το κυρίαρχο κανονιστικό σχέδιο). Αποδίδω μεγάλη σημασία στην έλλειψη της Έκφρασης ενός συλλογικού κοινωνικού αισθήματος. Η πραγματικότητα είναι τυφλή και άφωνη από τη μεριά της κοινωνίας, ενώ ποτέ άλλοτε τα media δεν μετέτρεψαν αυτή τη μεγάλη σιωπή των πραγμάτων σε τέτοια φλυαρία. «Οι «διαμάχες» για τους αριθμούς, έγιναν οι θεολογικοί μας πόλεμοι.».
Μιλάω για μια εγγραφή στη συμβολική τάξη, αισθήματος, έκφρασης κοινωνικής συνοχής. Μια διαμόρφωση του συλλογικού υποκειμένου (των πολιτών) σε επίπεδο προσοχής, μνήμης, και ανάδυσης των συναισθημάτων της κοινωνίας – όπως έκανε η τέχνη πάντα. Να διεγείρει το υπόστρωμα της ύπαρξης, την συνείδηση προτρέποντας το συλλογικό σώμα προς μια ροπή, για δράση έναντι της παθητικότητας.
Μιλάω για μια Τέχνη στο Δημόσιο χώρο ως μια άλλη φωνή που δεν καταφάσκει, δεν αναπαράγει την ισχυρή εξωτερική τάξη που επιβάλλεται, δεν μεταδίδει μια μονοσήμαντη γνώση, δεν χειραγωγεί. Εισάγει μια ανοικτή δημιουργική απροσδιοριστία, ικανή να αντιταχθεί στη πληθώρα, τις διαρκές ροές των υπερπροσδιορισμένων νοημάτων και μηνυμάτων που κατακλύζουν τον αισθητηριακό ορίζοντα των σύγχρονων καπιταλιστικών αστικών κέντρων, την κυρίαρχή μορφή της αλλοτρίωσης.
Επιπλέον, όταν μιλάμε και διακρίνουμε ως Δημόσια Τέχνη ή τέχνη στο Δημόσιο Χώρο σήμερα, μιλάμε για ετερογενείς και πολύμορφες καλλιτεχνικές πρακτικές που δεν υπόκεινται σε μια στεγανή διαχωρισμένη κατηγοριοποίηση καλλιτεχνικών αντικειμένων, πραγμάτων, καταστάσεων ή δράσεων.
«Για να υπάρχει ο χώρος πρέπει κάτι να εγχαραχθεί σ’ αυτόν, ένα ίχνος, μια χωροποιητική χειρονομία. Το καλλιτεχνικό αντικείμενο είναι αυτό που γεννά το χώρο του, ένα χώρο σχεσιακής εμπλοκής. Δημόσια λοιπόν ως προς το σχεσιακό πλέγμα που αυτή συνεπάγεται και παράγει. Ένα άνοιγμα που προϋποθέτει τον άλλο σε μια διαδικασία συμμετοχής, διαπραγμάτευσης και ατέρμονου διαλόγου. Ανάπτυξη ενός κοινού Τόπου των δικών μας ενδιαφερόντων και κανόνων απέναντι στη μικροφυσική της Εξουσίας.
Ένα ανοικτό χώρο διαλόγου ανάμεσα στη τέχνη και το συλλογικό υποκείμενο, για την διάνοιξη και την ανάδυση ενός νέου κοινωνικού αισθήματος. Μια κατασκευή νοημάτων, εικόνων, καταστάσεων, και δράσεων που μιλούν. Για την υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής για βασικά επείγοντα ζητήματα του σήμερα που διαμορφώνουν καθοριστικά το δημόσιο χώρο, για το ξεπέρασμα της επιβίωσης και το άνοιγμα στο μέλλον.
Πιεστικά προβλήματα που αναζητούν την κατασκευή νοημάτων, σημαινουσών εικόνων, την έκφραση εκ νέου ενός κοινωνικού συλλογικού αισθήματος με την Τέχνη και μέσα από την Τέχνη μέσα στην Κοινωνία. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, η σχεσιακή εμπλοκή με τον πολίτη, αναδύει ταπεινές συνδέσεις για να διανοίξει τόπους διέλευσης, συνάψεις και επαφές, με κοινωνικά διαχωρισμένα επίπεδα της πραγματικότητας.
Σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές «στο δρόμο» - μια στάση απέναντι - σε αντιπαράθεση με την κυρίαρχη μαζική κουλτούρα, απέναντι στην ομογενοποίηση, την ομοιομορφοποίηση των κυρίαρχων συμπεριφορών. Διανοίξεις, παρεισφρήσεις στη συμβολική τάξη του αστικού ιστού ως μια τακτική απέναντι σε ορατές δομημένες κυρίαρχες στρατηγικές του συστήματος.
«Ο χώρος που πλήττεται περισσότερο από τις συνθήκες γενικής πραγματοποίησης είναι ο χώρος των σχέσεων. Οι διανθρώπινες σχέσεις, αντικαθίστανται από τα εμπορεύματα και τα λογότυπα, οφείλουν να προσλάβουν άλλες, ακραίες ή λαθραίες μορφές προκειμένου να ξεφύγουν από την αυτοκρατορία του προβλέψιμου» (Ν.Μπουριώ).
Το καλλιτεχνικό πρόβλημα σήμερα δεν είναι η τεχνική απεικόνιση ή αναπαρίσταση μόνο, είναι να θέσει ερωτηματικά στους παραδεδεγμένους τρόπους που βλέπουμε (βλέπουμε άλλωστε μόνο αυτό που ξέρουμε) που αισθανόμαστε, που σκεπτόμαστε. Μπορούμε να προτείνουμε εναλλακτικούς τρόπους. Μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά για τα πράγματα, τις σχέσεις που μας περιβάλλουν.
«Η τέχνη όπως και η φιλοσοφία δεν δίνει απαντήσεις (γι’ αυτό άλλωστε σε μια χρησμοθηρική κοστολόγηση θεωρούνται πρακτικά άχρηστες και είναι σήμερα στο στόχαστρο των φιλελεύθερων μεταρρυθμιστών) θέτουν όμως ερωτήματα για τον προβληματικό χαρακτήρα του κόσμου. Ο κόσμος προβάλει μπροστά μας ως εμπόδιο προσκρούουμε πάνω του. (Η συνάντησή μας με την πραγματικότητα έχει την μορφή και τα αποτελέσματα της σφοδρότητας ενός τροχαίου ατυχήματος). Και το έργο τέχνης αναλαμβάνει να διανοίξει το χώρο αυτής της προ-βληματοποίησης»
Το έργο τέχνης ως ένας πολιτισμικός hucker διεξάγει ένα ανταρτοπόλεμο διείσδυσης στο Δημόσιο Χώρο για τον επαναπροσδιορισμό, την αλλοίωση και την μετατόπιση των υπαρχόντων κωδικών. Ένα παράσιτο πάνω στο σώμα και των στρατηγικών των μηχανισμών του συστήματος.
Είναι υπερβολή να πούμε σήμερα πως ζούμε σε μητροπολιτικά περιβάλλονται όπου η τέχνη είναι «πανταχού παρούσα». Ωστόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική σφαίρα μοιάζουν να κατακλύζονται από έναν κοσμοθόρυβο καλλιτεχνικών προτάσεων/χειρονομιών, αλλά και θεωρησιακών λόγων επ’ αυτών.
Άραγε ζούμε σε άκρως καλλιτεχνικούς καιρούς. Το μοντερνιστικό όραμα και πρόγραμμα της σύζευξης της τέχνης και της καθημερινής ζωής έγινε πραγματικότητα; Ή μήπως μια τέτοια εξέλιξη δείχνει το ακριβώς αντίθετο: ότι τα σημαίνοντα καλλιτεχνικά συμβάντα τελικά σπανίζουν.
Μήπως όμως παρά τις αγαθές αρχικές προθέσεις και χωρίς την εμμονή στο αδιαπραγμάτευτο, δίχως αρχές και στρατηγική συχνά καταλήγει και αυτή η Τέχνη να αναπαραγάγει και να ενσωματώνει τις κυρίαρχες δομές της εξουσίας;
«Ο μεγάλος εχθρός του underground ήταν πάντα η ικανότητα του κατεστημένου να αποπλανεί», γράφει ο Mario Maffi. «Το σύστημα υιοθετεί δύο τακτικές, εξουδετερώνει τα πιο επικίνδυνα για τη σταθερότητά του φαινόμενα (είτε με την αστυνομικο-νομική καταστολή είτε με την ηθική αποδοκιμασία) και, εκμεταλλευόμενο την τεράστια ικανότητά του να αφομοιώνει, αφήνει τα λιγότερο άμεσα, αν όχι λιγότερο εχθρικά στοιχεία, να χτυπιούνται παγιδευμένα στα δίχτυα του.».
Τι είναι τελικά αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε και επιδιώκουμε να ανακτήσουμε επειγόντως; Είναι η Τέχνη ως μια κοινωνικά διαχωρισμένη δραστηριότητα, περιορισμένη στο ειδικό της πεδίο; Μια πολυτέλεια για λίγους που φαντάζει και ως ειρωνική πρόσκληση σ’ αυτούς του δύσκολους καιρούς που διακυβεύεται ακόμα και η συνθήκη της επιβίωσης;
Η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το πολιτικό από το οικονομικό, το δημόσιο από το ιδιωτικό, το συλλογικό από το ατομικό, το κράτος από την κοινωνία, μειώνεται, γίνεται δυσδιάκριτη και χάνει τον χαρακτήρα της σαφούς διάκρισης. Η φαντασιακή εθνική συλλογική οντότητα ή «κοινωνία» με όρους ενός οργανωσιακού και συμβολικού συνόλου στο πλαίσιο μιας συνεκτικής, πολυλειτουργικής και πολυεπίπεδης «πολιτικής» συλλογικότητας περιορίζεται.
Το τέλος της εθνικής «προστασίας» επήλθε με την παγκόσμια επικράτηση του χρηματοοικονομικού συστήματος των απο-ενσωματωμένων αχορικών αγορών, που δεν έχουν τόπο, δεν είναι ενσωματωμένες με την κοινωνία. Βέβαια η πραγματική οικονομία λειτουργεί με σχέση αλληλοεπίδρασης με τον κοινωνικό ιστό. Τοπικά, η Ελλάδα βρίσκεται σε βαθειά κρίση «προσαρμογής» όχι μόνο της οικονομίας αλλά περισσότερο της κοινωνίας συνολικά.
Επανέρχομαι διαρκώς σαν σέϊκερ (shaker) ανάμεσα στην αναγκαιότητα ανάκτησης ενός κοινού χώρου, σε τελευταία ανάλυση της Κοινωνίας και της Τέχνης μέσα σ’ αυτήν, στον Δημόσιο Χώρο ως τόπο και ως χρήση λειτουργιών, και «χρηστικά». Στην αντίφαση και το οξύμωρο του εγχειρήματος σε μια εποχή εκτάκτου ανάγκης, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Άλλωστε αυτό είναι και το επίκαιρο σύνθημα του καθολικού εκβιασμού που ασκούν οι Αγορές. Στο αναπόδραστο και την υπεροχή της δύναμης της πολιτικής οικονομικής επιβολής αλλά και στην παράλληλη δυνατότητα που έχει η κοινωνία να αντισταθεί μέσα από μορφές ανάκτησης του συλλογικού, μέσα από πρακτικές, τακτικές, μικρά πολιτικά σχέδια, αποκλίσεις, εκτροπές. Πρακτικές και τακτικές αντίρροπες προς τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις μιας παγκόσμιας οικονομικής-πολιτικής και κοινωνικής απορρύθμισης. (Είναι φανερό δεν έχω απαντήσεις).
Πάντα απέναντι σε μια ασφυκτική και ανυπόφορη πραγματικότητα και τους πνιγηρούς εναγκαλισμούς της είμαστε «Ελεύθεροι – Πολιορκημένοι». Να το πω διαφορετικά με τα λόγια του Σάμουελ Μπέκετ: «Όταν είσαι μέσ’ τα σκατά μέχρι το λαιμό, δεν σου μένει παρά να τραγουδήσεις».
*Ο Γιώργος Χαρβαλιάς είναι πρύτανης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του κ. Χαρβαλιά στο συμπόσιο "Ποιά Ελλάδα;" που διοργάνωσε το ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...