Μας είναι πάντα πιο
εύκολο να κατηγορούμε τους άλλους για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας. Να
δηλώνουμε αδύναμοι και τόσο μόνοι απέναντι σε ένα σύστημα που τείνει να
μας μεταμορφώσει σε άλλο ένα τούβλο στον τοίχο. Όταν όμως διαμαρτυρόμαστε ενάντια στην άδικη κοινωνία ξεχνάμε ότι εμείς είμαστε η κοινωνία.
Κανείς δε θα αρνηθεί ότι
«το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι» και το κεφάλι είναι οι εκατομμυριούχοι
που πειραματίζονται ανελέητα με τους ανθρώπους σαν να είναι έντομα.Είναι οι αρνησίορκοι πολιτευτές που εξυπηρετούν τα οικονομικά κυκλώματα εις βάρος του λαού που τους εξέλεξε.
Είναι οι διανοούμενοι που κλείνονται στους φιλντισένιους πύργους τους, τυφλοί, κουφοί και μουγκοί, σαν τις τρεις μαϊμούδες.
Όμως είναι ανυπέρβλητη η δύναμη του ενός ανθρώπου που αποφασίζει «να γίνει η αλλαγή που θέλει να δει στον κόσμο». Τις περισσότερες φορές μοιάζει να θυσιάζεται άσκοπα, υπηρετώντας ένα χιμαιρικό σκοπό.
Αλλά αν δούμε την ανθρώπινη ιστορία αποστασιοποιημένα θα καταλάβουμε ότι καμιά θυσία δεν είναι άσκοπη, καμιά προσπάθεια δεν είναι, κι ότι ο κόσμος μας αλλάζει –τόσο αργά, τόσο βασανιστικά- χάρη σε αυτό τον έναν άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, που τολμάει να ανέβει στο θρανίο του και να φωνάξει: «Oh captain, my captain».
Δεν αναφέρομαι σε εκείνη την υπέροχη ταινία της εφηβείας μας, τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών», αλλά σε έναν αληθινό δάσκαλο, όχι τόσο αστείο όσο ο Ρόμπιν Γουίλιαμς σίγουρα, αλλά εξίσου χαρισματικό και εξόχως επιδραστικό για τα παιδιά της πρώτης γυμνασίου μιας κωμόπολης.
Τον έλεγαν Παπαγεωργάκη. Από τους πολλούς δάσκαλους και καθηγητές που συνάντησα στη ζωή μου αυτός είναι ο μόνος του οποίου το όνομα πάντα θα θυμάμαι.
Είχε αργήσει να διοριστεί. Ήταν αρχές Οκτώβρη και ο υπέρλαμπρος ήλιος εκείνης της ημέρας μας είχε ζαλίσει αρκετά για να φωνάζουμε το γνωστό μαθητικό σύνθημα: «Αν δεν πάμε εκδρομή, το σχολείο θα καεί».
Δεν νομίζω ότι οι καθηγητές φοβήθηκαν, αλλά αποφάσισαν να μας πάνε περίπατο στη Νεράντζα, ένα παραθαλάσσιο οικισμό τρία χιλιόμετρα από το σχολείο μας. Εκεί ήταν που είδαμε για πρώτη φορά τον Παπαγεωργάκη.
Μια συμμαθήτρια είχε τις μαύρες της και καθόταν μόνη στην παραλία, πετώντας πέτρες στη θάλασσα. Ένας άγνωστος άντρας την πλησίασε και ξεκίνησε να τη ρωτάει γιατί δεν κάνει παρέα με τα άλλα παιδιά, αν της αρέσει η μοναξιά και η θάλασσα, και άλλα τέτοια παράξενα.
Η Κέλυ νόμιζε ότι είχε να κάνει με κάποιον ανώμαλο. Τον διαολόστειλε και γύρισε στην προστασία του πλήθους.
Στην επιστροφή, με τα πόδια πάντα, η Κέλυ εντόπισε τον «ανώμαλο» ανάμεσα στους υπόλοιπους καθηγητές. Η αλήθεια μαθεύτηκε γρήγορα: Ήταν ο νέος φιλόλογος του γυμνασίου. Και ήταν παράξενος –για καθηγητής.
Έμοιαζε λίγο με τον Βασίλη Καζούλη. Είχε μακριά αραιά μαλλιά, με το κρανίο του να λάμπει κάτω από τον ήλιο. Φορούσε στρογγυλά γυαλιά τύπου Τζον Λέννον. Άσπρη λινή πουκαμίσα και εξίσου άσπρο και λινό σαλβάρι. Στον ώμο του κρεμόταν μια δερμάτινη ταλαιπωρημένη τσάντα. Και στο πρόσωπο του είχε κάτι το τόσο γαλήνιο και πράο που σίγουρα οι λυκειόπαιδες θα έσπαγαν πλάκα μαζί του υποθέτοντας ότι είχε καπνίσει κάνα-δυο τσιγαριλίκια στην παραλία. Εμείς, τα πρωτάκια, τον κοιτούσαμε με δέος και περιέργεια, αφού στη μικρή μας κοινωνία δεν είχαμε ξαναδεί παρόμοιο άτομο.
Στο τμήμα μου, δυστυχώς, ο Παπαγεωργάκης ανέλαβε να κάνει μόνο την ιστορία. Την πρώτη μέρα που μπήκε στην τάξη μας χαιρέτησε εγκάρδια –φιλικά μπορώ να πω, έτσι νοιώσαμε- και μας είπε λίγα λόγια για τον εαυτό του.
Μετά το πρώτο σοκ -αφού οι υπόλοιποι καθηγητές συνήθιζαν να γράφουν το όνομα τους στον πίνακα πιστεύοντας ότι έτσι θα τους σεβόμασταν περισσότερο- ο Παπαγεωργάκης μας είπε να κλείσουμε τα βιβλία. Υπακούσαμε χαμογελώντας –και τρέμοντας. Στο εξώφυλλο του βιβλίου υπήρχε κάποιο άγαλμα της κλασικής περιόδου, ίσως ο Ερμής του Πραξιτέλη.
«Δείτε αυτό το άγαλμα», ξεκίνησε να λέει ο Παπαγεωργάκης και όλοι το κοιτάξαμε. «Γιατί νομίζετε ότι το έφτιαξε ο Πραξιτέλης;»
Νομίσαμε ότι επρόκειτο για ρητορική ερώτηση. Ότι ο καθηγητής θα ξεκινούσε να μας λέει στοιχεία και ημερομηνίες. Αλλά εκείνος σιωπούσε.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα δυσβάσταχτης σιωπής ξανάκανε την ερώτηση.
Η καλύτερη μαθήτρια της τάξης, από το δημοτικό το ξέραμε όλοι ότι θα πήγαινε μπροστά, σήκωσε το χέρι της και ξεκίνησε να λέει αυτά που έγραφε το βιβλίο για τον Πραξιτέλη. Είχε ήδη αποστηθίσει τις πρώτες σελίδες.
Ο Παπαγεωργάκης ρώτησε το όνομα της. Μετά την ευχαρίστησε.
«Δε θέλω να μου πείτε τι γράφει το βιβλίο», είπε τόσο πράα που τρομάξαμε. «Θέλω να φανταστείτε… Φανταστείτε ότι είστε εσείς ο Πραξιτέλης και αναλαμβάνετε να φτιάξετε ένα άγαλμα του Ερμή. Γιατί θα το φτιάχνατε έτσι; Τόσο τέλειο;»
Ο διπλανός μου, ένα παιδί που την φωνή του την άκουγα μόνο στα διαλείμματα σήκωσε το χέρι του για να απαντήσει:
«Για να τιμήσω τους θεούς», είπε και μετά έσκυψε το κεφάλι, πιστεύοντας ότι ο καθηγητής θα τον κορόιδευε και οι συμμαθητές του θα γελούσαν.
«Πολύ σωστά», είπε ο Παπαγεωργάκης.
Ο διπλανός μου κοκκίνισε, αλλά χαμογέλασε, περήφανος με τον εαυτό του.
Τον ζήλεψα πολύ εκείνη τη στιγμή και ήθελα κι εγώ να μιλήσω.
«Γιατί όμως τον έφτιαξε και τόσο… ανθρώπινο;» ρώτησε ο Παπαγεωργάκης.
Περισσότερα παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Οι καλές μαθήτριες ανάμεσα τους σίγουρα, αλλά και κάποια παιδιά που δεν ήξεραν ότι έχουν χέρια και φωνή.
«Γιατί οι θεοί ήταν ανθρώποι», είπε ένα ντροπαλό κορίτσι, τονίζοντας λάθος τη λέξη. Ο Παπαγεωργάκης δεν τη διόρθωσε. Κατάλαβε μόνη της το λάθος και το διόρθωσε στην επόμενη φράση: «Ήταν άνθρωποι, ήταν σαν τους άνθρωπους, είχαν ελαττώματα κι αυτοί.»
«Πως σε λένε;» τη ρώτησε ο Παπαγεωργάκης.
Εκείνη είπε χαμηλόφωνα το όνομα της.
«Ελένη», της είπε ο Παπαγεωργάκης, «αυτή είναι η καλύτερη απάντηση που έχω ακούσει. Μπράβο.»
Η Ελένη βούρκωσε. Δεν της είχαν ξαναδώσει συγχαρητήρια στο σχολείο.
«Γιατί, όμως, οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων είχαν ελαττώματα;» ρώτησε ο Παπαγεωργάκης.
Κανείς δε σήκωσε το χέρι του αυτή τη φορά. Η ερώτηση ήταν πολύ δύσκολη για να την απαντήσουν τα δωδεκάχρονα. Λάθος! Τα παιδιά είναι πιο έξυπνα απ” όσο τα αφήνουμε να είναι.
«Κάθε φορά που ρωτάτε γιατί», είπε ο Παπαγεωργάκης, «και κάθε φορά που απαντάτε σε αυτό το γιατί, ένα καινούριο γιατί αναδύεται από την απάντηση σας. Όσα και να μάθετε, όσες ερωτήσεις και να απαντήσετε, πάντα θα υπάρχει ένα γιατί, που ούτε εσείς ούτε κανένας άλλος δε θα μπορεί να απαντήσει με σιγουριά… Γιατί αυτή είναι η φύση της ανθρώπινης διάνοιας.»
Από εκείνη την πρώτη επαφή με τον «ανώμαλο» καθηγητή φύγαμε όλοι λίγο πιο σοφοί, λίγο πιο σίγουροι για τον εαυτό μας. Νιώσαμε ότι είχαμε μπει σε έναν καινούριο κόσμο, πολύ διαφορετικό από εκείνο του δημοτικού, λες και είχαμε ξαφνικά σταματήσει να είμαστε παιδιά, αφού κάποιος σεβόταν τη γνώμη μας.
Το μάθημα της ιστορίας μαζί του συνέχισε να είναι γοητευτικό, παράξενο, διαφορετικό. Την ώρα της ιστορίας όλοι τρέχαμε να μπούμε στην τάξη. Όλοι;
Όχι. Οι καλές μαθήτριες, οι άριστες, οι σημαιοφόροι, δεν άντεχαν τον Παπαγεωργάκη. Γιατί μ’ αυτόν η αποστήθιση του μαθήματος δεν είχε καμιά αξία. Και πάντα υπήρχαν κάποια παιδιά για τα οποία το σχολείο ήταν ούτως ή άλλως αγγαρεία.
Αυτά τα παιδιά χαρήκανε όταν ήρθε ο καιρός για το πρώτο υποχρεωτικό διαγώνισμα. Το ξέραμε ότι θα γράψουμε, ο Παπαγεωργάκης μας είχε προειδοποιήσει πολλές μέρες πριν, χωρίς όμως να μας δώσει κάποια sos, κάποια σημεία που έπρεπε να μάθουμε καλύτερα.
Τη μέρα του διαγωνίσματος είχαμε ετοιμάσει τα σκονάκια μας. Στα χέρια, στα θρανία, σε χαρτάκια κρυμμένα στα πιο ευφάνταστα σημεία.
Ο Παπαγεωργάκης μας έδωσε τα θέματα και μας είπε να βγάλουμε τα βιβλία από την τσάντα μας. Θα γράφαμε διαγώνισμα με ανοικτά βιβλία! Μπορούσαμε να τα συμβουλευτούμε όποτε θέλουμε.
Σαν να κάναμε αμαρτία βάλαμε τα βιβλία μπροστά μας και διαβάσαμε τα θέματα του διαγωνίσματος. Αμέσως καταλάβαμε ότι τα βιβλία δε θα μας βοηθούσαν σε τίποτα. Όλες οι ερωτήσεις ήταν κρίσεως, όπως εκείνο το περίφημο «γιατί».
Στους βαθμούς του πρώτου τριμήνου οι άριστες μαθήτριες έκλαιγαν. Οι γονείς τους διαμαρτυρήθηκαν στον Παπαγεωργάκη και στο γυμνασιάρχη. Τα παιδιά τους δεν είχαν πάρει είκοσι, αλλά δεκαοκτώ ή δεκαεννιά, όπως πολλοί από τους «μέτριους» μαθητές. Κανείς δεν είχε βαθμό κάτω από τη βάση και αυτό –σύμφωνα με τις μητέρες των άριστων- ήταν αδικία για τα παιδιά τους που προσπαθούσαν τόσο πολύ. Ο Παπαγεωργάκης, με το αιώνιο χαμόγελο του Βούδα στο πρόσωπο του, προσπάθησε να παρηγορήσει τις κλαίουσες μαθήτριες λέγοντας ‘τους ότι τα είχαν καταφέρει πολύ καλά. Αλλά οι γονείς είχαν άλλη άποψη.
Απ’ ό,τι μάθαμε ο διευθυντής κατσάδιασε τον Παπαγεωργάκη, αλλά εκείνος δε φάνηκε να χάνει τη διάθεση του για εναλλακτική διδασκαλία.
Κάποια στιγμή, μέσα στην άνοιξη, μας είπε ότι καθώς διάβαζε ένα μυθιστόρημα τον πλησίασε ένας ποντικός. Και ο ποντικός του είπε ότι βαρέθηκε όλα εκείνα τα άνοστα μυθιστορήματα. Ότι θα ήταν καλύτερα να υπάρχουν μόνο μυθιστυρίματα, δηλαδή ιστορίες με τυρί. Και μας ρώτησε –ο Παπαγεωργάκης, όχι το ποντίκι- αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα ήταν ένα μυθιστύριμα.
Εκείνο το βράδυ ξεκίνησα να το γράφω. Ήταν μια ιστορία πολέμου, ανάμεσα στα μαλακά και στα σκληρά τυριά. Επηρεασμένος από τις «Βατραχομυομαχίες» που μας είχε διαβάσει εκτός ύλης ο καθηγητής της ιστορίας έγραψα μια κωμική ιστορία, με τυριά που χρησιμοποιούσαν θερμαντικά όπλα για να λειώσουν τους αντιπάλους του, ποντίκια που αφήνονταν για να κατασπαράξουν τους εχθρούς και κεφαλοτύρια που μόλις τα καρατομούσες γίνονταν σκέτα τυριά.
Ο Παπαγεωργάκης ενθουσιάστηκε με την ιστορία μου και τη διάβασε στην τάξη. Για ένα παιδί που ποτέ δεν ήταν άριστος μαθητής και η αυτοπεποίθηση του ήταν αντιστρόφως ανάλογη του βάρους του –για ένα χοντρό μέτριο μαθητή με άλλα λόγια- αυτή η «δημόσια» ανάγνωση φάνταζε σαν το βραβείο Νόμπελ.
Η χρονιά πέρασε χωρίς να συμβεί κάτι το δραματικό. Κανείς μαθητής δεν αυτοκτόνησε, τον Παπαγεωργάκη δεν τον έδιωξαν κι εμείς περνούσαμε τον περισσότερο καιρό με το να κρύβουμε τα σπυράκια μας, να παίζουμε πάκμαν και να αυνανιζόμαστε βλέποντας ασπρόμαυρες διαφημίσεις.
Ο Παπαγεωργάκης δεν ξαναδίδαξε στο χωριό μας και κανείς δεν έψαξε να τον βρει.
Η εφηβεία είναι πολύ δύσκολη ηλικία, όλο φωνές και φαντασιώσεις.
Τώρα πια, που το δικό μου παιδί ξεκίνησε να πηγαίνει στο σχολείο, εύχομαι να βρεθεί στο δρόμο του ένας δάσκαλος ή καθηγητής σαν τον Παπαγεωργάκη. Ή κάποιος σαν τον εμπνευσμένο δάσκαλο σε κάποιο χωριό της Κρήτης (συγνώμη, δάσκαλε που δε θυμάμαι το όνομα σου), που τιμάει το ανώτερο λειτούργημα, αυτό του παιδαγωγού. Ή κάποια σαν τη φίλη μου τη Ζ. από την Νάξο που τσιμπάει τα παιδιά –πνευματικά- για να ξυπνήσουν και να δουν τι συμβαίνει γύρω τους.
Είναι κάτι που δεν πληρώνεται και είναι κάτι που μόνο ο παιδαγωγός με αγάπη μπορεί να κάνει. Να μάθει στα παιδιά ότι «η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση» και ότι όλοι –ακόμα και οι μέτριοι ή οι «κακοί» μαθητές- είναι άξιοι. Είναι σημαντικοί, αρκεί να μη φοβούνται να ρωτήσουν: «Γιατί;»
“Oh captain, my captain”. | Γελωτοποιός.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...