Άρης Αλεξάνδρου
Χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες
Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά
Για τις λιποψυχίες μας
*
Έλα λοιπόν, εσύ ο πιο γεροδεμένος
φορτώσου τον βαρύγδουπο τον μεγάλο Στάλιν
και ρίχ’ τον στη φωτιά.
Έλα, κουνήσου, δεν το βλέπεις
πως κουβαλάω κιόλας τον Ιλίτς;
Όσο οι φλόγες θα φουντώνουν
και θα σκορπίζονται οι στάχτες
Εμείς θα διαρρυθμίσουμε τούτον
τον νεκρότοπο σε βιβλιοθήκη.
Ποιος ξέρει;
Μια και το ’χουν συνηθίσει
ίσως να ’ρχονται και πάλι οι αντιπροσωπείες
μόνο που αντί να προσκυνάνε το δέρμα τους
που στέγνωσε
σαν άγραφη διφθέρα
θα σκύβουνε στα έργα τους
θα τα διαβάζουν και θα κρίνουν”
*
Η αναμένη λάμπα
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π. Γ.
σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε για χρόνια τους τοίχους του κελιού
είταν αναπόφευκτο
να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν’ ακουστεί σαν ουρλιαχτό
σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας
κι άλλα στην καθοδήγηση
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα
πως εγώ είμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου ’στελναν
γραμμένα με λεμόνι οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη
μέσα στην κάμαρά μου
κ’ έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές
πάνω από τη φλόγα.
(“Ευθύτης Οδών” )
*
Δάμων ο Εθνικός
Γυρίζοντας ο Δάμων στην πόλη της Κορίνθου
βρήκε τους πρώην οπαδούς του Παραβάτη μουδιασμένους.
Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα
σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά
(μην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)
είπε πνιχτά, σαν να ξομολογιόταν.
«Πρέπει να πας στον εφημέριό μας και να υποσχεθείς
πως η καρδιά σου του λοιπού
θα είναι ταπεινή – ως δρόσος επί χλόης.
Δέχεται μου είπε να γίνω εγώ ο κομιστής της θεαρέστου αγγελίας».
Όσο περνούν οι μέρες, υποπτεύεται ο Δάμων
πως ο θυμός κ’ η πορφυρή παράφορά του
δεν έπεισαν τη Μάρθα.
Όσο περνούν οι μήνες, όλο και βεβαιώνεται
πως πήγε -στα κρυφά- σε κείνον τον τραγόπαπα.
Σαν εθνικός θα πρέπει να ρωτήσει να εξακριβώσει να διαψεύσει.
Θυμάται όμως νοιώθει την υγρασία του νησιού βαθιά στα κόκκαλά του.
Κ’ εδώ οι πρώην οπαδοί του Παραβάτη
αναθαρρήσαν ξεμουδιάζουν εμπορεύονται.
Ωχ αδερφέ! Για υποψίες θα χολοσκάμε τώρα;
Κ’ εξάλλου, στο κάτω κάτω της γραφής
μήπως υποσχέθηκε ο ίδιος;
βρήκε τους πρώην οπαδούς του Παραβάτη μουδιασμένους.
Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα
σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά
(μην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)
είπε πνιχτά, σαν να ξομολογιόταν.
«Πρέπει να πας στον εφημέριό μας και να υποσχεθείς
πως η καρδιά σου του λοιπού
θα είναι ταπεινή – ως δρόσος επί χλόης.
Δέχεται μου είπε να γίνω εγώ ο κομιστής της θεαρέστου αγγελίας».
Όσο περνούν οι μέρες, υποπτεύεται ο Δάμων
πως ο θυμός κ’ η πορφυρή παράφορά του
δεν έπεισαν τη Μάρθα.
Όσο περνούν οι μήνες, όλο και βεβαιώνεται
πως πήγε -στα κρυφά- σε κείνον τον τραγόπαπα.
Σαν εθνικός θα πρέπει να ρωτήσει να εξακριβώσει να διαψεύσει.
Θυμάται όμως νοιώθει την υγρασία του νησιού βαθιά στα κόκκαλά του.
Κ’ εδώ οι πρώην οπαδοί του Παραβάτη
αναθαρρήσαν ξεμουδιάζουν εμπορεύονται.
Ωχ αδερφέ! Για υποψίες θα χολοσκάμε τώρα;
Κ’ εξάλλου, στο κάτω κάτω της γραφής
μήπως υποσχέθηκε ο ίδιος;
*
α θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν μια ντροπή πιο κάτω από τον ώμο
…
μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως από τους δέκα που του ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά
οι τρεις
εσείς οι δύο που δεν πιστέψατε ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά
κ’ εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χάρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία
…
μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως από τους δέκα που του ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά
οι τρεις
εσείς οι δύο που δεν πιστέψατε ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά
κ’ εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χάρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία
*
Έχουμε στο μηνίγγι μια ραγισματιά
…
Κάνουμε να μετρήσουμε τ’ αστέρια
και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες
…
Με μια μικρή ραγισματιά
επιμένω να τραβάω μεσ’ στις λάσπες
ξεριζώνοντας κάθε μου βήμα
σαν ένα κούφιο δόντι
…
Κάνουμε να μετρήσουμε τ’ αστέρια
και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες
…
Με μια μικρή ραγισματιά
επιμένω να τραβάω μεσ’ στις λάσπες
ξεριζώνοντας κάθε μου βήμα
σαν ένα κούφιο δόντι
*
κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
την ταυτότητά μου.
Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
την ταυτότητά μου.
*
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα, μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μέσα στις πέτρες
με τα κλαδιά κομμένα, μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μέσα στις πέτρες
*
Εσύ θα επιμένεις να μετράς το χρόνο με τις σειρές των πετρωμάτων
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους
…
Και προπαντός μη στέρξεις να περιτμηθείς
…
μη στέρξεις να περικοπεί
έστω και μια καμπύλη
απ’ τα δακτυλικά
αποτυπώματά σου
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους
…
Και προπαντός μη στέρξεις να περιτμηθείς
…
μη στέρξεις να περικοπεί
έστω και μια καμπύλη
απ’ τα δακτυλικά
αποτυπώματά σου
*
Ούτε νόμοι ούτε ρίμες.
Κάτω τα χαράτσια.
Και να σου πω
η επανάληψη και οι ρίμες
θυμίζουν αγκιτάτσια
Κάτω τα χαράτσια.
Και να σου πω
η επανάληψη και οι ρίμες
θυμίζουν αγκιτάτσια
*
Φίλε ή αντίπαλε μην τ’ αναγγείλεις πουθενά
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος
*
τόκλεισε με παράπονο και είπε πως ήταν όμορφο
κρίμα που δεν του ‘μεινε καιρός να το τελειώσει
…
Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ’ ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
Και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ως το τέλος
κρίμα που δεν του ‘μεινε καιρός να το τελειώσει
…
Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ’ ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
Και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ως το τέλος
*
Στη φυλακή να μη μετράς τις μέρες.
Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο –λίγο το προαύλιο
το καλύτερο απ’ όλα είναι να μικρύνεις και τα δικά σου βήματα.
Είναι προτιμότερο να μη δίνεις σημασία στις ειδήσεις.
Οι παρασημοφορίες οι μεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές
επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου
όσο το θαλασσόβρεχτο βραδυνό αγέρι
στις λυχνίες των ανθρακωρύχων.
Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο –λίγο το προαύλιο
το καλύτερο απ’ όλα είναι να μικρύνεις και τα δικά σου βήματα.
Είναι προτιμότερο να μη δίνεις σημασία στις ειδήσεις.
Οι παρασημοφορίες οι μεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές
επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου
όσο το θαλασσόβρεχτο βραδυνό αγέρι
στις λυχνίες των ανθρακωρύχων.
*
Παρ’ όλα αυτά
είμαστε πάντα λεύτεροι
σαν την πτώση καταγής
μιας ινδικής καρύδας
είμαστε πάντα λεύτεροι
σαν την πτώση καταγής
μιας ινδικής καρύδας
*
Με λέξεις τριμμένες με μεταφορές κι αναλογίες
πασχίζω να μιλήσω
σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει
και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο
πασχίζω να μιλήσω
σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει
και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο
*
Ο Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
δίχως φόδρα στο σακάκι
κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
γιατί τον είχαν για προδότη
δίχως φόδρα στο σακάκι
κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
γιατί τον είχαν για προδότη
*
Και:
Λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
θα σε έπαιρνα μαζί μου.
Λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
θα σε έπαιρνα μαζί μου.
*
(Παίρνουν ένα σύντροφο για στρατοδικείο, δίνουν τα χέρια)
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μου παίρνανε
τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μου παίρνανε
τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια
*
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
*
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου φαντάζουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου φαντάζουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες
*
Επιταγές και δέματα
τα κανονίζεις όπως – όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά
τα κανονίζεις όπως – όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά
*
Μες την ομάδα ήμουν
άχρηστος πάντα
σαν ένα σαν.
Για την ομάδα ήμουν
ύποπτος πάντα
σαν την αλήθεια
άχρηστος πάντα
σαν ένα σαν.
Για την ομάδα ήμουν
ύποπτος πάντα
σαν την αλήθεια
*
Ανασηκώνω τα πηγούνια των ανθρώπων
για να αντιγράψω βιαστικά
το φως που απόμεινε στις κόχες των ματιών τους
και κρύβω το σημείωμα
στην καρδιά κατάσαρκα
για να δουν στη νεκροψία
πόσο λίγο ζήσαμε
για να αντιγράψω βιαστικά
το φως που απόμεινε στις κόχες των ματιών τους
και κρύβω το σημείωμα
στην καρδιά κατάσαρκα
για να δουν στη νεκροψία
πόσο λίγο ζήσαμε
*
Ήξερες πως θαρθούνε
κ’ ήρθαν.
Το στήθος σου μένει σπασμένο
σαν μπαρουτοβάρελο
άδειο
δίχως στεφάνια
Τον πήρανε νύχτα
…
Ρίχνοντάς τον απ’ τη βάρκα
το κύμα καταλάγιασε
κ’ ήρθαν.
Το στήθος σου μένει σπασμένο
σαν μπαρουτοβάρελο
άδειο
δίχως στεφάνια
Τον πήρανε νύχτα
…
Ρίχνοντάς τον απ’ τη βάρκα
το κύμα καταλάγιασε
*
Είμαι προδότης για τη Σπάρτη για τους είλωτες Σπαρτιάτης
*
Με τις πληγές ολάνυχτες
στα ακροδάχτυλά σου
ζούπηξέ τα
στη σήμανση του κόσμου
στα ακροδάχτυλά σου
ζούπηξέ τα
στη σήμανση του κόσμου
*
Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα.
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης
*
Ανοίξτε
σ’ όλες τις γωνιές παραμονεύουν.
Όλες οι κλειδαρότρυπες
έχουν μελανιάσει
σαν πνιγμένα όστρακα. …
Σ’ όλες τις γωνιές
μας ζητάν το πρόσωπό μας.
Το μόνο που μας έμεινε
είν’ ένα τζάμι σπασμένο
κολλημένο βιαστικά
με τέσσερις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας
σ’ όλες τις γωνιές παραμονεύουν.
Όλες οι κλειδαρότρυπες
έχουν μελανιάσει
σαν πνιγμένα όστρακα. …
Σ’ όλες τις γωνιές
μας ζητάν το πρόσωπό μας.
Το μόνο που μας έμεινε
είν’ ένα τζάμι σπασμένο
κολλημένο βιαστικά
με τέσσερις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας
*
Θα σε βρω.
Όπου πατάς
Πέφτουν πράσινα φύλλα.
Όπου πατάς
Πέφτουν πράσινα φύλλα.
*
Κυρ –λοχία πάσχω από δαλτωνισμό; Βλέπω τον κάθε στόχο ίδιον με την καρδιά μου
*
τα σύννεφα διαβαίνουν χαμηλά
τόσο που κ’ ένα κάγκελο να ‘τανε σπασμένο
θα μπορούσες να άπλωνες το χέρι και ν’ αγγίξεις
τη διαβατική
θηλύτητά τους
τόσο που κ’ ένα κάγκελο να ‘τανε σπασμένο
θα μπορούσες να άπλωνες το χέρι και ν’ αγγίξεις
τη διαβατική
θηλύτητά τους
*
Σου είχα στείλει κάποτε
μια φρεσκοκομμένη φλούδα πεύκου
να σου θυμίσω τη ζωή, το δάσος και τη νύχτα κάτω από τα δέντρα.
μια φρεσκοκομμένη φλούδα πεύκου
να σου θυμίσω τη ζωή, το δάσος και τη νύχτα κάτω από τα δέντρα.
*
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
-και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
-και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.
*
Με λέξεις τριμμένες με μεταφορές κι αναλογίες
πασχίζω να μιλήσω
σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει
και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο
πασχίζω να μιλήσω
σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει
και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο
*
Μιχάλης Κατσαρός
Και τώρα τι πρέπει να γίνει
σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;
*
Αντισταση
… Γιεσένιν- Μαγιακόφσκυ αδελφοί που
τερματίσατε δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέ
τις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιον να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή κάποιου εγκάρδιου Ναζίμ
που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τραγούδια των σκλάβων.
Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί το Εμπρός επαναστάτες
Ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία
Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή Έλληνα Λειβαδίτη
για έρωτες σπίτια και ηρεμία
όσο ανθρώπινα κι αν είναι.
Αύριο θ’ αναγκαστείς να φωνάξεις όπως άλλοτε μαζί μου
θάνατος στους τυράννους. Αύριο που η ζωή θα μας σφίγγει θα βγεις
με την κορούλα σου στους δρόμους γεμάτος απορία μέσα στις φλόγες
και δεν θ’ αναγνωρίζεις τίποτα.
Έλα μαζί μου.
(…) πάψε τους θρήνους σου.
Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα
από τα συνέδρια τις συσκέψεις.
Αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες
από τους υπουργούς τις δεξιώσεις
αντίθετα στον πόλεμο.
Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής.
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.
(“Μέρες 1953”)
*
Τίτος Πατρίκιος
Ένας Ηρωας
Ήτανε ήρωας πραγματικός
κράτησε αλύγιστος στις πιο σκληρές δοκιμασίες
Κι απόμεινε σαν την πέτρα. Γερός κι αδιαπέραστος
στα πιο κοινά, τα πιο ανθρώπινα αισθήματα
(“Μαθητεία ξανά”, 1959-19624)
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ
………………………………………………………
Στο μεταξύ όλο επαναλαμβάνουμε
σχεδόν μηχανικά λέξεις
Ελευθερία, Ανθρωπότητα, Αδελφότητα, Επανάσταση
που πια κοντεύουνε να καταντήσουν
σαν αποτσίγαρα πεταμένα μετά την όποια γενετήσια
πράξη.
(“Μαθητεία ξανά”, 1959-19625)
ΣΤΙΧΟΙ, 2
…………………………………………………………
Γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες
(Ποιες μάζες μεταξύ μας τώρα –
ποιοι σκέφτονται τις μάζες;)
(Αύγουστος 1957, “Μαθητεία” )
*
Η ΘΑΜΠΗ ΜΕΡΑ
Καθίζηση της Ιστορίας
αίσθηση βυθού
κάποτε ένας πνιγμένος ξεκολλά
ανεβαίνοντας προς τα τρικυμισμένα ύψη
Αυτό μονάχα…
και δεν υπάρχει τίποτα να ελπίσω μεσ’
την αχανή αυτή μέρα
θα καρτερής ως την άλλη νύχτα
θα μοιραστούν οι άνθρωποι τη ζωή
ξανά σα λάφυρο
Ακούω τις ζυγαριές που ετοιμάζονται,
Βλέπω φριχτά καινούργια μέτρα και σταθμά
και δεν υπάρχει, τίποτα να ελπίσω μέσ’ την αχανή
αυτή μέρα
όπου, γερνάει πιο γρήγορα από μας το μέλλον
θα καρτερώ ως την άλλη νύχτα.
(Βύρων Λεοντάρης, “Κρύπτη”9 )
*
Ερωτευτήκαμε παράφορα, μισήσαμε,
απελπιστήκαμε ως το θάνατο
Συχνά η περηφάνεια μας έκανε να κλάψουμε,
ο εγωισμόςπολλά να στερηθούμε, φιλοδοξίες,
όνειρα, τα πάθη μας ρήμαξαν
ο φόβος μήπως αποτύχουμε,
η αίσθηση του ανεκπλήρωτου
όταν είχαμε πετύχει, τύψεις,
γενναιότητες οι ίδιες οι ελπίδες
που μεγεθυντικοί φακοί μεγάλωναν ως το άπειρο
τον ελάχιστο εαυτό μας – μια ζωή αλήθεια
“έντονη” όπως λένε χωρίς
ούτε στιγμή ξεκούραση
εφησυχασμό
και δεν είδαμε κάποια απ’ τον απέραντο κόσμο”
(Τ. Λειβαδίτης, “Δαλτωνισμός”)
και πάλι,
Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε
τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος
Όλα έγιναν.
*
Τον είδες τον κουβά, ν’ ανεβαίνει από τα βάθη
και ν’ αδειάζει
τόσες και τόσες φορές να γεμίζει τις στάμνες,
να ποτίζει τα λουλούδια
Τώρα ανάστροφος πλάι στο πηγάδι
δείχνει τα νώτα του στον ήλιο
ένα κενό κυκλικό, μισό ταμπούρλο
(Αν το κτυπούσες θ’ ανάδινε ένα σκέτο ρυθμό
χωρίς τραγούδι)
ένα άψογο στιλπνό μηδέν είναι
στο κοίλωμά του ακόμη υγρό και δροσερό,
καταφεύγουν κάτι γυμνά προϊστορικά τέρατα,
αδρανή, πολυσήμαντα, γλοιώδη.
(Γιάννης Ρίτσος, “Κουβάς”)
*
Το ανείπωτο είναι κιόλας ποίηση
Κραυγη Δεκατη Ενατη
Σας προσφωνώ και πάλι με τα ίδια όπως τότε ψευδώνυμα
Τα ’χετε ως κι αυτά λησμονήσει, πάνε τόσα χρόνια
Που να θυμάστε τώρα τις βραδυνές συγκεντρώσεις
Τις ασκητικές σας μορφές κάτω απ’ το σπασμένο φως
Πιστεύατε με φανατισμό θέσει και πράξει επιδοκιμάζατε
Υστερικά τον κάθε ομιλητή …
…τώρα έχετε απομακρυνθεί απ’ το πεδίο βολής
Επαναπαύεστε μακάρια
πάνω στα τρόπαια των αστικών μαχών
Γυμνάζοντας αρνητικά τις αισθήσεις σας
αποταμιεύοντας όνειρα
Κάθε μέρα γίνεσθε και πιο εκλεκτικοί αλλάζετε
τις μάρκες των τσιγάρων αλλάζετε τα ρούχα σας αλλάζετε
Συνήθειες διασκεδάσεις κλίμα σπίτια
και γυναίκες αλλάζετε
Τα δόντια σας και την καρδιά σας και τους λυγμούς
Ακόμη της καρδιάς σας τους αλλάζετε…..
(Κλείτος Κύρου, “Κραυγή Δέκατη Ένατη”13 )
*
Δεν καταυγάζεται πια η μορφή σας
περάσατε στη δεύτερη σειρά εφεδρείας βλέπετε
Τα πράγματα εκ του ασφαλούς αποκτήσατε
Ύφος υπεροπτικό άλλοι τώρα διασχίζουν
τα πεζοδρόμια με καινούργια συνθήματα
Άλλες φάλαγγες συμπαγείς τραγουδούν
Εμβατήρια η αυλαία υψώνεται πάλι
Ο ιστορικός σας ρόλος φοβάμαι πως τέλειωσε
Τώρα προσχωρείτε ολοένα στον κατευνασμό
Στους ετήσιους ισολογισμούς εντρυφείτε
Συναλλάσσεσθε φανερά με ανακτορικούς
Αισθάνεσθε του φόβου τα πρώτα συμπτώματα
Σεις που κάποτε μέσα στις φλέβες σας
Άστραψε η φλόγα ενός θεού που πύκνωσε
τις τάξεις σας και πέθανε μαζί σας.
(Κραυγές της νύχτας, “Κραυγή Δέκατη Όγδοη”15 )
*
Ύστερα μας πρόφτασε η άλωση
Τι ωφελεί που είχες προβλέψει την καταστροφή
Οι ποιητές δεν εισακούγονται ποτέ η φωνή τους
…………………………..
Όταν βγήκες στους δρόμους δεν αναγνώριζες τίποτε
Ένας λαός εκφυλισμένος συνωθούνταν στις αγορές
και στα ηλεκτρόφωνα τι να ’γιναν της γης οι αντρειωμένοι
Τώρα μέσα στη γενική χρεοκοπία μέσα σε συρφετούς
από εξαγγελίες και συνθήματα
Μένεις γυμνός ήταν βαριά η καταλήστευση
Δεν έχεις πια τίποτε σου πήραν τα όπλα
Σου πήραν τους φίλους τη φωνή σου πήραν
Τα μεγάλα όνειρα έχασες και το μονοπάτι
Που πνίγεται στις πικροδάφνες και τ’ αηδόνια
Φαρμάκι παντού σκύβεις καρτερικά το κεφάλι
Μελετώντας τον τρόπο του ποιητή
(Κραυγές της νύχτας, “Κραυγή εικοστή”16)
*
…Δεν ήσασταν αγέρωχοι όπως οι Άλλοι
που ρουφήχτηκαν από τη γη
Προτιμήσατε τη συναλλαγή
απλώνοντας το χέρι στον ήλιο
Μείνατε, στατικοί μέσα στο χρόνο
αγάλματα του δισταγμού σας
Συνωστισμένοι μπρος στις εξόδους κινδύνου
στην καμπή του δρόμου
Εκεί που χωρίσαμε οριστικά παρασυρμένοι
από έξαλλα πλήθη
Μην απορείτε λοιπόν για τη σημερινή σας προκάλυψη
Μη διαστέλλετε τα έκθαμβα μάτια σας μπροστά
Στο άνοιγμα που μας χωρίζει το ξέρετε
πως δεν μπορεί να κλείσει
με σχήματα νεκρών πια περιπτύξεων
Σας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά
σεις οι ίδιοι επισπεύσατε
τη μελλούμενη αναπόφευκτη
πτώση σας
(Κραυγές της νύχτας, “Κραυγή δέκατη ένατη”17 )
*
Η ΚΑΜΠΗ
ήταν άνθρωποι
μιας αβέβαιης χαραυγής
Τους ποδοπάτησαν αγρία μίση
Τους δολοφόνησαν
Εν μέση οδώ
Προδομένη απ’ το χρόνο
Πλανάται η παρείσακτη μνήμη τους
Σε μετοχικά κεφάλαια
Τουριστικές επιχειρήσεις
Και σ’ επενδύσεις κατ’ εξοχήν επωφελείς
Των ευελίκτων επιγόνων”
(Κλειδάριθμοι)
ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΗ
…Οι ωραίοι παλιοί φίλοι έχουν πια χαθεί
Κι ακόμη συνεχίζονται οι νεκρολογίες
Βάσκανος μοίρα κλπ. η επωδός
Κυκλοφορούν στους δρόμους πλήθος λιποτάκτες
(Κλειδάριθμοι)
*
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ρίζωναν
άδικα προσπαθείτε δεν θα ξεριζώσουν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμηση τους.
(“Κραυγή Δέκατη Πέμπτη”20 )
*
Τώρα
Ήχοι πνιχτοί προανακρούουν
Τη στροφή της πλάστιγγας
χεριών προπομποί περισώζουν ρίζες
Αλλοτινών κραυγών.
(“Αίτημα Αιωνιότητας”, συλλ. “Κλειδάριθμοι”)
*
ΣΠΟΥΔΗ ΤΡΙΤΗ
Τα γεγονότα δεν έχουνε διαστάσεις την ώρα που τελούνται
τις αποχτούνε με το χρόνο κι όλα είναι γύρω σου
σαν να μην είναι
άλλωστε έτσι γράφεται κι η Ιστορία τελικά πρέπει να
μάθεις πως καμιά θυσία δεν πάει χαμένη και τα βράδια
όταν πλαγιάζεις έμφλογος και άγρυπνος ακούγονται τριγμοί στα σανίδια της οροφής καθώς περνούν τα τρένα
με λυγμούς
(“Περίοδος Χάριτος 1992”)
*
Μανόλης Αναγνωστάκης
Στ’ αστεία παίζαμε…
Στ’ αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δεν βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δεν βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1962)
*
Ποιητική
- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
- Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970)
*
Αν θυμούμαι…
Αν θυμούμαι, δεν είναι που νικήθηκα
Δεν είναι που επιδίωξα μιαν αγοραία λύση
Όλα συγκλίνουνε μπροστά σ’ εκείνο που έρχεται
Αδιάλειπτο, ανεξίτηλο, στίγμα στο πρόσκαιρο.
Να ξεχωρίσεις, αν υπάρχει, μια Στιγμή
Σ’ αλλεπάλληλων χρόνων στείρα διαιώνιση
Για κείνο που έρχεται, φραγμός σε μια παράταση,
Δεν είναι που επιδίωξα μιαν αγοραία λύση
Όλα συγκλίνουνε μπροστά σ’ εκείνο που έρχεται
Αδιάλειπτο, ανεξίτηλο, στίγμα στο πρόσκαιρο.
Να ξεχωρίσεις, αν υπάρχει, μια Στιγμή
Σ’ αλλεπάλληλων χρόνων στείρα διαιώνιση
Για κείνο που έρχεται, φραγμός σε μια παράταση,
Σαν περιζήτητη αμοιβή φτηνής ζωής.
Από τη συλλογή Εποχές (1951)
*
Μιλώ…
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1956)
*
Το ναυάγιο
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω-γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε – ψηλά-ψηλά -
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω-γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε – ψηλά-ψηλά -
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.
Από τη συλλογή Η συνέχεια (1962)
*
“ένας απλός θεατής”
ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός
τώρα πια δεν χειροκροτεί δεν χειροκροτείται
(“Τώρα είναι απλός θεατής”)
*
Τάκης Βαρβιτσιώτης
Ερείπια
Το κλειστό βιβλίο
Το λυπημένο βιολί
Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί
Το λυπημένο βιολί
Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί
Πού είστε παιδικά μου χέρια
Με λησμονήσατε
Μα δεν μπορώ
Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω
Με λησμονήσατε
Μα δεν μπορώ
Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω
Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο
Απ’ τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται
Καρδιές
Μικρά φώτα
Ο ήχος μιας καμπάνας
Η προσευχή
Απ’ τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται
Καρδιές
Μικρά φώτα
Ο ήχος μιας καμπάνας
Η προσευχή
Ακόμα καπνίζουν
Των ημερών τα ερείπια
Των ημερών τα ερείπια
Από τη συλλογή Φύλλα ύπνου (1949)
*
Γιώργος Ιωάννου
Στρατόπεδο Παύλου Μελά
Είσαι σκοπός
και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα∙
φεύγουν κοπαδιαστά, μόλις ακούν το σφύριγμα.
και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα∙
φεύγουν κοπαδιαστά, μόλις ακούν το σφύριγμα.
Η έφοδος το μπέρδεψε το σύνθημα∙
ρώτησα και μου είπε άλλ’ αντ’ άλλων.
ρώτησα και μου είπε άλλ’ αντ’ άλλων.
Ο τοίχος είναι απέναντί μου που τους έστηναν∙
στο δέντρο που ακουμπάω τους κρεμνούσαν.
Το όπλο αυτό ζωντάνεψε κάτω απ’ τη νύχτα.
στο δέντρο που ακουμπάω τους κρεμνούσαν.
Το όπλο αυτό ζωντάνεψε κάτω απ’ τη νύχτα.
Από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (1963)
υπέροχα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστω για τα καλα σου λογια, αν και δικαιωματικα ανηκουν στον συντακτη, εγω ενας απλος συλεκτης και αντιγραφεας ειμαι !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή