25 Απρ 2013

H μαρξική αρχή του κομμουνισμού-αρχή της ”πραγματικής ιστορίας της ανθρωπότητας”

Του Ονειρμού
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΉ ΣΗΜΑΙΑ
       Προλεγόμενα
    Jeder nach seinen Fähigkeiten, jedem nach seinen Bedürfnissen
   Aπό τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. 

   Αυτή είναι η αρχή (Prinzip) που θα ”αναγράψει στη σημαία της” η κομμουνιστική κοινωνία, σύμφωνα με τον Κάρλ Μάρξ (Kritik des Gothaer Programms).

Aυτό είναι το μαρξικό αξίωμα του κομμουνισμού. Για τον Μάρξ, ο κομμουνισμός δεν είναι μια αόριστη, κενή αυτονομία, ούτε θέτει ως αρχή του την ”ισότητα των ανθρώπων” γενικά και αόριστα. Άλλωστε, όπως αναλύει ο Μάρξ στο ίδιο έργο, η ”ισότητα” ή αλλιώς ”εξίσωση” ποιοτικά ετερογενών ανθρώπων υπό το πρίσμα του αστικού δικαίου και του αφηρημένου νομικού προσώπου, είναι στη πραγματικότητα σκληρή ανισότητα, που ισοπεδώνει άνισες ανάγκες κρίνοντάς τες με τα ίδια μέτρα και τα ίδια σταθμά. Θα συμπληρώναμε, άλλο η ”ισοτιμία” που καθενός στην παραπάνω φράση, που δεν εξαιρεί κανέναν, και άλλο η ισότητα ικανοτήτων και αναγκών, που είναι πλασματική και καταπιέζει την ετερογένεια των ατόμων σε μια ταυτότητα. Ο κομμουνισμός δεν είναι εξισωτικός. 
 

Είναι λοιπόν δυσφημιστική για τον μαρξικό κομμουνισμό η ”κομμουνιστική ιδέα” της εξίσωσης ανθρώπου με άνθρωπο. Αυτή ανήκει στον ορίζοντα του αστικού δικαίου και του νομικού υποκειμένου. Αποτελεί μια φαντασιακή, πρωταρχική σκηνή ίδρυσης του αστικού συστήματος αναδρομικά κατασκευασμένη από το ίδιο, ώστε να εξηγηθεί και να νομιμοποιηθεί η γένεσή του, είτε με τη μορφή των ”κοινωνικών συμβολαίων” είτε με τη μορφή του ”ελεύθερου συναγωνισμού”’. Και οι δύο αυτές μορφές έχουν ως κοινή βάση τη φανταστική, ανιστορική ”συνάντηση” ομογενών ανθρωποστοιχείων και την ελεύθερη συναπόφασή τους να τηρούν τους κανόνες του αστικού παιχνιδιού. Αναπόφευκτα και οι δύο αυτές μορφές προβάλλονται στο κεφαλαιοκρατικό φαντασιακό σαν εκείνο το ιδεώδες ισορροπίας που χάθηκε και πρέπει να ανακτηθεί, πράγμα φυσικά αδύνατο, αφού πρόκειται για αφηγήσεις που θα έπρεπε να ξεκινούν με τη φράση ”μια φορά και έναν καιρό…”. 

Η μαρξική Αρχή του κομμουνισμού δεν διατυπώνεται εν κενώ ούτε σαν αφηρημένη επίκληση ισότητας, αλλά συγκρούεται με τους κανόνες της αγοράς και το νόμο της αξίας, συγκρούεται με το κεφάλαιο και τις αστικές αρχές, είναι ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό, αλλά και με κάθε ταξική κοινωνία. Αφορά μια άλλη ρύθμιση της σχέσης παραγωγής και κατανάλωσης, αλλά ταυτόχρονα, από αυτήν απορρέει ένας ολόκληρος, διαφορετικός πολιτισμός. Το μαρξικό αξίωμα αρνείται την καπιταλιστική κοινωνία αλλά και κάθε ταξική κοινωνία, και ταυτόχρονα καταφάσκει ή θέτει την κομμουνιστική κοινωνία σαν ριζικά άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. 

    Η Αρχή αυτή, ή αλλιώς αξίωμα, δεν διατυπώνεται τυχαία. Το περιεχόμενο και η μορφή της, η δομή της, είναι κατασκευασμένα με έναν ειδικό τρόπο

Αυτό μας ενδιαφέρει εδώ να διερευνήσουμε είναι η διαλεκτική δομή της αρχής αυτής. 

Διευκρινίζω ότι οι παρακάτω αναφορές στον ”κομμουνισμό” αφορούν τον κομμουνιστικό ορίζοντα ή ”ανώτερη φάση” του κομμουνισμού. Όταν γίνεται αναφορά στην ”ανώριμη” φάση του κομμουνισμού, αυτό διατυπώνεται ρητά. 


   Άπειρο και Πεπερασμένο


   Aπό τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του

To πρόβλημα κάθε Αρχής ή αξιώματος είναι ότι σε αυτό στηρίζεται μια εξουσία, ένα καθεστώς Λόγου και πρακτικών. Πρόκειται για ένα ”μεταφυσικό” θεμέλιο το οποίο εκλογικεύεται σε προτάσεις, οι οποίες απορρέουν από αυτό ”ορθολογικά”, σύμφωνα με κάποια αποδεικτική συλλογιστική. Το ίδιο το αξίωμα όμως αυτο-τίθεται αυθαίρετα, δεν απορρέει λογικά από κάπου. Επιπλέον, η ίδια έννοια της αρχής είναι δίσημη: σημαίνει τόσο το ξεκίνημα όσο και την εξουσία ή ”τάξη”. 

Ο ορατός κίνδυνος μιας κομμουνιστικής Αρχής είναι ότι, ως αρχή, επιβάλλει την ταυτότητα. Και η επιβολή αυτή μας παραπέμπει στο Κράτος και σε νέα μεταφυσικά θεμέλια που εδραιώνουν τον εξαναγκασμό, σε νέους ”Θεούς”. Μια ακρατική κοινωνία, θα πουν κάποιοι, δεν μπορεί να έχει αξιώματα, γιατί αυτά εγκαλούν στην υποταγή, σημαίνουν την περατότητα, δηλαδή όρια, εξουσία και καταστολή. Από την άλλη μεριά, δύσκολα είναι νοητή μια κοινωνία χωρίς τα αξιώματά της: πώς αλλιώς, για παράδειγμα, θα οριοθετούταν μια αταξική κοινωνία από μια καπιταλιστική, ή γενικότερα, από μια ταξική κοινωνία; O πυρήνας του επαναστατικού προτάγματος, πρέπει να μένει αναφομοίωτος από το Κράτος και το Κεφάλαιο. Από την άλλη μεριά, το κομμουνιστικό πρόταγμα, μετατρεπόμενο σε κοινωνικό αξίωμα, δεν πρέπει να να επαναλαμβάνει μιμητικά τη κρατική λειτουργία την οποία θέλει να αρνηθεί. 

Ο Μάρξ ολοκάθαρα μιλάει για ένα κομμουνιστικό αξίωμα-Αρχή. Το βλέπουμε διατυπωμένο στην παραπάνω περίφημη φράση. Η κοινωνία έχει μια σημαία, και μια επιγραφή, αλλιώτικη από τις άλλες. Σε ένα νεανικό του έργο ο Γιώργος Χειμωνάς αισθάνεται να διακατέχεται από ”τη ψυχολογία μιας καρφωμένης σημαίας”. Μια καρφωμένη σημαία πλαταγίζει σε καθορισμένη εμβέλεια και σημαίνει μια ταυτότητα. Την μπήγουν στο χώμα για να μη την πάρει ο αέρας, και το χώμα μετατρέπεται σε έδαφος, επικράτεια ταυτότητας, ζωτικός χώρος με σύνορα. Πως μπορεί μια καρφωμένη σημαία να σημαίνει το ανθρώπινο καθολικό, όταν ταυτοποιεί και χωρίζει ένα εσωτερικό των ανθρώπων από ένα εξωτερικό; 

Η δυνατότητα αυτή της μαρξικής κομμουνιστικής Αρχής να είναι μια αρχή αλλιώτικη από τις άλλες, μπορεί αρχικά να αποδοθεί στο ρητό της περιεχόμενο. Το να προσφέρει ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, και να παίρνει σύμφωνα με τις ανάγκες του, φαίνεται ”ουτοπικό”, ένα κοινωνικό ιδανικό, στα όρια του εφικτού και του ανέφικτου. Πέρα όμως από τη συγκεκριμένη ”συνθηματική επίλυση” που έδωσε στο πρόβλημα ιστορικά ο Μάρξ, και η οποία ίσως είναι η καλύτερη δυνατή στη γενική της διατύπωση, πρέπει να εξετάσουμε τη δομή του προβλήματος, για να κατανοήσουμε καλύτερα την ιστορική επίλυσή του, μέσα σε καθορισμένες συνθήκες. Ίσως κάθε μελλοντική σημαία, αν είναι να επινοηθεί κάποια άλλη, να πρέπει να εκπλήρωνει κάποιες γενικές προυποθέσεις,.

Το πρόβλημά μας λοιπόν είναι, πρώτα και κύρια, ένα πρόβλημα πεπερασμένου και απείρου. Το πεπερασμένο φαίνεται να σημαίνει, όπως είπαμε, την ταυτότητα, τον περιορισμό και την αναγκαιότητα, σε αντιδιαστολή με το άπειρο που μοιάζει να σημαίνει την ελευθερία. Κάτι σημαντικό που έχουμε μάθει από τον Χέγκελ (στη ”διδασκαλία περί του Είναι”), είναι ότι και το άπειρο, όταν ορίζεται αντιστικτικά προς το πεπερασμένο, περι-ορίζεται, γίνεται το ίδιο κάτι πεπερασμένο. Το ”κακό άπειρο” για τον Χέγκελ είναι το άπειρο που μεταβαίνει από το ένα πεπερασμένο στο άλλο επ’άπειρον, επαναλαμβάνοντας όμως έτσι το ίδιο, το πεπερασμένο. Η Αιώνια ή Άπειρη Επιστροφή του Κράτους, θα μπορούσε να πει κανείς, της ταυτότητας, των ορίων, του εγκλεισμού της κοινωνικής πολλαπλότητας σε καλούπια και στεγανά. Αντίθετα, το ”καλό άπειρο”, είναι η ίδια η άπειρη σχέση πεπερασμένου και απείρου. Είναι μια άπειρη διαδικασία, μια και μόνη διαδικασία, αντί της αντιδιαστολής ενός αμετάβλητου πεπερασμένου, σαν να ήταν αυτό απόλυτο, και ενός ψευτο-απείρου που κείται, τάχα, απολύτως εκτός του πεπερασμένου, σαν άλλη μία ταυτοτική, πεπερασμένη οντότητα. 

Πρέπει να παρατηρήσουμε το εξής δομικό χαρακτηριστικό της μαρξικής κομμουνιστικής Αρχής: οι δύο όροι της, οι ”ικανότητες” και οι ”ανάγκες”, είναι τόσο πεπερασμένα μεγέθη, όσο και αέναα, ιστορικά μεταβαλλόμενα. Οι ικανότητες και οι ανάγκες, από τη μία όταν καθορίζονται σε μια ιστορικά συγκεκριμένη στιγμή, φαίνεται να είναι περι-ορισμένες, από την άλλη, δεν παύουν να έχουν άπειρες ιστορικές, ποσοτικές και ποιοτικές διακυμάνσεις. Πράγμα που σημαίνει πως και η ίδια η σχέση τους είναι ιστορικά κυμαινόμενη. Αυτό το επιτρέπει η ίδια η αναγκαιότητα ιστορικής-μεταβαλλόμενης, συλλογικής ερμηνείας της ποιότητας και της ποσότητας κάθε φορά των αναγκών, πέρα από το ιστορικά μεταβαλλόμενο των παραγωγικών ικανοτήτων του καθενός. Η ακαθοριστία των όρων ”ικανότητες/δυνατότητες-ανάγκες”, δεν είναι ”ελάττωμα” του αξιώματος ούτε δείχνει κάποια ”αδυναμία του Μάρξ” να προσδιορίσει το απολύτως αναγκαίο, minimum περιεχόμενο της κομμουνιστικής σημαίας ή ”συνταγής για τις κουζίνες του μέλλοντος” (για να θυμηθούμε το πολύ παλαιότερο από τη ”Κριτική του Προγράμματος της Γκότα” Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Αυτού του τύπου η προσδιορισμένη ακαθοριστία είναι ουσιαστικό γνώρισμα της κομμουνιστικής ελευθερίας των ατόμων. Ανεξάρτητα όμως από την ακαθοριστία και το ποιοτικά-ποσοτικά μεταβαλλόμενο χαρακτήρα των ικανοτήτων-αναγκών, ανεξάρτητα από τη διαρκώς κυμαινόμενη σχέση τους, παραμένει κάτι σταθερό. Αυτό δεν είναι άλλο από την κομμουνιστική, μαρξική Αρχή, που δεν παύει να ρυθμίζει αυτή τη κοινωνική σχέση παραγωγής-κατανάλωσης.  Έχουμε δηλαδή ένα ”περατό”, ένα αξίωμα, μια αρχή, που προάγει, ή καλύτερα, αποτελεί προυπόθεση της ίδιας της κομμουνιστικής απειρότητας, της κομμουνιστικής ελευθερίας της ανθρωπότητας. 


  Μια διαφορική σχέση


Υπάρχει ένα δεύτερο σύνολο κατηγοριών, υπό το πρίσμα του οποίου μπορούμε να παραλληλίσουμε την παραπάνω σχέση των όρων της μαρξικής Αρχής, εμπνεόμενοι πάλι από τη ”διδασκαλία περί του Είναι” του Χέγκελ. Ας θεωρήσουμε, όπως κάναμε και παραπάνω, ότι οι ”ικανότητες” και οι ”ανάγκες” είναι ”μεγέθη”, αν τα θεωρήσουμε δηλαδή τιμές, ανεξάρτητα από την ποιότητα των ικανοτήτων και των αναγκών, ή μάλλον, με κοινό ποιοτικό γνώρισμα πως έχουμε κοινωνικές παραγωγικές ικανότητες/δυνάμεις και κοινωνικές ανάγκες. Οι ”ικανότητες” μεταφράζονται έτσι σε ποσότητα κοινωνικών δυνητικά παραγόμενων προιόντων (παραγωγή-προσφορά) και οι ”ανάγκες” σε ποσότητα κοινωνικών αναγκών-(ζήτηση-κατανάλωση). Τότε μπορούμε να παραλληλίσουμε την αξιωματική μαρξική σχέση με ένα κλάσμα που ο αριθμητής αντιστοιχεί στη (δυνητική) κοινωνική παραγωγή και ο παρονομαστής στην κοινωνική κατανάλωση. Μπορούμε να δούμε τη σχέση αυτή σαν σχέση μεταξύ της παραγωγικής δύναμης και των αναγκών της κοινωνίας. 

Ο Χέγκελ παρατηρεί ότι π.χ στο κλάσμα 6/3, υπάρχει περίπτωση οι τιμές αριθμητή και παρονομαστή να μεταβάλλονται, ενώ ο ”εκθέτης” ή πηλίκο της διαίρεσης παραμένει σταθερός. Και αυτό γιατί το 6/3 ισοδυναμεί με το 2/1, το 4/2, το 12/6, κ.ο.κ, όλα αυτά τα κλάσματα μας δίνουν τον αριθμό 2. Άρα οι τιμές αριθμητή και παρονομαστή μπορούν ποσοτικά να μεταβάλλονται, ενώ η τιμή μιας άλλης ”ποσότητας”, του εκθέτη, παραμένει σταθερή. Αυτό μας δείχνει πως παρά τη μεταβολή των ποσοτήτων αριθμητή-παρονομαστή, υπάρχει μια ποσοτική σχέση που μένει σταθερή. Η ποσοτική αυτή σχέση, ακριβώς επειδή παραμένει σταθερή παρά τις ποσοτικές διακυμάνσεις, έχει ποιοτικό χαρακτήρα. Είναι μια ποσοτική σχέση που είναι ποιοτική, μεταξύ δύο ποσοτήτων. Η ποσοτική σχέση πχ των εμπορευμάτων Α και Β, μας δείχνει με πόσα εμπορεύματα Β ανταλλάσσουμε το εμπόρευμα Α. Αν το εμπόρευμα Α κάνει 6 και το Β κάνει 3, τότε το Α ισοδυναμεί με 2Β. Αν η ”ποιοτική”, με την παραπάνω έννοια, σχέση των Α και Β μείνει σταθερή, το Α θα ισοδυναμεί με 2Β, όσα Α και όσα Β και αν έχω. Η ποσοτική σχέση αριθμητική-παρονομαστή είναι, λέει ο Χέγκελ, η ”έμμεση αξία”, ενώ ο εκθέτης, το ποιοτικό ποσό ή ποσοτικό ποιόν του εκθέτη, είναι η ”άμεση αξία” (είναι ολοφάνερη η σχέση όλων των παραπάνω ”εγελιανών” με τις μαρξικές έννοιες της ”ανταλλακτικής αξίας” και της ”αξίας”). 

Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε και μας ενδιαφέρει είναι λοιπόν ότι, στο παράδειγμά μας, όσο και αν κυμανθούν οι τιμές κοινωνικής δυνητικής παραγωγής-κοινωνικής κατανάλωσης, υπάρχει μια ποιοτική σχέση την οποία μας δίνει η μαρξική κομμουνιστική Αρχή, και η οποία παραμένει ”ως έχει”. Για να συλλάβουμε αυτή τη σχέση ως ελάχιστη διαφορά των δύο ετερογενών σειρών, της σειράς ”ικανότητες” ή (δυνητική) κοινωνική παραγωγή και της σειράς ”ανάγκες” ή κοινωνική κατανάλωση (τις οποίες μπορούμε να σκεφτούμε ως προσφορά και ζήτηση, σε μια διαφορετική ρύθμιση μεταξύ τους), μπορούμε να φανταστούμε ότι το ”κοντέρ” τόσο στον αριθμητή όσο και στον παρονομαστή ”τείνει προς το μηδέν”.  Τότε βλέπουμε καθαρότερα την ”υφή” της σχέσης, την ελάχιστη διαφορά των όρων. Αν αριθμητής και παρονομαστής τείνουν προς το μηδέν, ο ”εκθέτης” θα τείνει προς το άπειρο. Έτσι βλέπουμε την απειροελάχιστη διαφορά, που είναι τόσο ανεπαίσθητη, ώστε μας αποκαλύπτει οριακά την ενότητα-ταυτότητα των δύο όρων. Διαφορετικά ειπωμένο, η ελάχιστη διαφορά των δύο πόλων της διαλεκτικής σχέσης, ψηλαφίζει το όριό τους, δηλαδή το κοινό νοηματικό τους πλαίσιο. 

Το συμπέρασμα είναι το εξής. Η ελάχιστη διαφορά του ”ανάλογα με τις ικανότητες” από το ”ανάλογα με τις ανάγκες” ως των δύο συμπληρωματικών όρων της κομμουνιστικής μαρξικής Αρχής, η οποία μας δείχνει το νοηματικό όριο ή αλλιώς τη νοηματική ”ζώνη αδιαφορίας τους”, είναι εκείνη που μας αποκαλύπτει, στην καθαρότερη δυνατή μορφή, την μεταξύ τους σχέση, την ενότητα του κομμουνιστικού τους νοήματος. Η άρρηκτη μεταξύ τους ενότητα και σχέση, το σφιχταγκάλιασμά τους στο όριο, ανοίγει νοηματικά τον Κομμουνιστικό Ορίζοντα. Το όριο αυτό μπορεί να νοηθεί, και από τη στιγμή που ένα όριο μπορεί να νοηθεί, νοείται και η υπέρβασή του. Έτσι γεννάται η κομμουνιστική ου-τοπία σε επιστημονική βάση. 

Είναι αυτονόητο ότι η διαφορετική αυτή σχέση παραγωγής-κατανάλωσης, συνεπάγεται μια άλλη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, και συνολικά άλλες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, άλλες μορφές συνείδησης. Άλλο πολιτισμό, άλλη κοινωνική ζωή. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την ανάγκη πρόκρισης μιας τέτοιας αρχής από τον Μάρξ, έναντι άλλων κι άλλωνΟ Μάρξ δεν λέει ότι η κομμουνιστική σημαία θα γράφει ”όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι” ή κάτι τέτοιο. Και αυτό γιατί στοχεύει πολεμικά στο καθοριστικό αλλά και δεσπόζον κοινωνικό υποσύστημα, το οικονομικό. Αυτός είναι ο κύριος αντίπαλος, το Κεφάλαιο είναι ο σύγχρονος Ηγεμόνας, που ασκώντας εξαναγκασμό αλλά και αποσπώντας συναίνεση, επιβάλλει την αναπτυξιακή του λογική στην κοινωνική ολότητα, πετώντας καμιά φορά στα σκουπίδια ανθρώπινα ζώα.

Τα δύο προηγούμενα σύνολα εννοιών μέσα από τα οποία είδαμε τη μαρξική κομμουνιστική Αρχή (πεπερασμένο-άπειρο, ποσοτική και ποιοτική σχέση), δεν εξαντλούν τη προβληματική της. Υπάρχει κάτι περισσότερο. Το ”από τον καθένα”…”στον καθένα”. Η αόριστη αντωνυμία ”καθένας” ανακινεί όλη την κουβέντα περί καθολικού, σε μαθηματικά και φιλοσοφία. Ας κρατήσουμε μοναχά ότι η διατύπωση αυτή είναι σημαντική, και δείχνει, το λιγότερο, ότι ο Μάρξ δεν συγχέει, όπως κάποιοι άλλοι, τον κομμουνισμό με την υποταγή του ατόμου στη συλλογικότητα. Ο ”κάθενας” ή ο ”οποιοσδήποτε” είναι ένας και όλοι ταυτόχρονα. 

Ένα ακόμη σημαντικό σημείο, είναι πως το ”κλάσμα”, όπως μεταφορικά το παραστήσαμε, του ύψους της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης προς την κοινωνική κατανάλωσης, δεν πρέπει να παίρνει τιμή κάτω του ενός, δηλαδή x/y πρέπει να είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 1. Για αυτό ο Μάρξ μιλά για την ”ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων” και την ”αφθονία του πλούτου”. Αν οι ανάγκες προς κατανάλωση είναι μεγαλύτερες από τις παραγωγικές δυνατότητες, τότε η σχέση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Για αυτό, η κοινωνία πρέπει να έχει αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνάμεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να ικανοποιηθούν οι κοινωνικές ανάγκες όλων. Επειδή όμως οι ”ανάγκες” όπως είδαμε είναι ιστορικά μεταβαλλόμενες και στον κομμουνισμό ελεύθερα ερμηνεύσιμες, εκείνο που προέχει είναι η εξασφάλιση της ικανοποίησης των πλέον ανελαστικών αναγκών, των βιολογικών αναγκών και των ελάχιστων ενεργειακών πόρων που χρειάζονται οι άνθρωποι αλλά και το κοινωνικό σύστημα (για υγεία, παιδεία, κλπ, όπως λέει ο Μάρξ στη ”Κριτική του Προγράμματος της Γκότα” αναφερόμενος όμως στον ανώριμο κομμουνισμό, τον σοσιαλισμό). Αυτό ισοδυναμεί με την επίλυση του ενεργειακού προβλήματος (πρόβλημα πόρων-επιβίωσης) που αναδύεται στη συμβολή της σχέσης κοινωνικού συστήματος-περιβάλλοντος. Αν οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει τις παραγωγικές τους δυνάμεις σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούν να επιλύσουν το, με την ευρεία έννοια, ενεργειακό τους πρόβλημα, τότε ανοίγεται ένα ευρύτατο πεδίο ιστορικών δυνατοτήτων ρύθμισης της σχέσης παραγωγής-κατανάλωσης με κομμουνιστική ελευθεριότητα. 

Ωστόσο, αν τα παραπάνω ισχύουν για το κοινωνικό σύνολο, δεν ισχύουν για το κάθε άτομο ξεχωριστά, του οποίου οι ανάγκες μπορούν να ”υπερβαίνουν” τις παραγωγικές δυνατότητες, ή το αντίστροφο. Για την ακρίβεια, δεν τίθεται καν τέτοιο ζήτημαΟ καθένας προσφέρει όσα δύναται, και ο καθένας εξασφαλίζει όσα έχει ανάγκη, χωρίς να τίθεται θέμα αφηρημένης μέτρησης με βάση μια αξιολογική κλίμακα παραγωγικών δυνατοτήτων και αναγκών. Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα επέβαλλε μια ακραία ποσοτικοποίηση, που θα επανέφερε ”όλες τις παλιές βρωμιές”, τις ταξικές σχέσεις, τον κρατικό εξαναγκασμό, κ.ο.κ. Στον κομμουνισμό, οι ελεύθεροι συνεταιρισμένοι παραγωγοί αποφασίζουν ποιές είναι οι ικανότητες και ποιές οι ανάγκες κοινωνικών ομάδων και ατόμων, έχοντας διασφαλίσει την ”ελάχιστη ουτοπία” για όλους, πως δεν θα πεινάει κανείς, πως δεν θα αναγκαστεί κανείς να νοικιάσει ή να πουλήσει τον εαυτό του σε κάποιον εκμεταλλευτή.  

Ολοκληρώνοντας όσον αφορά τη δομή της θεμελιακής σχέσης στη μαρξική κομμουνιστική αρχή ή ”σημαία” του κομμουνισμού, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι μεταξύ των ”ικανοτήτων” και των ”αναγκών”, υπάρχει ένας ”εξαφανιζόμενος διαμεσολαβητής”. Η ειδική υφή της σχέσης, φαίνεται πως πρέπει να εξασφαλιστεί από ένα τρίτο, ”εμβόλιμο” στοιχείο που πραγματοποιεί τη ”σύζευξη” των δύο ”ετερογενών σειρών” (όπως αποκαλέσαμε τα δύο μέρη της ειδικά κομμουνιστικής σύζευξης). Αυτό το εμβόλιμο στοιχείο είναι παρόν-απόν, εκδηλώνεται μέσα στην καθολικότητα του ”καθένα” και της ειδικής κομμουνιστικής συνάρθρωσης ικανοτήτων-αναγκών στον κομμουνισμό που είναι σχετικά ανεξάρτητη από τις ιστορικές ποιότητες και ποσότητες ικανοτήτων-αναγκών. Το ”εμβόλιμο” αυτό στοιχείο, είναι εκείνο που πρέπει να αντικαταστήσει το χρήμα, το νομικό πρόσωπο, και κάθε άλλο μέτρο της αστικής και προαστικής ταξικής κοινωνίας που πραγματοποιεί υπολογιστικά τις συζεύξεις μεταξύ των κοινωνικών ατόμων και πραγμάτων. Για παράδειγμα, το χρήμα επιτρέπει τη σύζευξη προϊόντος-ανάγκης, υλοποιώντας τη δυνάμει συμπληρωματικότητά τους αλλά και κατασκευάζοντας το ίδιο αυτό το κοινωνικό ”δυνάμει”, χωρίς αναγκαία η ανταλλαγή να γίνει στον ίδιο χώρο και χρόνο, όπως συμβαίνει με τις ανταλλαγές σε καθεστώς ”ισοπραγματισμού”.  

Φαίνεται λοιπόν πως πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος θεσμικής συλλογικής υπόστασης που θα διασφαλίζει το κομμουνιστικό αξίωμα. Ο ορίζοντας της σκέψης μας, αν πρέπει αφύσικα να υπερπηδήσουμε τη πορεία προς το στόχο αυτό, φτάνει μέχρι το να χαρακτηρίσουμε αυτή τη θεσμική υπόσταση εμμενή στην κοινωνική συμβίωση, συλλογική, αποκεντρωμένη, κοινωνικά διάφανη θεσμικότητα ”ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών” όπως προείπαμε και όπως αναφέρουν οι Μάρξ-Ένγκελς. Μόνη υπερβατικότητα σε αυτή την εμμένεια θα είναι το κομμουνιστικό αξίωμα που θα χαράσσει τα όρια, οι Ικανότητες-Ανάγκες, και τα θεωρήματα που θα απορρέουν από αυτήν την αξιωματική. Η κατασκευή του αξιώματος πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να ανοίγει το δρόμο στην κομμουνιστική προσδιορισμένη απειρότητα, ταυτόχρονα όμως να οριοθετεί από την καπιταλιστική αλλά και από την κάθε ταξική κοινωνία γενικά. Μόνος τρόπος για αυτό συνεπής προς τους σκοπούς των Μάρξ-Ένγκελς μου φαίνεται η διαλεκτική σύλληψη της σχέσης πεπερασμένου-απείρου, και η διαλεκτική του διαφορικού. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μάρξ έδινε μεγάλη βαρύτητα στις φιλοσοφικές του έρευνες πάνω στη φύση του διαφορικού λογισμού (βλ. στα Μαθηματικά Χειρόγραφα), ενώ και ο Ένγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης ξεχωρίζει τον διαφορικό λογισμό ως το μόνο είδος μαθηματικής σκέψης που μπορεί να περιγράψει δυναμικές διαδικασίες κίνησης, διακρίνοντάς τον από τα άλλα μαθηματικά της ”τυπικής λογικής” όπως τη γεωμετρία, τα οποία στη φυσική και τη χημεία, αναφέρει, τα καταφέρνουν ελάχιστα, ενώ στη βιολογία, ”παίρνουν μηδέν”. Το νήμα αυτό των φιλοσοφικών μελετών πάνω στο διαφορικό λογισμό, το ακολούθησε με εξαιρετική συνέπεια και διαύγεια ο Γάλλος φιλόσοφος Gilles Deleuze. Ήδη όμως στον Χέγκελ και στη ”διδασκαλία περί του Είναι” βλέπουμε έναν εκτενέστατο στοχασμό πάνω στη φύση του διαφορικού και ολοκληρωτισμού λογισμού, σε διάλογο με τις σχετικές ανακαλύψεις του Λάιμπνιτς, την έννοια του άρρητου αριθμού και την έννοια του απείρου στον Σπινόζα (οι δύο τελευταίοι αποτελούν και βασικές πηγές του στοχασμού του Deleuze). 
  
  Κομμουνιστική Αξιωματική

   Είναι ο κομμουνισμός (και ειδικότερα, ο μαρξισμός) άλλο ένα ”ιδεολογικό σύστημα”, με τις δικές του προαποφάσεις, τα αξιώματα, κ.ο.κ, που ως τέτοιο, σε τίποτα δεν θα διέφερε από τις άλλες ”οπτικές γωνίες”-ιδεολογίες; Φαινομενικά, κάτι τέτοιο συμβαίνει, καθώς όπως κάθε ιδεολογία, έχει και ο ιστορικός κομμουνισμός το δικό του ”κλείσιμο”, τα δικά του ”όρια”, τη δική του περατότητα. Η κομμουνιστική ιδέα όμως, προαπεικάζοντας μια κοινωνία που θα συνειδητοποιείται από τους ανθρώπους ως προιόν της ίδιας τους της ελεύθερης, ιστορικής δραστηριότητας, αποτελεί ένα σύστημα διαφορετικού είδους.
   Το πώς θα ονομάσουμε την ιδέα αυτή και το τί θα σημαίνει το όνομα τούτο, έχει πολιτική σημασία, αλλά δεν είναι το παν. Το τί σημαίνει από το πώς λειτουργεί, είναι σχετικά διακριτά ερωτήματα που αντιστοιχούν σε διακριτές απαντήσεις. Η κομμουνιστική ιδέα για να είναι πολιτικά αποτελεσματική απέναντι στον εχθρό, δεν μπορεί να μη λειτουργεί στη πραγματική πολιτική διαπάλη σαν σύστημα, σαν ένα καθορισμένο και στοχοπροσηλωμένο σώμα αντιλήψεων, αναλύσεων, επιθυμιών, πράξεων. Η κομμουνιστική ιδέα, όπως κάθε ”θεωρητικό” σύστημα, χρειάζεται ενέργεια, πληροφορία, αναπτύσσει επικοινωνιακές σχέσεις μεταξύ των φορέων της, παράγει μικρότερη ή μεγαλύτερη ισχύ και με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την οργανωτική δομή που επιλέγουν οι φορείς αυτοί. Μπορεί να μη λέγεται πάντα ”κομμουνισμός”, μπορεί να μην είναι πάντα ”μαρξισμός”. Ωστόσο, πιστεύω πως ο μαρξισμός είναι η πιο ρεαλιστική του κομμουνιστικού ιδεώδους, γιατί λαμβάνει σοβαρά υπόψη την ολιστική κριτική του καπιταλισμού, τις πραγματικές αντικειμενικές τάσεις που οδηγούν πέρα από αυτόν, και τη πραγματική, πολιτική διάσταση.
   Αυτή η εκδοχή ή μοντέλο, είναι ένα εργαλείο για την εργατική τάξη, τους ανέργους και τους καταπιεσμένους, που μπορεί να αποβεί αποτελεσματικότερο και λειτουργικότερο από άλλες θεωρήσεις. Δεν υπάρχει απόλυτο ψεύδος ούτε απόλυτη αλήθεια στις κεντρικές, δομημένες αντικαπιταλιστικές θεωρήσεις, που καθίστανται λιγότερο ή περισσότερο εύλογες όταν πατούν στο έδαφος μιας αντιφατικής-προβληματικής πλευράς της πραγματικότητας. Ξεπηδούν διάφορα αντισυστημικά ρεύματα σκέψης και δράσης από διαφορετικές αντιφάσεις του συστήματος, που ανοίγουνε γραμμές φυγής, έξω από αυτό. Η κρίσιμη διαφορά του μαρξισμού είναι πως θέλει συγκροτημένα να ακτινογραφήσει τις αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας και να απαντήσει συνολικά, και όχι τοπικά ή μερικά, σκάβοντας απλώς σοσιαλιστικές κοιτίδες στο περιθώριο του καθεστώτος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τέτοιες τακτικές δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το συνολικό σκοπό-αρκεί να είναι προσανατολισμένες σε αυτόν. Ο κομμουνισμός των ”ενικοτήτων” είναι ανήμπορος πολιτικά, και φαίνεται αυτό ειδικά σήμερα.
   Ο μαρξισμός αναγνωρίζει πως υπάρχει η αναγκαιότητα πολιτική οργάνωσης του εργαζόμενου λαού, ώστε να παραχθεί πολιτική ισχύς. Για το μαρξισμό η κομμουνιστική ιδέα πρέπει είναι ένα όσο γίνεται συγκροτημένο θεωρητικό και πρακτικό σύστημα ικανό για κριτική στο υπάρχον καθεστώς και για θετικό κομμουνιστικό πρόταγμα.
   Για να μη χάσει τον κομμουνιστικό ορίζοντα, ο μαρξισμός πρέπει να διατηρεί πάντα σε ορατότητα το κεντρικό του αξίωμα, το αναφορικό του μέλλοντος που προοιωνίζεται. Aπό τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Το νόημα και η δομή του αξιώματος αυτού, εμποδίζει τη σκλήρυνση λειτουργώντας αυτοκριτικά. Δεν αναστέλλει όλες τις προσαρμογές που απαιτούνται από τις ιστορικές συνθήκες για να επιβιώσει το σύστημα, όμως δίνει σε αυτές τις προσαρμογές προσωρινό, και μόνο, χαρακτήρα. Όταν ένα αξίωμα γίνεται ορατό ως αξίωμα, αισθητικοποιείται το όριο, το πεπερασμένο ανοίγεται προς το άπειρο και μπορεί να αναπτύσσεται με γνώμονα την απειρότητα του σημείου-στόχου. Ο Κομμουνιστικός Ορίζοντας ορίζει τους κομμουνιστέςΗ κομμουνιστική μηχανή είναι μια μηχανή του απείρου, όχι όμως του τυφλού και τυχαίου απείρου, αλλά του εγελιανού ”καλού απείρου”. Δομείται πάνω σε μια θεμελιακή κομμουνιστική σύζευξη παραγωγικών ικανοτήτων και αναγκών, έχει μια βασική συνδεσμολογία, καθολικό-αναλογικότητα-ικανοτήτες/αναγκες σε καθορισμένες σχέσειςδιαφεύγει από και συγκρούεται με την κεφαλαιο-κρατία. 
     Κάθε ρύθμιση δεν είναι περατότητα, όπως νομίζουν πολλοί, κάθε ρύθμιση δεν είναι Κράτος. Οι δείκτες των ικανοτήτων και των αναγκών στη μαρξική αξιωματική σχέση, είναι ρυθμισμένοι έτσι ώστε, όσο και να μετακινηθούν, όσο και να διακυμανθούν, ξέρεις πως θα ”σταματήσουν” σε μία σχέση κομμουνισμού, ό,τι και να δείχνουν, ξέρεις πως το Ρολόι του Κόσμου θα χτυπήσει στο καταμεσήμερο του Κομμουνισμού που οφείλεται. Η ανθρωπότητα γίνεται ανθρωπότητα υπερβαίνοντας το ζωώδη ενεργειακού της περιορισμό, την πάλη για την επιβίωση, την αποκοπή της από τους όρους της ύπαρξής της, γεγονός που έκανε τον Μάρξ να ξεχωρίσει την ”προϊστορία” της ανθρωπότητας, που δρουν οι νόμοι ενός κοινωνικού, ταξικού δαρβινισμού, από τη ”πραγματική ιστορία της ανθρωπότητας”. 

 Επίλογος 
    Ο κομμουνιστής δεν είναι, γίνεται. Όποιος θέλει να γίνει μαρξιστής, αποδέχεται αναγκαία το μαρξικό αξίωμα του κομμουνισμού και υποκειμενικοποιείται με απώτατη αναφορά αυτό. Η ”κομμουνιστική προοπτική” είναι η προοπτική, η οπτική γωνία που ανοίγει το αξίωμα αυτό. Υπάρχουν και άλλα σημεία-κόμβοι που σημαδεύουν το παραδεδομένο μαρξιστικό σώμα, από τα οποία διέρχονται οι ιδέες και τα υποκειμενοποιημένα σώματα, και άλλα σημεία μπορούν να απορροφηθούν. Άλλοι μπορεί να παλεύουν για την αταξική κοινωνία, χωρίς να αποδέχονται όλα τα κλειδιά του μαρξιστικού κώδικα. Επίσης κάποιος μπορεί να μην είναι μαρξιστής, αλλά να αποδέχεται το θεμελιακό αξίωμα. Κάθε υποκείμενο που δρα, λιγότερο ή περισσότερο, με γνώμονα την αταξική κοινωνία, είναι μια ανάμειξη πολλών ιδεών, πολλών προτύπων, πολλών βιωμάτων και συνηθειών, που καταλύεται όταν η σχέση που το ορίζει αποσυντίθεται.
   Πάνω στο αξίωμα στηρίζονται, όπως είπαμε, διάφορα θεωρήματα, που συμπληρώνουν το σώμα του μαρξισμού. Τα θεωρήματα ποικίλουν, και σε διάφορους συνδυασμούς. Πρέπει να ξεχωρίζει κανείς τα αξιώματα από τα θεωρήματα, τις αποχρώσες ενδείξεις και τις αποδείξεις. Πρέπει να έχει επίγνωση, για παράδειγμα, των όσων θεμελιακών έχουν κατακτηθεί έως τώρα.
   Ο λενινισμός είναι η μόνη διαθέσιμη εκδοχή του μαρξιστικού συστήματος που προσέφερε θεωρήματα πολεμικής και πολιτικής αιχμής, αλλά και κάποιες επιλύσεις σε διάφορα κομβικής σημασίας πρακτικά προβλήματα. Η λενινιστική διάλυση των αυταπατών περί του Κράτους ήταν η πιο καθαρή και σκληρή, μια τανάλια που έσφιξε τη λαβή της κριτικής, αλλά δεν την έκλεισε στο λαιμό αυτού του ”συσφιγκτήρα βόα”, όπως λέει κάπου ο Μάρξ, του ταξικού κράτους. 
    Αν ο Μάρξ είναι το ”πνεύμα της αποδόμησης της κεφαλαιοκρατίας” με τη ”κριτική της πολιτικής οικονομίας”, ο Λένιν είναι το ”πνεύμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού”. Όμως η αποδόμηση και η οικοδόμηση δεν κερδήθηκαν ποτέ, και πια ο κόσμος έγινε περισσότερο πολύπλοκος, περισσότερο δύσκολος. 
     Οι αστοί όλο λένε, το Κεφάλαιο είναι όμορφο, το Κεφάλαιο είναι έξυπνο, το Κεφάλαιο είναι δυνατό. Άπειρα κατηγορήματα του προσάπτουν, είναι Θεός, το Κεφάλαιο και το Χρήμα, με δύο σώματα, το θνητό και το αθάνατο, το ”αισθητό και το υπεραίσθητο”, όπως είπε για το χρήμα ο Μάρξ. Οι αστοί λένε: ”Χ-Ε-ΔΧ”. 
     Οι κομμουνιστές λένε: ”Aπό τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, ελεύθερη από την αγορά και την καταπίεση ροή ικανοτήτων, ελεύθερη ροή αναγκών, συλλογική ιδιοποίηση της κοινωνικής παραγωγής και του ελεύθερου χρόνου. Οι κομμουνιστές λένε πως αυτό είναι ρεαλιστικό. Πως υπάρχει η λογική και ιστορική δυνατότητα, πως υπάρχει ο πλούτος, καμιά ”ανθρώπινη φύση” δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, είναι στο χέρι των εργαζομένων, των ανέργων, του λαού.
     Οι μαρξιστές-κομμουνιστές οργανώθηκαν, οργανώνονται ή θα οργανωθούν, παλεύοντας από κάποιο πολιτικό μετερίζι.
    
      Αν θες να είσαι κομμουνιστής, δέξου το αξίωμα, βρες τα θεωρήματα, βάλε ενέργεια, πάρε πληροφορία, άνοιξε το χώρο, βρες το χρόνο, να παράγεις έργο και ισχύ, πράξε. Μέχρι την αταξική κοινωνία και τον κομμουνισμό.

1 σχόλιο:

  1. πω πω κείμενο

    αυτό θέλει εκτύπωση και μελέτη

    πάει το χαρτί.... θα μπατηρήσω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Εδώ εκτονώνεστε ...