Αριστείδης
Μπιτζένης
Οι ελληνικές επενδύσεις στα
Βαλκάνια
Επιστημονικό
Marketing Management, Νοέμβριος 2005
Είκοσι πέντε ελληνικές πολυεθνικές έχουν
επενδύσει το 80% των συνολικών ελληνικών εκροών σε ολόκληρη τη Βαλκανική
περιοχή. Μία ενδιαφέρουσα έρευνα του καθηγητή Αριστείδη Μπιτζένη που αφορά
τις ελληνικές Επενδύσεις στα Βαλκάνια.
Οι βαλκανικές χώρες έχουν σημειώσει
σημαντική πρόοδο στην προσπάθειά τους να γίνουν μια λειτουργική οικονομία της
αγοράς, αν και θα λέγαμε ότι δεν είναι ακόμα ικανές να αντιμετωπίσουν τις
ανταγωνιστικές πιέσεις και τις δυνάμεις αγοράς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο
όγκος των επενδυμένων κεφαλαίων σε αυτές τις χώρες είναι πολύ περιορισμένος και
υπάρχει έλλειψη δυτικού επενδυτικού ενδιαφέροντος. Με δεδομένη αυτή την
κατάσταση, οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν βρει έδαφος για να πραγματοποιήσουν
αρκετά μεγάλες επενδύσεις σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας. Παρ’ όλα
αυτά 25 περίπου ελληνικές πολυεθνικές έχουν επενδύσει το 80% των συνολικών
ελληνικών εκροών ΞΑΕ σε ολόκληρη τη βαλκανική περιοχή. Συγχρόνως, περίπου
3.000-3.500 ενεργές ελληνικές επιχειρήσεις από τις 8.000-10.000 εγγεγραμμένες
πρόσφεραν και προσφέρουν δραστηριότητες προστιθέμενης αξίας στις βαλκανικές
οικονομίες, όπως νέες θέσεις εργασίας, προϊόντα καλύτερης ποιότητας, ευρύτερη
ποικιλία των προϊόντων και αύξηση της παραγωγής. Με δεδομένο ότι οι
εταιρείες από τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες έχουν αναπτύξει υψηλό επενδυτικό
ενδιαφέρον για τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει
να στραφούν στις βαλκανικές χώρες αφού αναλύσουν με προσοχή τα οικονομικά και
επιχειρησιακά δεδομένα των βαλκανικών χωρών και λάβουν υπόψη κυρίως τη
γεωγραφική και πολιτισμική εγγύτητα και τη γνώση του επιχειρηματικού
περιβάλλοντος των Βαλκανίων.
Λέξεις-κλειδιά: Βαλκάνια, Επιχειρηματικότητα, Ελληνικές, Ξένες Επενδύσεις
Oι βαλκανικές χώρες έχουν σημειώσει σημαντική
πρόοδο στην προσπάθειά τους να γίνουν μια λειτουργική οικονομία της αγοράς, αν
και θα λέγαμε ότι δεν είναι ακόμα ικανές να αντιμετωπίσουν τις ανταγωνιστικές
πιέσεις και τις δυνάμεις αγοράς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Bitzenis, 2005b). Ο
όγκος των επενδυμένων κεφαλαίων σε αυτές τις χώρες είναι πολύ περιορισμένος και
υπάρχει έλλειψη δυτικού επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, οι Έλληνες
επιχειρηματίες έχουν βρει έδαφος για να πραγματοποιήσουν αρκετά μεγάλες
επενδύσεις σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά 25
περίπου ελληνικές πολυεθνικές έχουν επενδύσει το 80% των συνολικών ελληνικών
εκροών ΞΑΕ σε ολόκληρη τη βαλκανική περιοχή. Συγχρόνως, περίπου 3.000 ενεργές
ελληνικές επιχειρήσεις από τις 8.000-10.000 εγγεγραμμένες πρόσφεραν και
προσφέρουν δραστηριότητες προστιθέμενης αξίας στις βαλκανικές οικονομίες όπως
νέες θέσεις εργασίας, προϊόντα καλύτερης ποιότητας, ευρύτερη ποικιλία των
προϊόντων και αύξηση της παραγωγής (Bitzenis, 2003a). Οι βαλκανικές χώρες,
παρ’ όλο που υστερούν οικονομικά σε σχέση με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης,
διαθέτουν εντούτοις σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης και προοπτικές ένταξής τους
στην Ε.Ε. μέσα στην τρέχουσα δεκαετία [η Σλοβενία είναι μέλος της Ε.Ε. ήδη
από το Μάιο του 2004, ενώ η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ελπίδες για ένταξή
τους στην Ε.Ε. το 2007, ενώ το ίδιο πιθανή είναι και η ένταξη της Κροατίας στην
Ε.Ε. το 2007-8]. Επίσης, υπάρχουν έντονα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης-ανάπτυξης
και πολιτικό-κοινωνικής σταθερότητας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Επομένως, παρουσιάζονται αρκετές
επενδυτικές ευκαιρίες ιδίως για τις ελληνικές επιχειρήσεις με δεδομένη την
έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος από τις δυτικές πολυεθνικές. Οι χώρες της
ΝΑ Ευρώπης έχουν την προοπτική στη δεκαετία που διανύουμε να επιτύχουν το στόχο
της ευρωπαϊκής σύγκλισης, όπως επίσης και οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τη
δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις αγορές αυτές.
Σταθερά πρώτες οι ελληνικές επενδύσεις στη
Βουλγαρία: πρώτη η Βουλγαρία στις προτιμήσεις των Ελλήνων επιχειρηματιών
Στα έτη 1992 και 1993 100 ελληνικές
επιχειρήσεις ξεκίνησαν την επενδυτική τους δραστηριότητα στη Βουλγαρία. Κατόπιν,
το 1994, υπήρξε μια συσσώρευση περίπου 450 νέων ελληνικών επιχειρήσεων και στα
έτη 1995-1997, περίπου 750 νέες επιχειρήσεις ενεγράφησαν. Από το 1998 ως το 2001
έχουμε μια εγγραφή 2.400 πρόσθετων ελληνικών επιχειρήσεων στη Βουλγαρία.
Επιπλέον, άλλες 290 ελληνικές επιχειρήσεις που εγγράφονται στα έτη 2002-3 και
έτσι, στο τέλος του 2003 στα βουλγαρικά αρχεία εμφανίζονται πάνω από 4.000
εγγεγραμμένες ελληνικές επιχειρήσεις (Πίνακας 1). Λιγότερες από το 1/3 αυτών
είναι ενεργές. Από τον παραπάνω πίνακα γίνεται εμφανές ότι ένας σημαντικός
αριθμός ελληνικών επιχειρήσεων είναι ενεργός στις περιοχές της νότιας
Βουλγαρίας, κοντά στα ελληνικά σύνορα, λόγω του χαμηλού κόστους εργασίας και
μεταφορών, το οποίο βοήθησε στη δημιουργία μιας εξαγωγικής βάσης, κυρίως, για
εταιρείες εντάσεως εργασίας. Για παράδειγμα, στο Blagoevgrad υπάρχουν
πάνω από 700 εταιρείες ελληνικές εγγεγραμμένες και υπολογίζεται ότι το 1/3 από
αυτές είναι ενεργές.
Οι ελληνικές εταιρείες εντάσεως εργασίας
βρέθηκαν σε αυτή την περιοχή εξαιτίας του φθηνού κόστους εργασίας.
Ενδεικτικά, περίπου 200 έως 300 ελληνικές επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργικών
προϊόντων και ιματισμού αναπτύσσουν δραστηριότητες σε αυτές τις ιδιαίτερες
περιοχές, παρά το γεγονός ότι πρέπει να απασχολήσουν σχεδόν δύο φορές
περισσότερους εργαζόμενους απ’ ό,τι στην Ελλάδα -άνω των 90% τους γυναίκες-
εξαιτίας των κατώτερων δεξιοτήτων των εργαζομένων (ειδικά τα πρώτα έτη της
μετάβασης 1989-1995).
Ακόμα, οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν
υψηλότερα κέρδη λόγω των συγκριτικά χαμηλότερων μισθών που πληρώνουν (στην
Ελλάδα ο μισθός είναι περίπου 600 ευρώ + 48.75% ασφαλιστικές εισφορές Χ 14
μισθοί = 1.000 ευρώ τουλάχιστον μηνιαίως. Την ίδια στιγμή στη Βουλγαρία ο μισθός
είναι 150 ευρώ + 15% έως 20% ασφαλιστικές εισφορές Χ 12 μήνες = 200 ευρώ. Το
ίδιο ισχύει στις περισσότερες γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Η συσσώρευση των κλωστοϋφαντουργικών
επιχειρήσεων έχει συμβάλει πολύ στην εμφάνιση ενός παράξενου φαινομένου σε αυτές
τις περιοχές: ένα πολύ υψηλό ποσοστό γυναικείας απασχόλησης σε αντιδιαστολή με
ένα πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας που πλήττει τον ανδρικό πληθυσμό. Επίσης,
σύμφωνα με τον πίνακα, η Ελλάδα, με βάση τον αριθμό των ελληνικών
επιχειρήσεων που έχουν εγγραφεί με σκοπό την ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας
στη Βουλγαρία, βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (E.U.), (η Ιταλία είναι στη δεύτερη θέση). Σε παγκόσμια κλίμακα, η
Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση μετά την Τουρκία και τη Ρωσία. Όμως,
λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις έχουν
επενδύσει μέσω του φορολογικού παραδείσου της Κύπρου (περίπου 500
εγγεγραμμένες εταιρείες), τότε η Ελλάδα ξεπερνώντας κατά πολύ τις 4.000
εταιρείες βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά την Τουρκία. Γενικότερα, λόγοι
γειτνίασης της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Ρωσίας με τη χώρα της Βουλγαρίας
αλλά και η ύπαρξη μουσουλμανικών μειονοτήτων στη Βουλγαρία με ταυτόχρονη έλλειψη
δυτικού επενδυτικού ενδιαφέροντος στη Βουλγαρία, επεξηγούν την εμφάνιση των
τριών αυτών χωρών στις πρώτες θέσεις των επενδυτριών χωρών στη Βουλγαρία. Η
μεγαλύτερη συσσώρευση των επιχειρήσεων ανεξαρτήτου χώρας προέλευσης εμφανίζεται
στην πρωτεύουσα, τη Σόφια, καθώς και στις μεγαλύτερες πληθυσμιακά πόλεις της
Βουλγαρίας που έχουν καλύτερες υποδομές και ανάπτυξη όπως η Σόφια, η
Φιλιππούπολη (Plovdiv), ο Πύργος (Bourgas) και η Βάρνα (Varna). Επίσης, η
ύπαρξη λιμανιού σε μία πόλη, ή η γειτνίαση της πόλης με τη Μαύρη Θάλασσα ή με τη
χώρα προέλευσης της πολυεθνικής, αποτελούν σημαντικά κριτήρια με βάση τα οποία
επιλέγουν οι επενδύτριες πολυεθνικές την πόλη εγκατάστασης ενός επενδυτικού
σχεδίου (π.χ. BLAGOEVGRAD μόλις λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα
και πάνω από 700 εγγεγραμμένες ελληνικές επιχειρήσεις). Όπως αναφέρθηκε, ο
αριθμός των εγγεγραμμένων ελληνικών επιχειρήσεων δεν αντιστοιχεί με τον αριθμό
εταιρειών που λειτουργούν (ενεργές). Φαίνεται ότι ένας σημαντικός αριθμός
ελληνικών επιχειρήσεων υπάρχει μόνο σαν όνομα στη βουλγαρική αγορά, που αναμένει
τις καλύτερες ημέρες για να λειτουργήσει (Labrianidis 1996/7; 1997). Από τις
4.000 καταχωρισμένες ελληνικές επενδύσεις στη Βουλγαρία, περίπου το 1/3 είναι
ενεργές σήμερα.
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με τις τουρκικές και
ρωσικές επιχειρήσεις στη Βουλγαρία. Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι η διαφορά
μεταξύ των αριθμών (διαφορά μεταξύ των εγγεγραμμένων και ενεργών επιχειρήσεων)
οφείλεται επίσης στην αποχώρηση ενός σημαντικού αριθμού μικρού και μεσαίου
μεγέθους ελληνικών εταιρειών από τη Βουλγαρία λόγω χρεοκοπίας (πτώχευσης), λόγω
αποτυχίας τους να γίνουν ενεργές στη βουλγαρική αγορά, λόγω επιστροφής τους στην
Ελλάδα, λόγω εξαγοράς τους από τρίτη εταιρεία, ή τέλος λόγω αναχώρησής τους σε
τρίτη χώρα. Από τον Πίνακα 2 μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η
πλειοψηφία των εισροών Ξένων 'μεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) στη Βουλγαρία έχει
συσσωρευτεί στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια.
Από το σύνολο των $6,4 δισεκατομμυρίων, ένα
ποσό $3,4 δισεκατομμυρίων έχει επενδυθεί στη Σόφια (περίπου 53% του συνόλου),
ενώ ακολουθεί η Βάρνα μόνο με $400 εκατομμύρια. Συγχρόνως, μελετώντας τους
Πίνακες 1 και 2, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πάνω από 1.500 ελληνικές
επιχειρήσεις έχουν εγγραφεί στη Σόφια και άλλες 750 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν
εγγραφεί στην πόλη Blagoevgrad. Εντούτοις, οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν
εγκατασταθεί στην Blagoevgrad, αν και επένδυσαν ένα μικρό χρηματικό ποσό (οι
συνολικές εισροές ΞΑΕ στην Blagoevgrad από όλοτον κόσμο σε όλα τα έτη μετάβασης
συνολικά αριθμούν μόνο $70 εκατομμύρια (Πίνακας 2), εντούτοις πρόσφεραν και
προσφέρουν σημαντικές δραστηριότητες προστιθέμενης αξίας, όπως η δημιουργία
εκατοντάδων θέσεων εργασίας. Οι σημαντικότεροι ξένοι επενδυτές στη Βουλγαρία
προήλθαν κυρίως από την Ελλάδα, την Αυστρία, την Ολλανδία, τη Γερμανία, το
Βέλγιο, και την Ιταλία (Πίνακας 3).
Μεγάλης κλίμακας επενδύσεις έχουν γίνει
επίσης μέσω του παράκτιου κέντρου της Κύπρου αλλά και του Λουξεμβούργου, οι
οποίες έχουν πραγματοποιηθεί κυρίως από Έλληνες, Τούρκους και Ρώσους
επιχειρηματίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (των «15») είναι η σημαντικότερη
πηγή ΞΑΕ στη Βουλγαρία (1992-2003) με πάνω από 4 δισεκατομμύρια USS (περίπου 60%
του συνόλου).
Αυτήν τη στιγμή, οι εκροές ΞΑΕ στη Βουλγαρία
από τις χώρες της Ε.Ε. (των «25») υπολογίζονται πάνω από 5 δισεκατομμύρια US$
(πάνω από 70% του συνόλου). Ο Πίνακας 4 απαριθμεί τους μεγαλύτερους Έλληνες
επενδυτές στη βουλγαρική οικονομία. Τράπεζες όπως η Εθνική Τράπεζα της
Ελλάδας, η Άλφα Τράπεζα, η Eurobank, η Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας και διάφορες
επιχειρήσεις όπως η HBC - Κόκα- Κόλα 3Ε, η Δέλτα, η Chipita, η Halcor, η
Χαρτοποιία Θράκης, η Intracom και το Goodys έχουν επενδύσει συνολικά μισό δισ.
US$ στη Βουλγαρία καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών μετάβασης (περίπου τις μισές
ελληνικές επενδύσεις στη Βουλγαρία τις πραγματοποίησαν δέκα εταιρείες από το
σύνολο των 4.000 εγγεγραμμένων εταιρειών).
Πρώτοι σε επενδύσεις στην Αλβανία οι Έλληνες
και οι Ιταλοί παρά τα προβλήματα σταθερότητας που υπάρχουν στη γείτονα χώρα
Σχετικά με την Αλβανία μπορούμε να πούμε ότι οι
συνολικές αλβανικές εισροές ΞΑΕ σε ολόκληρη τη μεταβατική περίοδο (1989-2003)
είναι λιγότερες από 1 δισεκατομμύριο US$. Αυτή η περιορισμένη απόδοση σε ΞΑΕ
οφείλεται σε μια σειρά κρίσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Αλβανία: πολιτικές
αναταραχές που ακολούθησαν την κατάρρευση των πέντε σχεδίων πυραμίδων το 1997, η
προσπάθεια πραξικοπήματος το Σεπτέμβριο του 1998 και η κρίση του Κοσόβου το
1999. Κατά τη διάρκεια των ετών 1999-2003 η Αλβανία πέτυχε υψηλά επίπεδα εισροών
ΞΑΕ έναντι των προηγούμενων ετών, κυρίως, λόγω των επιτυχών προγραμμάτων
ιδιωτικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων κυρίως στους τομείς των
τηλεπικοινωνιών και των τραπεζικών εργασιών.
Η πλειοψηφία των ξένων επενδυτών προήλθε
κυρίως από την Ιταλία και την Ελλάδα (Πίνακας 5) (Bitzenis και Ersajna,
2004). Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες επένδυσαν συνολικά
430 εκατομμύρια δολάρια σε αυτό το ποσό, αν προστεθούν και οι ελληνικές
επενδύσεις μέσω της Κύπρου, καθώς και οι πρόσφατες επενδύσεις του 2003-4, η
Ελλάδα ξεπερνά το μισό δισ. $ και καταλαμβάνει, έτσι, την πρώτη θέση επενδύτριας
χώρας στην Αλβανία. Κορυφαίοι ξένοι επενδυτές στην Αλβανία αναφέρονται στον
Πίνακα 6.
Πρώτη Επενδύτρια χώρα η Ελλάδα στη Ρουμανία
με «οδηγό» τον ΟΤΕ
Περνώντας στη Ρουμανία, μπορούμε να
υποστηρίξουμε, με τη βοήθεια του Πίνακα 7, ότι οι 20 μεγαλύτερες ελληνικές
επενδύσεις στη Ρουμανία υπολογίζονται σε λίγο λιγότερο από δύο δισ. $.
Επίσης, επισημαίνουμε ότι η Ρουμανία κατά τη διάρκεια των ετών μετάβασης
(1989-2003) έλαβε περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια US$ ως συσσωρευμένο απόθεμα
ΞΑΕ. Από τον πίνακα 8 και με τη βοήθεια του πίνακα 7 μπορούμε να υποστηρίξουμε
ότι τα στατιστικά στοιχεία δεν συμφωνούν. Ο πίνακας 8 δείχνει ότι οι
ελληνικές επενδύσεις στη Ρουμανία είναι της τάξεως των 300 εκατομμυρίων US$, ενώ
ο πίνακας 7 μας ενημερώνει ότι οι συνολικές ελληνικές επενδύσεις από 20 μόνο
ελληνικές εταιρείες στη Ρουμανία αγγίζουν τα 1.890 εκατομμύρια US$.
Η συγκεκριμένη απόκλιση εξηγείται από το
γεγονός χρήσης από τους Έλληνες επιχειρηματίες των παράκτιων επιχειρήσεων στο
φορολογικό παράδεισο της Κύπρου (επενδύσεις μισό δισ. US$ στη Ρουμανία μέσω
Κύπρου) καθώς και από το γεγονός ότι η ελληνική επιχείρηση τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ)
δεν επένδυσε στη Ρουμανία, ούτε μέσω της Ελλάδας ούτε μέσω της χρήσης ενός
παράκτιου κέντρου, αλλά μέσω δανειοδότησης από ιδιωτικά τραπεζικά ιδρύματα στη
Ρουμανία και έτσι δεν εμφανίζεται σε κανέναν πίνακα καταγεγραμμένων ΞΑΕ.
Τέλος, με τη βοήθεια του πίνακα 8, μπορούμε να επισημάνουμε ότι οι ελληνικές
εγγεγραμμένες επιχειρήσεις στη Ρουμανία είναι 2.555 και οι κυπριακές
εγγεγραμμένες επιχειρήσεις είναι 1.144. Εντούτοις, λιγότερες από το 1/3 είναι
ενεργές.
Ηγούνται σε Επενδύσεις οι Έλληνες στη Σερβία
& Μαυροβούνιο: Μεγάλες Προοπτικές για Νέες Επενδύσεις
Όσον αφορά τις μεγαλύτερες ελληνικές ξένες
άμεσες επενδύσεις στη Σερβία και το Μαυροβούνιο αυτές είναι: η Coca-Cola (3E or
HBC) μέσω της Balkaninvest Ltd (IBP Beograd) επενδύοντας πάνω από 30 εκατ. $, η
Delta International Holdings (Lux) με τη συνεργασία της Γαλλικής Danone με
επένδυση άνω των 35 εκατ. $, ο Τιτάν με επένδυση άνω των 35 εκατ. $ στο
επενδυτικό σχέδιο cement plant Kosjeric.
Άλλες ελληνικές επενδύσεις στη Σερβία &
στο Μαυροβούνιο περιλαμβάνουν τον Βερόπουλο, την Jugopetrol AD Kotor (JPK)
(54.34%, Ελληνικά Πετρέλαια), την Yugolot d.o.o. (Intralot- Intracom), την Alpha
Bank Belgrade, την Εθνική Τράπεζα (NBG Group), την EFG Eurobank, a.d. - Beograd
(90.8%, EFG Bank Group), την Chipita (Chipita International Group), και την
Halcor S.A. - (Viohalco Group). Επιπλέον, σύμφωνα με την UNECE (2004), η Σερβία
και το Μαυροβούνιο έλαβαν $740 εκατομμύρια συνολικές εισροές ΞΑΕ το 1997, $113
εκατομμύρια το 1998, $112 εκατομμύρια το 1999, $50 εκατομμύρια το 2000, $165
εκατομμύρια το 2001, $475 εκατομμύρια το 2002, και $1260 εκατομμύρια το 2003.
Συνεπώς, κάποιος μπορεί να καταλήξει στο ότι
οι ελληνικές πολυεθνικές της Ελλάδας για άλλη μια φορά είναι μεταξύ των ηγετών
σε ΞΑΕ στη Σερβία και στο Μαυροβούνιο αλλά και συνάμα στο γεγονός ότι οι μεγάλες
επενδύσεις στη Σερβία μόλις ξεκίνησαν και υπάρχουν τεράστιες προοπτικές για
περαιτέρω επενδύσεις!
Πρώτοι στις Επενδύσεις στην ΠΓΔΜ οι Έλληνες
Επιχειρηματίες παρά το Πρόβλημα του «Ονόματος» με τη Γείτονα Χώρα
Με βάση τις επίσημες πηγές του ισοζυγίου
πληρωμών της ΠΓΔΜ καθώς και της αντιπροσωπείας ιδιωτικοποίησης της ΠΓΔΜ (πίνακας
9), οι ελληνικές ΞΑΕ υπολογίζονται περίπου σε 350 εκατομμύρια US$. Περισσότερα
από $165 εκατομμύρια έχουν επενδυθεί από τους Έλληνες μέσω των προγραμμάτων
ιδιωτικοποίησης στη ΠΓΔΜ. Επιπλέον, $64 εκατομμύρια έχουν επενδυθεί από τον
ΤΙΤΑΝ και την HBC/3E χρησιμοποιώντας τον φορολογικό παράδεισο της Κύπρου. Από
τον Πίνακα 10 συμπεραίνουμε ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες μέσω της Ελλάδας και
της Κύπρου έχουν επενδύσει γύρω στα 350 εκατ $ και βρίσκονται στην πρώτη θέση σε
όγκο επενδυμένου κεφαλαίου στην ΠΓΔΜ, πολύ κοντά με την Ουγγαρία. Όμως, στην
πραγματικότητα δεν υπάρχει ουγγρικό επενδυτικό ενδιαφέρον στην ΠΓΔΜ, αφού το
σύνολο των ουγγρικών επενδύσεων προέρχεται από ένα επιτυχημένο πρόγραμμα
ιδιωτικοποίησης της σκοπιανής κρατικής επιχείρησης τηλεπικοινωνιών από την
ουγγρική επιχείρηση – MATAV για $310 εκατομμύρια. Όμως, η MATAV ανήκει
πλειοψηφικά στη γερμανική εταιρεία Deutche Telecom.
Οι Έλληνες Επιχειρηματίες «Κατακλύζουν» τα
Βαλκάνια Χρησιμοποιώντας τον Φορολογικό Παράδεισο της Κύπρου
Συμπερασματικά, μπορεί να υποστηριχτεί ότι
οι ελληνικές επενδύσεις στη βαλκανική περιοχή υπολογίζονται σε 5 δισεκατομμύρια
US$ (συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής περίπτωσης του ΟΤΕ στη Ρουμανία αλλά
και της χρήσης από τους Έλληνες των παράκτιων κέντρων της Κύπρου -μόνο 4.25%
φόρος επί των κερδών- και του Λουξεμβούργου - βλέπε πίνακας 11).
Συγχρόνως, οι περισσότερες (άνω του 50%
επί του συνόλου των επενδύσεων) από τις συνολικές ελληνικές επενδύσεις στα
Βαλκάνια (σε όγκο επενδυμένου κεφαλαίου) πραγματοποιήθηκαν από περίπου 25
μεγάλες ελληνικές πολυεθνικές. Επιπλέον, υπολογίζονται στις 8.000-10.000
οι εγγεγραμμένες ελληνικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, αλλά μόνο 3.000 από αυτές
είναι ενεργές προσφέροντας θέσεις εργασίας, προϊόντα καλύτερης ποιότητας,
ευρύτερη ποικιλία των προϊόντων, και αύξηση παραγωγής του ΑΕΠ της κάθε γείτονας
χώρας.
Γιατί επενδύουν οι Έλληνες στα Βαλκάνια
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα
και πιο συγκεκριμένα οι ελληνικές εταιρείες επενδύουν στα Βαλκάνια. Πιο
συγκεκριμένα, επειδή:
* Τα Βαλκάνια προσφέρουν στην Ελλάδα μία
εντελώς νέα αγορά (Petrochilos και Salavrakos 2003).
* H νέα αγορά των Βαλκανίων βρίσκεται πολύ
κοντά στην Ελλάδα (Petrakos, 1997). Στην αγορά των Βαλκανίων υπάρχει έλλειψη
εγχώριου ανταγωνισμού.
* Τα Βαλκάνια προσφέρουν φτηνό εργατικό
κόστος, έτσι οι μεταφερόμενες επιχειρήσεις «συμβάλλουν» στην αύξηση της
ανεργίας στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα. Η Ελλάδα ειδικεύεται
στη φασόν παραγωγή (ειδικά η Βόρεια Ελλάδα), η οποία στηρίζεται επίσης στο
χαμηλό κόστος της ανειδίκευτης εργασίας. Οι γειτονικές Βουλγαρία, Αλβανία και
ΠΓΔΜ προσφέρουν εξαιρετικά καλούς όρους από αυτή την άποψη. Είναι
σημαντικό να σημειώσουμε ότι η αναλογία των αμοιβών μεταξύ Ελλάδας και Βαλκανίων
ήταν 1:8 στην αρχή της μετάβασης και είναι τώρα 1:4 ή και ακόμη 1:5.
Εντούτοις η παραγωγικότητα της εργασίας στα Βαλκάνια στα πρώτα χρόνια ήταν 1:3,
αλλά με την αυξανόμενη εμπειρία σε ορισμένες περιοχές πλησιάζει εκείνη των
Ελλήνων εργαζομένων. Η τελευταία ανάπτυξη οφείλεται στη συγκέντρωση ενός μεγάλου
αριθμού ελληνικών υφαντουργικών επιχειρήσεων (ιδιαίτερα στη Νότια Βουλγαρία), οι
οποίες δημιούργησαν υψηλότερη ζήτηση για εργασία και αύξησαν στη συνέχεια τους
μισθούς.
* Η ύπαρξη πολύ ευνοϊκών εμπορικών συμφωνιών
(φορολογικές απαλλαγές, έλλειψη ποσοστώσεων και δασμολογίων κ.λπ.) μεταξύ της
Βουλγαρίας και άλλων κοντινών χωρών, καθώς και η χαμηλή φορολογία (15% φόρος επί
των εταιρικών κερδών στη Βουλγαρία από 1/1/2005). Η γραφειοκρατία, η
δωροδοκία, ο υψηλός κίνδυνος, η διαφθορά που χαρακτηρίζουν την οικονομία των
Βαλκανίων αποτελούν αποθαρρυντικούς παράγοντες για τους δυτικούς επενδυτές, ενώ
οι Έλληνες ένιωσαν εξοικειωμένοι με αυτή την πραγματικότητα που την είχαν ζήσει
και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 (και τη «ζουν» εν μέρει
μέχρι και σήμερα) (Iammarino και Pitelis, 2000).
* Υπήρξε μια γενική ευφορία που προκύπτει
από την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την ανάλογη ανάγκη για
αγαθά και υπηρεσίες στις χώρες που υποδεικνύουν το γρήγορο και εύκολο
κέρδος. Αυτή η ευφορία ενθαρρύνει τους Έλληνες επιχειρηματίες να
ενεργήσουν βιαστικά και χωρίς προηγούμενη και λεπτομερή έρευνα της αγοράς.
* Η παρουσία χιλιάδων σπουδαστών στα
πανεπιστήμια κυρίως της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας
προσέλκυσε τους Έλληνες επιχειρηματίες για να επενδύσουν -ειδικά- στους
κλάδους της ψυχαγωγίας, των εστιατορίων και της βιομηχανίας τροφίμων.
* Τέλος, η πώληση κρατικών επιχειρήσεων μέσω
της ιδιωτικοποίησης ή της δημιουργίας κοινών (κοινοπραξιών) επιχειρήσεων (joint
ventures) έβαλε σε «πειρασμό» μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, όπως η Ελληνική
Εταιρεία Εμφιάλωσης – Coca-Cola, ο Τιτάν, η Intracom, η Δέλτα, η Goodys, η
Νίκας, η Χαρτοποιία Θράκης και άλλες, να μπουν στην αγορά και απέκτησαν ένα
μεγάλο μέρος αυτής. Αυτή η συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στη
βαλκανική αγορά θα δώσει ώθηση στην ισχύ τους και στη θέση τους στην παγκόσμια
αγορά και θα αυξήσει το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς [π.χ. η Ελληνική Εταιρεία
Εμφιάλωσης έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος εμφιαλωτής στον κόσμο (πιέσεις από
τον ανταγωνισμό)] (Bitzenis, 2002).
Τρόποι Αποφυγής Υψηλής Φορολόγησης στα
Βαλκάνια
Οι ελληνικές εταιρείες στην προσπάθεια να
αποφύγουν την υψηλή φορολόγηση, η οποία υπάρχει στην Ελλάδα, μπορεί να στραφούν
σε μία βαλκανική χώρα όπου θα δημιουργήσουν μία εταιρεία με έδρα τη βαλκανική
χώρα με αποτέλεσμα να λειτουργούν με τους κανόνες και τους νόμους της χώρας που
υποδέχεται την επένδυση, διατηρώντας το δικαίωμα να επιστρέψουν, όποτε αυτές το
επιθυμούν, τα καταγεγραμμένα ποσά του επενδυμένου κεφαλαίου στην Ελλάδα υπό τη
μορφή κερδών (επαναπατρισμός κερδών). Επίσης, οι ελληνικές εταιρείες μπορεί να
επανεπενδύσουν τα κέρδη και έτσι να αποφύγουν ακόμη και τη φορολογία του κράτους
στο οποίο επένδυσαν. Πολλές φορές εταιρείες, κυρίως εντάσεως εργασίας, προτιμούν
να επενδύσουν σε περιοχές με υψηλή ανεργία, όπου θα απασχολούν πάνω από ένα
συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων, ή να πραγματοποιήσουν μια επένδυση πάνω από ένα
συγκεκριμένο ύψος με αποτέλεσμα να απαλλάσσονται από φορολόγηση ενός μεγάλου
μέρους των κερδών τους. Επίσης, πολλές φορές και σε αρκετές βαλκανικές
χώρες οι εταιρείες απαλλάσσονται από τη φορολόγηση των κερδών (εξ ολοκλήρου) για
τα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους, και κάποιο ποσοστό των κερδών για τα επόμενα
χρόνια αν επενδύσουν αυτές οι εταιρείες μέσα από το κρατικό πρόγραμμα των
ιδιωτικοποιήσεων με πλειοψηφικό πακέτο. Είναι, επίσης, δυνατό βάσει της
νομοθεσίας οι εταιρείες, είτε να μεταφέρουν τις ζημιές στα επόμενα έτη (ισχύει
για όλες τις επιχειρήσεις -έως 5 χρόνια- και για τις τράπεζες -έως 10 χρόνια-)
είτε να απαλλάσσονται από την πληρωμή κάποιου ποσοστού ΦΠΑ και να έχουν πλήρη
απαλλαγή ΦΠΑ όταν πρόκειται για εισαγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού. Επιπρόσθετα,
οι ξένες επιχειρήσεις στα Βαλκάνια μπορούν να εγγραφούν ως εγχώριες επιχειρήσεις
(και όχι ως ξένες πολυεθνικές) με αποτέλεσμα τη χαμηλή φορολογία (για παράδειγμα
στη Βουλγαρία το ποσοστό φόρου εταιρικών είναι 15% από 1/1/2005). Τέλος, είναι
σύνηθες σε μία χώρα υπό μετάβαση να είναι δεδομένη η ανυπαρξία ενός ανεπτυγμένου
κρατικού ελέγχου για αποφυγή φοροδιαφυγής, με αποτέλεσμα την ύπαρξη
δωροδοκιών-καταστάσεων διαφθοράς, αλλά και ανυπαρξία ελεγκτικών μηχανισμών,
νόμων, αυστηρών κυρώσεων κτλ.
Αποτέλεσμα αυτών η δήλωση ελάχιστων κερδών
από την πλευρά των επιχειρήσεων. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δύναται
κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να επενδύσει στα Βαλκάνια να δημιουργήσει
ταυτόχρονα μια παράκτια εταιρεία (offshore) (εταιρεία που απολαμβάνει προνομιακή
φορολογική μεταχείριση σε περιοχές που αποκαλούνται φορολογικοί παράδεισοι) με
αποτέλεσμα να εμφανίζεται αυτή η εταιρεία στους πίνακες των χωρών της Βαλκανικής
ως επενδύτρια εταιρεία προερχόμενη από χώρα διαφορετική (π.χ. από Κύπρο,
Λουξεμβούργο, Virgin Islands κτλ.) από αυτή (home country) που πραγματικά
ανήκουν τα συμφέροντα των επιχειρηματιών που την κατέχουν (Bitzenis, 2003b).
Λόγοι Αποτυχίας Πολλών Μικρών Ελληνικών
Επιχειρήσεων
Ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων λόγων 10.000
ελληνικές επιχειρήσεις εγγράφηκαν στη βαλκανική αγορά, ενώ ενεργές είναι
λιγότερες από 3.500. Επομένως, ο αριθμός των αναγγελθέντων ελληνικών επενδυτικών
προγραμμάτων στα Βαλκάνια δεν αντιστοιχεί στον πραγματικό αριθμό εταιρειών υπό
λειτουργία. Φαίνεται ότι διάφορες ελληνικές επιχειρήσεις υπήρξαν μόνο κατ’ όνομα
στη βαλκανική αγορά περιμένοντας καλύτερες ημέρες να έρθουν και να γίνουν
ενεργές. Μπορούμε όμως να αναφέρουμε και το γεγονός ότι η διαφορά μεταξύ του
αναγγελθέντος αριθμού των ελληνικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στη βαλκανική
αγορά και του πραγματικού αριθμού των εταιρειών που υπάρχουν σ’ αυτήν οφείλεται
και στην αποχώρηση ενός σημαντικού αριθμού μικρών και μεσαίων εταιρειών από τη
βαλκανική αγορά. Οι λόγοι για την αποχώρησή τους σχετίζονται και με την
ενδυνάμωση του ανταγωνισμού. Μόνο το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων ελληνικών
επιχειρήσεων είναι ενεργές στα Βαλκάνια και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι
Έλληνες επιχειρηματίες θέλησαν το εύκολο και γρήγορο κέρδος χρησιμοποιώντας
περιορισμένο κεφάλαιο και χωρίς να έχουν προηγούμενη εμπειρία στις οικονομικές
δραστηριότητες στα Βαλκάνια.
* Πολλοί Έλληνες, οι οποίοι στα πρώτα χρόνια
της μετάβασης έσπευσαν -χωρίς οποιοδήποτε σχέδιο επένδυσης και χωρίς έρευνα
αγοράς- να δημιουργήσουν εταιρείες στα Βαλκάνια και να τις καταχωρίσουν, γρήγορα
κατάλαβαν ότι δεν έχουν πιθανότητα να δημιουργήσουν μια επιχείρηση ελπίζοντας σε
εύκολα κέρδη.
* Η γραφειοκρατία, η δωροδοκία, ο υψηλός
επιχειρηματικός κίνδυνος και η διαφθορά είναι μερικοί από τους παράγοντες που
οδήγησαν πολλούς Έλληνες να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και να επιστρέψουν
(παρά την εξοικείωσή τους με αυτά τα εμπόδια-αντικίνητρα). Μερικές κοινοπραξίες
λόγω της ανικανότητας για συνεργασία με τους τοπικούς επενδυτές οδηγήθηκαν σε
αποτυχία.
* Μερικές από τις περιπτώσεις «ακολουθώντας τον
πελάτη» απέτυχαν επειδή τα κέρδη που οι επιχειρηματίες περίμεναν μετά από μερικά
χρόνια δεν ήρθαν. Πολλοί από αυτούς σταμάτησαν τις προσπάθειές τους, είτε επειδή
οι απώλειες ήταν σημαντικές στα πρώτα χρόνια επένδυσης είτε γιατί η εδραίωσή
τους στην αγορά δεν φάνηκε να δίνει πιθανότητες για κάτι καλύτερο στο μέλλον.
* Το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα που οδήγησε
στη χαμηλή κατά κεφαλήν κατανάλωση, και επιδείνωσε τα εισοδήματα και τα κέρδη
των επιχειρήσεων. Αυτό είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις στις μικρές επιχειρήσεις,
δεδομένου ότι «η αγορά-στόχος» είναι τα νοικοκυριά, τα οποία στις περισσότερες
περιπτώσεις «δοκιμάστηκαν» από οικονομικές κρίσεις.
* Οι οικονομικές κρίσεις ανάγκασαν πολλές
ελληνικές επιχειρήσεις να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μερικές ελληνικές
επιχειρήσεις στον τομέα κλωστοϋφαντουργίας και έτοιμου ενδύματος επέστρεψαν στην
Ελλάδα λόγω της ανεπάρκειας των ικανοτήτων των Βαλκάνιων εργαζομένων, η οποία
είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή χαμηλής ποιότητας προϊόντων. Το χαμηλό κόστος
εργασίας δεν ήταν αρκετό να κρατήσει αυτούς τους επενδυτές στα Βαλκάνια.
* Διάφορες μικρές ελληνικές επιχειρήσεις, που
καθιερώθηκαν στα πρώτα χρόνια της μετάβασης, επιβίωσαν για μικρό χρονικό
διάστημα, καθώς πολύ σύντομα οι δυτικές πολυεθνικές ήρθαν προσφέροντας τα ίδια
προϊόντα με καλύτερη ποιότητα και με πιο προσιτές τιμές. Στην πραγματικότητα δεν
είναι εύκολο να είναι κανείς ακριβής με τον αριθμό εκείνων των επιχειρήσεων που
είναι ακόμα ενεργές ή έχουν φύγει από μία βαλκανική χώρα. Αυτό οφείλεται στο
πρόβλημα με τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία δεν αφαιρούν από το σύνολο του
αριθμού επενδύσεων εκείνες τις επιχειρήσεις που δεν δραστηριοποιήθηκαν ποτέ ή
δεν είναι ενεργές ακόμα (Bitzenis, 2003b).
Συμπεράσματα
Ο χαρακτηρισμός ότι είναι «μύθος» οι επενδύσεις
των δυτικοευρωπαϊκών πολυεθνικών στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης, που χρησιμοποιείται από αναλυτές, ίσως να ξενίζει, πάντως
αιτιολογείται από το γεγονός ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην περιοχή είναι
περιορισμένες, όπως περιορισμένο είναι και το επενδυτικό ενδιαφέρον από όλες
ανεξαιρέτως τις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες στην περιοχή των ΚΑΕ και
ειδικότερα στα Βαλκάνια (Bitzenis, 2003c; Bitzenis, 2005a; Bitzenis, 2005b).
Αυτό συγχρόνως αποτελεί και μια ευκαιρία, ένα κίνητρο για τις ελληνικές
επιχειρήσεις, να προβούν σε περαιτέρω ανάληψη επενδυτικών σχεδίων στη Βαλκανική.
Ευκαιρίες υπάρχουν, είτε μέσα από την πραγματοποίηση έργων υποδομής είτε μέσα
από την ευρύτερη ικανοποίηση των ανεκπλήρωτων καταναλωτικών αναγκών ενός
πληθυσμού που είναι πολλαπλάσιος από αυτόν της Ελλάδας.
Ο Έλληνας επιχειρηματίας πρέπει να λάβει υπόψη
τα ακόλουθα:
* Να μελετήσει προσεκτικά τα κίνητρα και
αντικίνητρα μιας επένδυσης σε μια χώρα της Βαλκανικής.
* Να μελετήσει το οικονομικό, επιχειρησιακό,
νομοθετιπολιτικό-κοινωνικό περιβάλλον της χώρας-στόχου της επένδυσης.
* Να μελετήσει τις αρχικές οικονομικές
συνθήκες, τα εξωτερικά γεγονότα και τα μακροοικονομικά μεγέθη κάθε χώρας κατά τη
χρονιά που ξεκίνησε η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς. Έτσι γίνεται εφικτό να
διαπιστωθεί η πορεία εξέλιξής της και οι πιθανότητες-προοπτικές για οικονομική
ανάπτυξη.
* Μελετώντας τα παραπάνω είναι επίσης εφικτό να
συσχετιστεί η ανάληψη του δεδομένου ρίσκου που έχουν οι συγκεκριμένες επενδύσεις
με την πρόβλεψη της μελλοντικής πορείας της οικονομίας της συγκεκριμένης χώρας,
έτσι ώστε να διαπιστωθούν επενδυτικές ευκαιρίες. Επίσης, το ρίσκο πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη αλλά και να θεωρείται από τον επενδυτή ότι ενσωματώνεται μέσα
στο χαμηλό τίμημα αγοράς μιας ιδιωτικοποιημένης κρατικής επιχείρησης, αλλά και
να εκτιμάται η προσδοκία υψηλών κερδών. Αναγκαία είναι και η αναζήτηση ασφάλειας
των επενδύσεων όπως και η αναζήτηση χρηματοδοτήσεων χαμηλού κόστους και
επιδοτήσεων. Να μελετήσει πίνακες με στατιστικά δεδομένα για άλλες παραμέτρους
εκτός από τα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως διαφθορά, παραοικονομία, διαφάνεια,
εγκληματικότητα, ανταγωνιστικότητα, ανθρώπινα δικαιώματα κτλ. είναι απαραίτητα.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι εταιρείες από τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες έχουν
αναπτύξει υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον για τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι
ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να στραφούν στις βαλκανικές χώρες, αφού αναλύσουν
με προσοχή όλα τα παραπάνω και να λάβουν υπόψη κυρίως τη γεωγραφική εγγύτητα,
την πολιτισμική εγγύτητα και τη γνώση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος των
Βαλκανίων (Bitzenis, 2004b).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική
Μπιτζένης, Α. (2003a). «Η Δυναμική των
Βαλκανικών Αγορών & Η Μετάβαση των Χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην
Οικονομία της Αγοράς», Αθήνα: Εκδόσεις Σταμούλης.
Μπιτζένης, Α. (2003b). «Η Δυναμική των
Βαλκανικών Αγορών & Η Μετάβαση των Χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην
Οικονομία της Αγοράς», Τόμος 2, Αθήνα, Εκδόσεις Σταμούλης.
Ξενόγλωσση
Bitzenis, A. (2002). «The Determinants of FDI
in Transition Countries; Incentives and Barriers Based on a Questionnaire
Research: the Case of Bulgaria», 1989-2000, D. Chioni and G. Petrako, (eds.).
International and Monetary Aspects of Transition in SouthEastern Europe,
2:89-144.
Bitzenis, A. (2003c). «Universal Model of
Theories Determining FDI; Is there any dominant theory? Are the FDI inflows in
CEE countries and especially in Bulgaria a myth?» European Business Review,
15(@): 94-104.
Bitzenis, A. (2004). «Causes Behind the Great
Accumulation of Greek Investors in the Balkan Region: Registered and Active
Companies», Συνέδριο της Εταιρείας Οικονομολόγων Ελλάδας, Conference
Proceedings, September, UOM, (Forthcoming).
Bitzenis, A. (2004b). «Explanatory Variables
For the Low Western Investment Interest in Bulgaria», Eastern European
Economics, 42(6):5-39.
Bitzenis, A. and Ersajna, N. (2004). «FDI and
Entrepreneurship in Albania: Results from a questionnaire analysis», Global
business & Economics Review, Anthology: 663-672.
Bitzenis, A. (2005b). «The Balkans: FDI and EU
Accession», Ashgate Publishing Ltd., (Forthcoming)
Iammarino, S., and Pitelis, C. (2000). «Foreign
Direct Investment and "Less Favoured Regions": Greek FDI in Bulgaria and
Romania», Global Business Review, 1(2):155-171.
Labrianidis, L. (1996/97). «The Opening of the
Balkan Markets and Consequent Economic Problems in Greece», Modern Greek Studies
Yearbook, 12/13: 211-235.
Labrianidis, L. (1997) «The Openness of the
Greek Enterprises in the Balkans May Lead in Undermining of the Economic
Development of Greece», Survey of Political Science, 9 (April): 65-101.
Petrakos, C.G. (1997). «The Regional Structure
of Albania, Bulgaria and Greece: Implications for Cross-Border Cooperation and
Development», European Urban and Regional Studies, 4(3):195-209.
Petrochilos, A.G. and Salavrakos, I.D. (2003).
«An Assessment of the Greek Entrepreneurial Activity in the Black Sea Area
(1989-2000): Causes and Prospects», Journal of Socio-Economics, 32: 331-349.
* Ο Δρ. Αριστείδης Π. Μπιτζένης είναι λέκτορας
στο City Liberal Studies.
Από την Επιθεώρηση Ελληνικής Ακαδημίας
Διοίκησης Επιχειρήσεων.
ευγε χιλια ευγε
ΑπάντησηΔιαγραφή