Το Πάχτο
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα ορεινό χωριό ένας πολύ
πλούσιος άρχοντας με χιλιάδες ρίζες
ελιές στην ιδιοκτησία του.
Όλα πήγαιναν καλά στην κοινωνία του ορεινού χωριού .
Ο άρχοντας στεκόταν όρθιος μπροστά στο παράθυρο του και
αγνάντευε τα κτήματα του.
Τα μπουλούκια των γυναικών μάζευαν τις ελιές.
Ο χωροφύλακας έκανε
την καθιερωμένη και βαρετή του
περιπολία.
Ο δικαστής εκδίκαζε συνηθισμένες μικρό υποθέσεις.
Οι Πρετεντέρηδες
κουτσομπόλευαν στα καφενεία
πικάντικα και φαιδρά θέματα.
Το «Κόμμα των φτωχών» διακήρυττε την έλευση της
Δευτέρας Παρουσίας.
Όλα πήγαιναν καλά στην μικρή κοινωνία τους ορεινού μας
χωριού , ώσπου ήρθε να μείνει ένας σπουδαίος
επαναστάτης που έλειπε χρόνια στα ξένα και τα μάτια του είχανε δει πολλά . Ακόμα περισσότερα,
όμως, είχανε ακούσει τα αυτιά του.
Οι χωριανοί του πρότειναν να γίνει Δήμαρχος μιας και ήταν
πολύ μορφωμένος και πολύ δίκαιος.
Ο «Κύριος Σπύρος» ήθελε
να ξεκουραστεί αλλά ,πάλι, σκεφτόταν
ότι για να φτάσεις στο ξημέρωμα
ο μόνος δρόμος είναι η νύχτα.
Έτσι λοιπόν έβαλε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε Δήμαρχος.
Επί των ημερών του έγιναν σπουδαία πράγματα στο χωριό.
Έφτιαξε παιδικό σταθμό για να αφήνουν οι γυναίκες τα παιδιά
τους όταν πηγαίνουν για στις ελιές, σε μια εποχή που κανένας , ούτε καν στην πόλη, δεν
ήξερε τι είναι αυτό το πράγμα.
Έφερε μόνιμο γιατρό που
ήταν πολυτέλεια ακόμα και για
τους κατοίκους της πόλης.
Οργάνωσε συσσίτιο στο σχολείο με έξοδα της κοινότητας.
Έκανε σπουδαίες πολιτιστικές εκδηλώσεις .
Ο Άρχοντας κοίταγε ανήσυχος πίσω από τις κουρτίνες του
παραθύρου του. Όσο ο κύριος Σπύρος
μάθαινε τους χωριάτες να μοιράζονται την φτώχεια ήταν απλώς ενοχλητικός και
ίσως , εν δυνάμει, επικίνδυνος.
Ώσπου μια μέρα το Δημαρχείο
ανακοίνωσε μια σημαντική απόφαση . «Όσοι είχαν κάτω από εκατό ρίζες
ελιές θα απαλλάσσονταν από την δημοτική φορολογία. Όσοι είχαν μέχρι χίλιες θα
συνέχιζαν να πληρώνουν τον ίδιο φόρο και
όσοι είχαν πάνω από χίλιες ρίζες ελιές θα πλήρωναν διπλάσιο φόρο».
Οι σύντροφοι του Δημάρχου έπεισαν επίσης τα μπουλούκια των
γυναικών να ζητήσουν μεγαλύτερη αμοιβή από τον άρχοντα για το μάζεμα της ελιάς.
Το σπουδαιότερο όμως
ήταν που έπεισε όσους έπαιρναν «πάχτο»
τις ελιές του άρχοντα να ζητήσουν το μισό λάδι από κάθε σοδειά.
Ο Κύριος Σπύρος
δοκίμασε να περάσει την αόρατη κόκκινη γραμμή γύρω από τον άρχοντα.
Δεν του αρκούσε το μοίρασμα της φτώχειας και ξεκίνησε να μοιράσει τον πλούτο.
Και ενώ όλα πήγαιναν καλά στην μικρή κοινωνία του ορεινού
χωριού, ο άρχοντας σήμανε συναγερμό.
Οι Πρετεντέρηδες άρχισαν να διαδίδουν ψέματα και συκοφαντίες
στα καφενεία.
Ο Χωροφύλακας άρχισε νευρικές περιπολίες και συλλήψεις υπόπτων.
Το στρατιωτικό φυλάκιο «ετέθει σε επιφυλακή για την περίπτωση πιθανής εισβολής αιμοβόρων εχθρών» .
Ο Δικαστής ανέλαβε να βγάλει
«αντισυνταγματικές» τις αποφάσεις του Δημάρχου.
Ακόμα και το «Κόμμα των φτωχών» , μικροαστό τυχοδιώκτη τον ανέβαζε , αντεπαναστάτη ρεβιζιονιστή τον
κατέβαζε.
Μετά από την περίοδο των διώξεων επανήρθε η κανονικότητα.
Ο άρχοντας στεκόταν πάλι όρθιος μπροστά στο παράθυρο του και
αγνάντευε τα κτήματα του.
Τα μπουλούκια των γυναικών μάζευαν πάλι τις ελιές.
Ο χωροφύλακας έκανε
πάλι την καθιερωμένη και βαρετή του
περιπολία.
Ο δικαστής εκδίκαζε πάλι τις συνηθισμένες μικρό
υποθέσεις.
Οι Πρετεντέρηδες
κουτσομπόλευαν ξανά στα καφενεία
πικάντικα και φαιδρά θέματα και
το «Κόμμα των φτωχών» συνέχιζε να διακηρύττει την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας.
Πέρασαν τα χρόνια και
η ύπαρξη της αόρατης κόκκινης γραμμής γύρω από το αρχοντικό παρέμενε για όλους
ένα επτασφράγιστο μυστικό.
Πέθανε ο κύριος Σπύρος και πήγα και εγώ στην κηδεία του .
Έριξα λίγο χώμα στον τάφο παρόλο που πάντοτε σιχαινόμουνα να
πιάνω τα χώματα των νεκροταφείων.
Με πέρασε και από τον
κώλο του βελονιού ο κομματικός επίτροπος του «Κόμματος των φτωχών» : «Τι δουλειά έχεις εσύ στην κηδεία αυτού του
αναρχοτροτσκιστικού αποβράσματος;».
Ω!
Αυτά που λες φίλε!
Για να φτάσεις στο
ξημέρωμα ο μόνος δρόμος είναι η νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...