Χτες τη νύχτα έπαιρνα συνέντευξη από έναν
μπάτσο-δολοφόνο. Θυμάμαι πως τον μισούσα και πως ήθελα να τον δω να
πεθαίνει εκεί μπροστά μου, ξαφνικά. “Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου” να
έλεγαν μετά, κι επιτέλους για μια φορά να γέλαγα στο άκουσμα της λέξης.
Πιο πολύ σιχαινόμουν τη γυναίκα του. Μια επινοημένη καστανή με
δρακόντειο βλέμμα, που σε άλλη περίπτωση θα της ταίριαζε να ήταν γυναίκα
κατασκόπου. Την σιχαινόμουν επειδή με πλήγωνε η ιδέα πως ήταν το άλλο
του μισό και πως η Φύση μου είχε δώσει κοινά στοιχεία με κείνη. Μήτρα
για να γεννήσει, στήθος για να θηλάσει, απαλή φωνή για να νανουρίσει,
αγκαλιά για να αγαπηθεί θηλυκά. Κι ένα όνομα που μπορεί να τελείωνε σε
άλφα.
Μετά ήρθε ένας φίλος μου, ένας άγνωστος με ωραία μάτια και χορευτική δεινότητα στο βάδισμά του, που τον ξέρω από παλιά χωρίς ποτέ να τον έχω γνωρίσει. Του μίλησα για κείνη την ταβέρνα που θα ανοίξω σε κάποιο νησί και τα βράδια θα παίζω όπερες και ρεμπέτικα. Με ρώτησε τι θα μαγειρεύω και του απαρίθμησα κάμποσες συνταγές που μου αρέσουν. Κρέας με ούζο και ανατολίτικα μπαχαρικά, μουσταλευριά, ρεβυθοκεφτέδες, χταπόδι κρασάτο και άλλα τέτοια φαγητά. Του είπα πως το σούρουπο από την ταβέρνα θα ακούγονται τα βαπόρια που θα μπαίνουν στο λιμάνι και ο αέρας που θα κάνει τα κεραμίδια να τρίζουν στη σκεπή και τα κοράκια να σαλεύουν. Με ρώτησε αν θέλω να μου χαρίσει ένα ζαγάρι, αλλά δεν ήξερα πώς τα καλεί κανείς και ήταν κρίμα. Μιμήθηκε τότε τις φωνές των βοσκών και έτσι σκέφτηκα πως πράγματι, ήταν καλή ιδέα. Μετά καθίσαμε αμίλητοι στην άκρη της φαντασίωσης και πίναμε τσίπουρο με τυρί και σαρδέλες. Λίγο σκυμμένοι.
Στην άκρη του ορίζοντα, χαμηλά στα μαύρα νερά, διέκρινα τον Παντοκράτορα με την μπλε καρίνα και το ψηλό φουγάρο του να φεύγει από το νησί αφήνοντας ξωπίσω του μια άδεια κορυφογραμμή που ουδόλως με παρηγορούσε.
Μετά ήρθε ένας φίλος μου, ένας άγνωστος με ωραία μάτια και χορευτική δεινότητα στο βάδισμά του, που τον ξέρω από παλιά χωρίς ποτέ να τον έχω γνωρίσει. Του μίλησα για κείνη την ταβέρνα που θα ανοίξω σε κάποιο νησί και τα βράδια θα παίζω όπερες και ρεμπέτικα. Με ρώτησε τι θα μαγειρεύω και του απαρίθμησα κάμποσες συνταγές που μου αρέσουν. Κρέας με ούζο και ανατολίτικα μπαχαρικά, μουσταλευριά, ρεβυθοκεφτέδες, χταπόδι κρασάτο και άλλα τέτοια φαγητά. Του είπα πως το σούρουπο από την ταβέρνα θα ακούγονται τα βαπόρια που θα μπαίνουν στο λιμάνι και ο αέρας που θα κάνει τα κεραμίδια να τρίζουν στη σκεπή και τα κοράκια να σαλεύουν. Με ρώτησε αν θέλω να μου χαρίσει ένα ζαγάρι, αλλά δεν ήξερα πώς τα καλεί κανείς και ήταν κρίμα. Μιμήθηκε τότε τις φωνές των βοσκών και έτσι σκέφτηκα πως πράγματι, ήταν καλή ιδέα. Μετά καθίσαμε αμίλητοι στην άκρη της φαντασίωσης και πίναμε τσίπουρο με τυρί και σαρδέλες. Λίγο σκυμμένοι.
Στην άκρη του ορίζοντα, χαμηλά στα μαύρα νερά, διέκρινα τον Παντοκράτορα με την μπλε καρίνα και το ψηλό φουγάρο του να φεύγει από το νησί αφήνοντας ξωπίσω του μια άδεια κορυφογραμμή που ουδόλως με παρηγορούσε.
Η επανάσταση που σχεδίαζα θα αργούσε να φανεί.
Πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...