του Κ.Ρουσίτη (από την Εργατική Εξουσία Σεπτέμβρης 2006)
Η γέννηση
Το σιωνιστικό κίνημα γεννήθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στο κλίμα των αντισημιτικών πογκρόμ της τσαρικής Ρωσίας. Σε συζητήσεις διανοουμένων των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης, έμπαινε το ζήτημα της ενοποίησης του εβραϊκού έθνους σε μια δική του πατρίδα. Σε αυτές τις συζητήσεις κοινωνικές απελευθερωτικές θεωρίες συνδυάζονταν με θρησκευτικό μυστικισμό και ρεαλιστική πολιτική. Διαμορφωτής και μεγάλος θεωρητικός του σιωνισμού καθιερώθηκε ο Χέρτσελ ο οποίος μάλιστα ιδρύει το 1896 την Παγκόσμια Σιωνιστική Οργάνωση για την προώθηση των σκοπών του. Το κομβικό στοιχείο του σιωνισμού είναι η εγκατάσταση των εβραίων στην «ιστορική τους πατρίδα», στη «Γη του Ισραήλ», όπου θα δημιουργήσουν ένα κράτος αποκλειστικά εβραϊκό. Φυσικά οι σιωνιστές ήξεραν πως τα εδάφη που διεκδικούσαν κατοικούνταν από συμπαγή αραβικό πληθυσμό. Συνεπώς, κάτι θα έπρεπε να γίνει με τους ανθρώπους που κατοικούσαν. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι σιωνιστές ηγέτες πρόκριναν τη λύση της εκκαθάρισης, της «μεταφοράς» τους εκτός συνόρων. Μάλιστα, όπως γίνεται πάντα, μια σειρά ψευτοϊδεολογήματα φτιάχτηκαν για να νομιμοποιήσουν αυτή την ταχτική. Ειπώθηκε ότι η γη της Παλαιστίνης ήταν σχεδόν ακατοίκητη, ότι οι άραβες ήταν νεώτεροι κάτοικοι, επομένως με λιγότερα «ιστορικά δικαιώματα», κλπ, κλπ.
Το κεντρικό ωστόσο επιχείρημα του σιωνισμού ήταν (και είναι) πως το νέο κράτος θα αποτελεί ένα ισχυρό ανάχωμα του «πολιτισμού» απέναντι στους «βάρβαρους» ασιάτες. Ένα κράτος που σύμφωνα με την διάσημη φράση του Χέρτσελ θα ήταν «ένας προμαχώνας της Ευρώπης απέναντι στην Ασία». Αυτό το δομικό στοιχείο του σιωνισμού ειπώθηκε σε τόσες παραλλαγές όσες και οι διάφορες συνιστώσες του. Γι αυτό και οι σιωνιστές προσπάθησαν από την αρχή μέχρι το τέλος να πετύχουν τους στόχους τους με τη συμμαχία και την βοήθεια κάποιας «Μεγάλης Δύναμης» της εποχής. Όλοι οι αντιδραστικοί ηγέτες της εποχής (από τον Τσάρο της Ρωσίας μέχρι Σουλτάνο) προσεγκίστηκαν για να ευνοήσουν το σιωνιστικό εγχείρημα. Ο Χέρτσελ για παράδειγμα γράφει στον αυτοκράτορα της Γερμανίας: «Αναμφίβολα, ο γρήγορος εποικισμός ενός ουδέτερου λαού στην Ανατολή, μπορεί να φανεί εξαιρετικά σημαντικός για την πολιτική της Γερμανίας στην Ανατολή. Για ποιο λαό πρόκειται; για έναν λαό που, σπρωγμένος από την πραγματικότητα, είναι αναγκασμένος να ενωθεί με τις γραμμές των επαναστατικών ομάδων». (σελ. 13)
Ήδη από το αρχικό αυτό στάδιο, διάφοροι διανοούμενοι προσπαθούν να δέσουν το σιωνιστικό αίτημα για εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη με διάφορες σοσιαλιστικές ή αναρχικές ουτοπίες. Σε αυτό το έδαφος δημιουργήθηκε αυτό που αποκαλείται γενικά «αριστερός σιωνισμός». Πρόκειται για ένα εντελώς ετερογενές ρεύμα (και θα γίνεται ακόμη περισσότερο όσο περνά ο καιρός), που ευαγγελίζεται το συνδυασμό του σιωνιστικού ονείρου με κάποιου τύπου «κοινωνική απελευθέρωση». Το κοινό στοιχείο σε όλους τους αριστερούς σιωνιστές είναι πως αυτή η κοινωνική απελευθέρωση θα αφορά τον εβραϊκό λαό. Ο Μποροσόφ, εξέχων μορφή του αριστερού «σοσιαλίζοντος» σιωνισμού στα αρχικά αυτά στάδια, θέτει το θέμα ως εξής:: «Επομένως, οι εβραίοι έχουν ανάγκη από μια πατρίδα που θα έχει όσο το δυνατόν περιορισμένο «ξένο» πληθυσμό και όπου οι εβραίοι θα μπορούσαν να θέσουν τις αναγκαίες βάσεις μιας οικονομίας χωρίς να αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των ξένων. Σε αυτή τη χώρα ο εβραίος εργάτης θα έχει μια κανονική στρατηγική βάση για να διεξάγει τον ταξικό του αγώνα και να εκπληρώσει τον απελευθερωτικό του ρόλο». (σ. 19)
Στην Παλαιστίνη, που τότε ανήκει στην οθωμανική αυτοκρατορία, ζουν ελάχιστοι εβραίοι. Πολλοί περισσότεροι ζουν στις γύρω αραβικές και μεσογειακές χώρες. Ο συντριπτικός τους όγκος όμως βρίσκεται στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Στην κεντρική Ευρώπη, από τον 19 αι. και μετά τους προσφέρονται σχετικές δυνατότητες ένταξης και κοινωνικής ανέλιξης. Αντίθετα η κατάσταση είναι ασφυκτική στην ανατολική Ευρώπη και από εδώ κυρίως είναι που ο σιωνισμός αντλεί οπαδούς. Αρχικά ο σιωνισμός έχει ελάχιστη απήχηση στις διάφορες εβραϊκές κοινότητες. Οι εργάτες είναι γενικά προσανατολισμένοι σε σοσιαλιστικές θεωρίες. Η αστική τάξη από την άλλη ελάχιστα ενδιαφέρεται για περιπέτειες στη Μέση Ανατολή. Ο σιωνισμός βρίσκει κάποιους λίγους οπαδούς στα μεσαία στρώματα των εβραϊκών κοινοτήτων. Το ξέσπασμα των αντισημιτικών πογκρόμ στην Ρωσία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20 αι. οδηγεί στην μετανάστευση πάνω από 2 εκατ. εβραίους. Ενδεικτικό της απήχησης των σιωνιστικών ιδεών στις εβραϊκές κοινότητες, είναι πως λιγότεροι από 70 χιλ. από αυτούς θα κατευθυνθούν στην Παλαιστίνη ενώ οι υπόλοιποι θα επιλέξουν τη δυτική Ευρώπη ή τις ΗΠΑ.
Μπροστά στα πενιχρά αποτελέσματα, στο σιωνιστικό στρατόπεδο αναπτύσσονται σταδιακά δυο ταχτικές. Η μια επιμένει πως η εγκατάσταση στην Παλαιστίνη μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη στρατιωτική βοήθεια μιας μεγάλης δύναμης. Η δεύτερη πως μπορεί να επιβληθεί με τη σταδιακή αποίκηση της Παλαιστίνης και τη σταδιακή αποαραβοποίηση που σε ένα βάθος χρόνου θα αλλάξει ριζικά την παλαιστινιακή γη. Στην πραγματικότητα οι δυο αυτές ταχτικές έδρασαν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά. Πάντα ένα τμήμα της σιωνιστικής ηγεσίας προσπαθούσε να αποσπάσει συμμαχίες στο σιωνιστικό εγχείρημα, ενώ ένα άλλο οργάνωνε την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα δώσει στο εβραϊκό ζήτημα νέα τροπή. Η Οθωμανική αυτοκρατορία συμμαχεί με τους Γερμανούς, η Αγγλία που κατέχει την Αίγυπτο και εποφθαλμιά τη Μέση Ανατολή στηρίζεται στη συμμαχία των αράβων εμίρηδων, αλλά υποστηρίζει παράλληλα και τα σιωνιστικά σχέδια προσδοκώντας στη συμμαχία των εβραίων. Από την άλλη οι σιωνιστές ποντάρουν στη συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία θεωρώντας σωστά πως θα είναι ο μεγάλος παράγοντας στην μεταπολεμική Μέση Ανατολή. Δίπλα στους εβραίους που ζούσαν εκεί, έχουν προστεθεί και οι έποικοι όλων των προηγούμενων χρόνων και η εβραϊκή κοινότητα αριθμεί πια γύρω στις 130 χιλ. Προϊόν του πολέμου είναι η “δήλωση Μπαλφούρ” με την οποία η Βρετανία δεσμεύεται να επιτρέψει μετά τον πόλεμο –και στο βαθμό που νικήσει- την ελεύθερη εγκατάσταση των εβραίων στην Παλαιστίνη.
Η βρετανική εντολή
Οι ανακατατάξεις στο τέλος του πολέμου δημιούργησαν μια νέα κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Στη θέση των κτήσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δημιουργούνται μια σειρά αραβικών κρατών, που ο αγγλικός ιμπεριαλισμός χαράζει τα σύνορά τους στο χάρτη με το χάρακα, εγκαθιστώντας στο καθένα και από μια δυναστεία υποτελών αράβων αρχόντων. Η Παλαιστίνη ανατίθεται υπό “Βρετανική Εντολή”.
Αντίθετα με το μύθο που θέλει τους βρετανούς να αντιστέκονται στον εβραϊκό εποικισμό, είναι η αδυναμία του σιωνισμού να πείσει τις εβραϊκές κοινότητες που είναι υπεύθυνη για τους χαμηλούς ρυθμούς εβραϊκής εγκατάστασης. Όπως και να έχει όμως, η εγκατάσταση είναι μεγαλύτερη από προπολεμικά και η εβραϊκή κοινότητα αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Ο βασικός κανόνας που επέβαλε ο σιωνισμός ήταν η διακοπή κάθε σχέσης με τον ντόπιο αραβικό πληθυσμό. Παράλληλα προσπαθεί να διατηρεί αγαστές σχέσεις με τους βρετανούς κυρίαρχους, παρά το γεγονός ότι τα συμφέροντά τους σε βάθος χρόνου συγκρούονται: Οι σιωνιστές δεν κρύβουν καθόλου πως θέλουν δικό τους κράτος στην Παλαιστίνη και οι Βρετανοί θέλουν να την κρατήσουν αποικία τους. Ολόκληρο αυτό το διάστημα υπήρχε ένταση στις σχέσεις των αράβων με τους νέους εποίκους και κατά καιρούς δημιουργούνται σοβαρά επεισόδια ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Σοβαρότερο από αυτά η επίθεση αράβων και η σφαγή στον εβραϊκό οικισμό Τελ Χαΐ.
Αυτή την περίοδο αναδεικνύεται αυτός που θα γίνει ο πατέρας του κράτους του Ισραήλ και ο μεγαλύτερος ηγέτης του σιωνισμού, ο Μπέν Γκουριόν. Ο ίδιος δηλώνει αριστερός σιωνιστής και πολύ συχνά στους λόγους του ανακατεύει το σιωνισμό με τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτός είναι ο υπεύθυνος για την σωματιακή οργάνωση των εβραίων σε αυτό που θα εξελιχθεί αργότερα στην Χιστραντούτ. Είναι ο οργανωτής και της ένοπλης ομάδας άμυνας της Χαγκάνα. Τέλος είναι ο οργανωτής του Εβραϊκού Πρακτορείου, της ανώτερης εβραϊκής αρχής στην Παλαιστίνη και πρόπλασμα της νέας κυβέρνησης. Θα ενώσει περίφημα τις δυο ταχτικές της σιωνιστικής εποίκησης. Το σλόγκαν του “στρέμμα το στρέμμα, κατσίκα την κατσίκα” θα γίνει ο άξονας δράσης των επόμενων χρόνων. “Συνειδητά ο σιωνισμός έχτισε μια κοινωνία ανεξάρτητη και παράλληλη με την αυτόχθονη αραβική κοινωνία. Έπρεπε να απομονωθεί, να ελαχιστοποιηθεί και στη συνέχεια να εξοντωθεί η αραβική κοινωνία για να επιτρέψει την ανάδυση μιας εβραϊκής κοινωνίας. […] Όλα τα μέσα ήταν καλά για να αποκλειστούν οι άραβες από τις θέσεις τους στην τοπική κοινωνία: από το να χρησιμοποιηθούν οι απεργίες για να αντικατασταθούν οι άραβες εργαζόμενοι από εβραίους στις δομές της βρετανικής εξουσίας και τις βιομηχανίες με ξένο κεφάλαιο, από το μποϋκοτάζ της αραβικής γεωργίας, ακόμα και την καταστροφή των προϊόντων της και τις επιθέσεις κατά εμπόρων” (σ. 27-28)
Απέναντι στους άγγλους ακολουθεί την πιο δουλική πολιτική. Προσαρμόζοντας το σλόγκαν του Χέρτσελ για την περίσταση, η Παλαιστάιν Ρηβιού γράφει το 1936: “Αν η Παλαιστίνη είναι αραβική αργά ή γρήγορα οι βρετανοί θα αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν με τη βία. Παλαιστίνη με εβραϊκή πλειοψηφία θα είναι ένας σύμμαχος με τους Άγγλους”. (σ. 34)
Η στιγμή δεν είναι τυχαία. Το 36 ξεσπάει η αραβική εξέγερση ενάντια στην αγγλική κυριαρχία. Οι εβραίοι προσφέρουν αμέσως τα στρατιωτικά τους σώματα στην καταστολή της εξέγερσης. Επίσημα ο Μπεν Γκουριόν ζητά αυτοσυγκράτηση. Το πιο βρώμικο έργο της καταστολής θα φέρει σε πέρας η ένοπλη οργάνωση του δεξιού σιωνισμού, η Ιργκούν. Αλλά και οι αριστεροί σιωνιστές δεν υστερούν. Ο Φινκελστάιν αναφέρει πως ο βρετανός αξιωματικός Γουιντζέιτ “επιστράτευε τις ομάδες κρούσης από τους οικισμούς των εργατικών σιωνιστών, προκειμένου να πραγματοποιήσει “ανελέητες επιδρομές” σε αραβικά χωριά”. (σ. 229) Αντλώντας από το έργο της Σαπίρα (ιστορικό απολογητή του αριστερού σιωνισμού) συμπληρώνει επιπλέον πως “στους οικισμούς των Εργατικών η συμμετοχή σε κάποια από τις επιδρομές του Γουιντζέιτ εθεωρείτο ξεχωριστό προνόμιο”. (σ. 421)
Και όσο ο σιωνισμός βοηθά τους Βρετανούς να καταστείλουν την αραβική εξέγερση, η Ευρώπη ετοιμάζεται για τον β΄ παγκ. πόλεμο.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ασχέτως με όσα συμβαίνουν στην Παλαιστίνη, ο σιωνισμός, ολόκληρο το διάστημα του μεσοπολέμου, δεν συγκινεί τις εβραϊκές μάζες της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό πως παρά την άνοδο του αντισημιτισμού σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, οι εβραίοι προτιμούν να μεταναστεύσουν προς άλλες, περισσότερο ανεκτικές χώρες της Ευρώπης, ή της Αμερικής, παρά στην Παλαιστίνη. «Το σύνολο δεν ξεπέρασε τους 130.000 στην Παλαιστίνη, αριθμός ασήμαντος αν τον συγκρίνουμε με τα εκατομμύρια των εβραίων που μετανάστευσαν εκείνη την περίοδο σε όλο τον κόσμο».
Με την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία το 33 και τη σταδιακή επιβολή των ναζιστών στην Αυστρία και την Τσεχία, εκατομμύρια εβραίων βρίσκονται πιασμένοι στην παγίδα του ναζιστικού ράϊχ. Καθώς για τους ναζί θεωρούνται «υπάνθρωποι» και «κατώτερη φυλή» αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή καταπίεση, που δεν έχει το προηγούμενό της σε καμιά αντισημιτική έξαρση του παρελθόντος. Μπροστά σε αυτή την αφόρητη κατάσταση, ένα πλήθος οργανώσεων (με πρωτοπορία βέβαια τις διάφορες εβραϊκές κοινότητες) προσπαθεί να συνδράμει τους εβραίους της Γερμανίας και κυρίως να τους βοηθήσει να εγκαταλείψουν το έδαφος του ράιχ και να εγκατασταθούν σε διάφορες χώρες. Η κίνηση αυτή έφτασε στο απόγειό της το 38 με μια πλατιά διεθνή σύσκεψη στο Εβιάν της Γαλλίας. Η παγκόσμια σιωνιστική οργάνωση αρνήθηκε να συμμετέχει, υποστηρίζοντας ότι η εγκατάσταση των Εβραίων σε άλλα κράτη θα υπονόμευε το όνειρο εγκατάστασης στην Παλαιστίνη. Σε κάθε περίπτωση, ο Χίτλερ βάζει τέλος σε αυτές τις συζητήσεις, αφού την επόμενη χρονιά κλείνει οριστικά τα σύνορα για τους εβραίους της Γερμανίας.
Ξεκινώντας ο πόλεμος, η θέση των εβραίων γίνεται αβάσταχτη, σε μια Ευρώπη που προελαύνουν τα ναζιστικά στρατεύματα. Η φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης μπαίνει σε εφαρμογή. Οι σιωνιστικές οργανώσεις αναδιπλώνονται στην Παλαιστίνη και στο μεγαλύτερό τους μέρος τάσσονται στο πλευρό των αγγλικών στρατευμάτων στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής. Με μια εξαίρεση, την Ιργκούν. ΄Ένα τμήμα αυτής της οργάνωσης προσπαθεί και καταφέρνει να έρθει σε επαφή με τους ναζιστές και τους προτείνει τη μεταφορά των εβραίων στην Παλαιστίνη με αντάλλαγμα μια στρατιωτική συμμαχία ενάντια στους Βρετανούς. Μπροστά σε αυτό το σχέδιο, η Ιργκούν εντείνει τις επιθέσεις της ενάντια στα βρετανικά στρατεύματα στην Παλαιστίνη με μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών με αποκορύφωμα τη δολοφονία του άγγλου αρμοστή για τη Μέση Ανατολή, λόρδου Μουν. Τα χτυπήματα προς τους βρετανούς δημιουργούν μια έκρυθμη κατάσταση ανάμεσα στη Χαγκάνα και την Ιργκούν. Όπως και να έχει, οι ναζί αρνούνται την πρόταση της Ιργκούν και λίγο αργότερα με τον ερχομό του Μπέγκιν το 43, που αναδεικνύεται σε ηγέτη της Ιργκούν, επιτυγχάνεται ένα μορατόριουμ: να σταματήσουν οι επιθέσεις στους άγγλους ως τη λήξη του πολέμου.
Μπορεί η στάση της Ιργκούν να είναι ακραία (αν και η Ιργκούν δεν ήταν καθόλου περιθωριακή οργάνωση, ο ίδιος ο Μπέγκιν θα γίνει αργότερα πρωθυπουργός του Ισραήλ) και η πρωτοβουλία της να μην εκφράζει το σύνολο του σιωνιστικού κινήματος. Όμως δεν είναι αντίθετη με το συνολικό του πνεύμα. Ο ίδιος ο Μπεν Γκουριόν είχε δηλώσει τα εξής για να τεκμηριώσει την άρνηση των σιωνιστών για εγκατάσταση των εβραίων της Γερμανίας στην υπόλοιπη Ευρώπη: «Αν ήξερα ότι ήταν δυνατό να σωθούν όλα τα παιδιά της Γερμανίας με τη μεταφορά τους στην Αγγλία, αλλά μόνο τα μισά από αυτά με τη μεταφορά τους στην Παλαιστίνη, εγώ θα επέλεγα το δεύτερο, επειδή υπολογίζουμε με βάση όχι μόνο εκείνα τα παιδιά, αλλά με την ιστορία του εβραϊκού λαού».
Το Ολοκαύτωμα
Είναι αλήθεια πως όσο διαρκούσε ο πόλεμος κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί το μέγεθος της φρίκης που έριξε ο φασισμός τους εβραίους της Ευρώπης. Όταν μετά την ήττα της Γερμανίας αποκαλύφθηκε η φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης, η αλήθεια ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Οι αφηγήσεις των επιζώντων συγκλόνισαν την ανθρωπότητα. Κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό εβραίων που εξοντώθηκαν στα Άουσβιτς και στα Νταχάου, αλλά οπωσδήποτε ξεπερνούν τα 6 εκατομμύρια ανθρώπους. Η προστασία και η αποκατάσταση των επιζώντων θεωρήθηκε δικαίως σαν η ελάχιστη πράξη ανθρωπισμού. Αλλά να αποκατασταθούν που; Προφανώς να επιστρέψουν στις εστίες τους, εκεί που ζούσαν πριν τους αρπάξουν τα SS. Αλλά αυτό σε μια Ευρώπη που σωριάζεται σε ερείπια είναι σχετικό. Η μεταφορά τους στην Παλαιστίνη προβλήθηκε όχι μόνο σαν η μόνη ρεαλιστική λύση, αλλά και η μόνη δίκαιη.
Μια πτυχή που δεν έχει αναδειχθεί είναι η απροκάλυπτη ανακούφιση με την οποία υποδέχθηκαν οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις τη λύση του εβραϊκού ζητήματος με την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε συμμετοχή στις διώξεις των εβραίων από τους ναζί (όχι πάντα) ακόμη και εκεί που είχαν αντιταχθεί σε αυτές (σπανιότερα), ακόμη και εκεί ενθαρρύνθηκε η λύση της Παλαιστίνης. Ο λόγος είναι προφανής. Όσοι από τους εβραίους είχαν επιζήσει των διώξεων είναι λογικό ότι επέστρεφαν στις εστίες τους, οι οποίες στο μεταξύ είχαν διαλυθεί, ή είχαν καταληφθεί. Περιουσίες είχαν αλλάξει χέρια, εβραϊκές κτήσεις είχαν καταπατηθεί. Σε κάθε περίπτωση υπήρχαν αρκετοί, συνήθως ντόπιοι συνεργαζόμενοι των ναζί αλλά όχι μόνο, που επωφελήθηκαν όταν ένα τμήμα της πόλης «άδειασε τη γωνιά». (Η Θεσσαλονίκη είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Από μια καθαρά εβραϊκή πόλη -60% του πληθυσμού της εβραίοι, όταν περιλήφθηκε στο ελληνικό κράτος- οι λίγοι που γύριζαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έβλεπαν τα σπίτια τους να έχουν καταληφθεί από χίτες και ταγματασφαλήτες, συχνά μάλιστα από την ίδια την ελληνική πολιτεία).
Αυτοί οι πληθυσμοί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οδηγήθηκαν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη και να καταφύγουν στο Ισραήλ. Η λύση της Παλαιστίνης δεν προέκυψε «αυθόρμητα» αλλά με τη συστηματική και εντατική δουλειά των σιωνιστών. Ο Άτζμον διαπιστώνει ότι «το ολοκαύτωμα και η βιομηχανική εκμετάλλευσή του από τα όργανα των σιωνιστών, άλλαξαν την τοποθέτηση του εβραϊκού κόσμου προς το σιωνισμό και το Ισραήλ. Το ολοκαύτωμα ήταν η μεγαλύτερη σιωνιστική νίκη». (Gilad Atzmon, 1)
Αυτό που αργότερα ονομάστηκε «βιομηχανία του ολοκαυτώματος» είναι η προσπάθεια των σιωνιστών να ερμηνεύσουν και να χρησιμοποιήσουν το φριχτό αυτό ιστορικό γεγονός προς όφελος τους. Τόσο ο όρος, όσο και η αποκάλυψη της σιωνιστικής εκμετάλλευσής του, είναι έργο κυρίως εβραίων αντισιωνιστών διανοουμένων. Μια περιεκτική περιγραφή δίνει ο Άτζμον στο παραπάνω άρθρο του:
«Η άποψή μου είναι ότι, σε ορισμένες στιγμές, το σιωνιστικό αφήγημα [για το ολοκάυτωμα] έχει ταιριάξει στις δυτικές κυρίαρχες απόψεις και τους πολιτικούς ιθύνοντες. […] Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο επίσημος σιωνιστικός απολογισμός του ολοκαυτώματος ταίριαξε στους νικητές αγγλοαμερικανικούς συμμάχους πολύ καλά. Μέσα στην απέραντη αποδοχή της τραγωδίας του εβραϊκού λαού, κανένας δεν βρήκε πραγματικά το χρόνο να συζητήσει λεπτομέρειες για τους δολοφονικούς βομβαρδισμούς των συμμάχων στις γερμανικές πόλεις και τους αθώους γερμανούς πολίτες. Σύμφωνα με το σιωνιστικό αφήγημα οι Αμερικανοί ήταν οι απελευθερωτές (που δεν είναι πραγματικά η αλήθεια: ήταν κυρίως οι Σοβιετικοί που ελευθέρωσαν τα ανατολικοευρωπαϊκά στρατόπεδα) και οι Γερμανοί ήταν οι δολοφόνοι. Μέσα στο σιωνιστικό αφήγημα του ολοκαυτώματος υπάρχει λίγος χώρος για να μιλήσει για τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Γιατί πρέπει; Δεν είναι το Άουσβιτς αρκετά φοβερό; Οι Αμερικανοί αντιπροσωπεύουν το τελευταίο καλό, όλο το υπόλοιπο είναι κακό (και κάποτε ακόμη και “άξονας του κακού”). (ο.π.)
Στην αποδόμηση του σιωνιστικού μύθου για το ολοκαύτωμα έχουν έρθει στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια εξαιρετικά αποκαλυπτικά ντοκουμέντα από εβραίους αντισιωνιστές για τον πραγματικό ρόλο της σιωνιστικής κίνησης στην Ευρώπη του ναζισμού. «Η ιστορία του σιωνισμού στην Ουγγαρία είναι οικτρή, ακόμη και προτού να εγκαθιδρυθεί το κράτος εποίκων στην Παλαιστίνη. Οι ξάδελφοί μου, που δεν ήταν σημαντικοί άνθρωποι, ήταν μεταξύ των ούγγρων εβραίων που επέζησαν του ολοκαυτώματος. Ένα σύμφωνο υπογράφηκε από τον Ρούντολφ Κάστνερ της Εβραϊκής Επιτροπής και του ναζιστή εξολοθρευτή Άιχμαν για τη διάσωσης αντιπροσωπείας το 1944, να δοθεί η άδεια σε 600 προεξέχοντες εβραίους να φύγουν σε αντάλλαγμα με τη σιωνιστική σιωπή για τη μοίρα των υπολοίπων. Ο Γκρήνβαλντ, ένας ούγγρος επιζών, αποκάλυψε τη διαπραγμάτευση και μηνύθηκε από την ισραηλινή κυβέρνηση, οι ηγέτες της οποίας τότε είχαν συντάξει τους όρους του σύμφωνου. Ο Γκρίνβαλντ κέρδισε. Το ισραηλινό δικαστήριο αποφάνθηκε πως “η θυσία της πλειοψηφίας των ουγγρικών Εβραίων, προκειμένου να διασωθούν οι προεξέχοντες (και να σταλούν για να αποικίσουν την Παλαιστίνη) ήταν το βασικό στοιχείο στη συμφωνία μεταξύ του Κάστνερ και των Ναζί. […] Πράγματι, τα μέλη της σιωνιστικής κίνησης συνεργάστηκαν ενεργά με το ναζισμό από την αρχή».
(Από την κριτική του Μίκαελ Στήβεν Σμίθ, στο βιβλίο «Ριζοσπάστες Ραβίνοι και Ειρηνοποιοί» του Σεθ Φάρμπερ).
Το αδιέξοδο της βρετανικής εντολής
Και ενώ η Ευρώπη βγαίνει από τις στάχτες του πολέμου, οι εβραίοι κατά κύματα στρέφονται προς την Παλαιστίνη. Η Βρετανία που ασκεί τη διοίκηση έρχεται αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα της αποικιακής πολιτικής της. Σε προηγούμενα χρόνια έχει υποσχεθεί στους Εβραίους την εγκατάστασή τους στην Παλαιστίνη (δήλωση Μπαλφούρ). Ταυτόχρονα έχει υποσχεθεί στους άραβες την εθνική αυτοδιάθεσή τους και τη δημιουργία ενιαίου κράτους (συνθήκες α΄ παγκ. πολέμου). Στην πραγματικότητα, σκορπώντας ψεύτικες υποσχέσεις ενδιαφέρεται να κρατήσει την περιοχή κάτω από τον αποικιακό της έλεγχο. Η τυπική αυτή αγγλική πολιτική προσκρούει σε τρια εμπόδια: το πρώτο είναι η επιμονή των εβραίων για να ιδρύσουν το δικό τους κράτος, που πλέον έχει αποσπάσει τη διεθνή συναίνεση. Αυτό όμως προσκρούει στην αραβική άρνηση. Οι άραβες δεν μπορούσαν να δεχτούν το γεγονός πως οι εβραίοι που κατέχουν λιγότερο από το 10% της παλαιστινιακής γης επρόκειτο να καθιερωθούν ως η κυρίαρχη δύναμη του νέου κράτους και οι ίδιοι να μετατραπούν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή να φύγουν. Το τρίτο και σπουδαιότερο εμπόδιο είναι η ίδια η αποσάθρωση της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η Βρετανία βγαίνει νικήτρια από τον πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα καταρρέει. Οικονομικά είναι διαλυμένη και αδυνατεί να κρατήσει τις αποικιακές τις κτήσεις. Ας θυμηθούμε πως εκείνη την περίοδο τα στρατεύματά της είναι σκορπισμένα από την Ελλάδα μέχρι το Αφγανιστάν και από την Αίγυπτο ως την Ινδία. Στρατεύματα που αδυνατεί πια να χρηματοδοτεί. Το μόνο που απομένει είναι να προσπαθεί με πολιτικά μέσα να κρατήσει τον έλεγχο της Παλαιστίνης. Αυτό σημαίνει μια αγωνιώδη ισορροπία ανάμεσα στις εβραϊκές και αραβικές αξιώσεις και ταυτόχρονα μια προσπάθεια να συγκρατήσει το εβραϊκό ρεύμα μετανάστευσης.
Η εβραϊκή κοινότητα από την άλλη οργανώνεται στην κατεύθυνση ίδρυσης ενός κράτους που θεωρεί πλέον ζήτημα χρόνου. Η εμμονή της Βρετανίας να θέσει όρια στην εβραϊκή μετανάστευση (επιτρέποντας την εγκατάσταση 4.000 εβραίων κάθε μήνα) είναι η αφορμή για το ξέσπασμα των εβραϊκών αντιδράσεων που εκδηλώνεται με περιορισμένα χτυπήματα ενάντια σε βρετανικές εγκαταστάσεις. Οι βρετανοί αντιδρούν συλλαμβάνοντας εκατοντάδες εβραίων και η σύγκρουση κλιμακώνεται. Το εντυπωσιακό χτύπημα έρχεται και πάλι από την Ιργκούν και τον Μπέγκιν. Στις 22 Ιουλίου του 1946 ανατινάζει το ξενοδοχείο Κίνγκ Ντέηβιντ, που στεγάζει τη βρετανική διοίκηση, αφήνοντας πάνω από 90 νεκρούς. Μέχρι το τέλος του 46 η Ιργκούν και οι βρετανοί έχουν εμπλακεί σε μια αιματηρή αντιπαράθεση.
Ο Μπεν Γκουριόν κρατάει μια στάση «ρεαλιστική» και ίσων αποστάσεων. Δημόσια, διαχωρίζεται από τις πρακτικές της Ιργκούν, αλλά καυτηριάζει σκληρά τη συμπεριφορά της Βρετανίας. Υπογείως, ενθαρρύνει τις επιθέσεις προσπαθώντας να τις χρησιμοποιήσει ως μέσο πίεσης στα διπλωματικά παζάρια του με τους νικητές του πολέμου.
Διπλωματία και όπλα
Το Γενάρη του 47 ξεκινάει η συνδιάσκεψη του Λονδίνου, η πρώτη απόπειρα να δοθεί μια διπλωματική λύση στο πρόβλημα. Αλλά η Βρετανία δεν είναι ο μόνος παίχτης στην Μέση Ανατολή.
Οι ΗΠΑ έχουν ταχθεί από την αρχή αποφασιστικά υπέρ της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Η σιωνιστική κίνηση στις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά ισχυρή και σε θέση να επηρεάσει την πολιτική της Ουάσιγκτον. Ο ίδιος ο Τρούμαν δήλωσε πως δεν είναι δυνατόν να μην παίρνει υπόψη του τους χιλιάδες πολίτες των ΗΠΑ που αγωνιούν για το σιωνιστικό εγχείρημα. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία, αν και πραγματική, στέκεται μόνο στην επιφάνεια του ζητήματος. Στον κόσμο που διαμορφώνεται μετά τον β΄ παγκ. πόλεμο οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται πέρα από κάθε άλλο να πραγματοποιήσουν την νεοαποικιακή τους επέκταση και μάλιστα πατώντας πάνω στο πτώμα της καταρρέουσας βρετανικής αυτοκρατορίας. Μόνο η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ θα μπορούσε να τους επιτρέψει τη διείσδυση στη Μέση Ανατολή. Όπως θα φανεί παρακάτω το νέο κράτος δένεται με οργανικές σχέσεις με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Από την άλλη η ΕΣΣΔ ακολουθεί μια εξαιρετικά καιροσκοπική πολιτική. Η γραφειοκρατία του Κρεμλίνου βρίσκεται μετά τη νίκη της με έναν κόσμο στα πόδια της. Η πολιτική της καθορίζεται με γνώμονα όχι την προαγωγή της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά τη διασφάλιση των προνομίων της με την επιδίωξη κάθε είδους απίθανης συμμαχίας με όποιες αστικές τάξεις μπορούσε να προσάψει. Θεωρεί, εντελώς ανόητα, πως μια συμμαχία με τους σιωνιστές θα εξασφαλίσει στο Κρεμλίνο ένα πιστό σύμμαχο στην περιοχή. Για αυτούς τους λόγους στηρίζει ένθερμα το σιωνιστικό εγχείρημα. Αν τώρα αυτό υπονόμευε την αραβική αντιαποικιακή κίνηση, αυτό αποτελούσε λεπτομέρεια. Ο Γκρομίκο στην ομιλία του στον ΟΗΕ το 48 προσποιείται τον έκπληκτο για την αραβική αντίσταση: “Η αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ δεν μπορεί να σιωπήσει, αλλά να εκδηλώσει την έκπληξή της για τη στάση των αραβικών χωρών στο παλαιστινιακό ζήτημα. Ιδιαίτερα μας εκπλήσσει το να βλέπουμε ότι αυτές οι χώρες ή τουλάχιστον μερικές από αυτές αποφάσισαν να λάβουν στρατιωτικά μέτρα με σκοπό να εξοντώσουν το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα των Εβραίων”. Σύμφωνο με τις εντολές του Κρεμλίνου, το ΚΚ Παλαιστίνης μετονομάζεται σε μια μέρα σε ΚΚ της Γης του Ισραήλ.
Στους επόμενους μήνες όλες οι προσπάθειες γίνονται για να πειστεί η Βρετανία πως θα πρέπει να τα μαζέψει. Οι άγγλοι που αδυνατούν να στηρίξουν οικονομικά την κατοχή βλέπουν να περιθωριοποιούνται και πολιτικά, την ίδια στιγμή που στην Παλαιστίνη αντιμετωπίζουν τις επιθέσεις της Ιργκούν. Με ΗΠΑ και ΕΣΣΔ σύμφωνες στις 29 Νοέμβρη του 1947 υιοθετείται το ψήφισμα του ΟΗΕ που προβλέπει την ανεξαρτησία του κράτους του Ισραήλ και τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης.
Η εγκατάσταση μιας αποικίας
Η αραβική αντίδραση όπως είναι αναμενόμενο είναι αρνητική σε κάθε παρόμοιο σχέδιο. Οι ηγέτες της αραβικής κοινότητας είναι αντιδραστικοί και σε μεγάλο βαθμό υποταγμένοι περισσότερο ή λιγότερο στους βρετανούς που τους ονόμασαν βασιλιάδες όταν χώριζαν τα κράτη στη Μέση Ανατολή το 1918. Αυτή η πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε σαν επιχείρημα για να χαρακτηριστεί συνολικά η αραβική αντίσταση σαν αντιδραστική, εμπνεόμενη από τυφλό αντισημιτισμό των αράβων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό.
Πολλές εβραϊκές κοινότητες ζούσαν από αιώνες σε διάφορες αραβικές χώρες χωρίς ποτέ να έχουν ενοχληθεί. Για τον ισλαμισμό οι εβραίοι θεωρούνταν πάντα «προνομιακοί αλλόθρησκοι», αντίθετα με την «πολιτισμένη» χριστιανική Ευρώπη που για αιώνες απαγόρευε στους εβραίους να ζουν έξω από τα γκέτο και το ένα αντισημιτικό πογκρόμ διαδεχόταν το άλλο. Όταν οι εβραίοι διώκονταν από τη χριστιανική Ευρώπη έβρισκαν καταφύγιο πάντα στις μουσουλμανικές χώρες. Η αραβική αντίθεση στην ίδρυση του Ισραήλ δεν είχε καμιά σχέση ούτε με τη θρησκεία, ούτε με τον αντισημιτισμό.
Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θεωρούσαν τους εβραίους ευρωπαίους. Ανεπιθύμητους πολίτες μεν για τη χώρα τους (όπως και κάθε άλλο ευρωπαίο) αλλά οπωσδήποτε ανώτερους από τους «απολίτιστους» λαούς της Ασίας και της Αφρικής. Αυτές οι δυο ήπειροι υπάρχουν μόνο για να τις εκμεταλλεύεται η Ευρώπη. Οι εβραίοι -συμφωνούσαν όλοι οι ευρωπαίοι και ειδικά μετά το ολοκαύτωμα- έχουν δικαίωμα για ένα δικό τους κράτος. Αυτό είναι σίγουρο, αφού πρόκειται για έναν «ευρωπαϊκό λαό». Κανένας βέβαια δεν προσφέρθηκε να τους παραχωρήσει ένα τμήμα από το έδαφος της χώρας του για να ασκήσουν εκεί το δικαίωμά τους για ανεξάρτητο κράτος. Αντίθετα με μεγάλη ευκολία προσφέρονταν να τους παραχωρήσουν κτήσεις στις αποικίες. Η Αγγλία κατά καιρούς πρότεινε σαν χώρο ίδρυσης του ισραηλινού κράτους τμήμα της Αιγύπτου, ή της Ουγκάντας, η Γαλλία την Μαδαγασκάρη, οι ΗΠΑ τις Φιλιππίνες. Αυτές οι προτάσεις συζητούνταν αποκλειστικά με τους σιωνιστές ηγέτες. Κανείς δεν σκέφτηκε να ζητήσει τη γνώμη των μαύρων στην Ουγκάντα και τη Μαδαγασκάρη, ούτε των αράβων στην Αίγυπτο. Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο λοιπόν στην Παλαιστίνη;
Δεν ήταν παρά λίγα χρόνια που οι ίδιοι οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές χρησιμοποίησαν την εκδίωξη, την εξολόθρευση και την καθυπόταξη του ντόπιου πληθυσμού για να εγκατασταθούν οι ευρωπαίοι άποικοι. Έτσι επεκτάθηκαν οι ΗΠΑ δυτικά, έτσι εγκαταστάθηκαν οι βρετανοί στη Νότιο Αφρική, στην Αυστραλία, οι Γάλλοι στην Αλγερία, κλπ, κλπ. Αν τώρα σε κάθε περίπτωση υπήρχαν αρκετά εκατομμύρια αυτόχθονες νεκροί, αυτό ήταν το αντίτιμο του εκπολιτισμού. Πως είναι δυνατόν να αρνηθούν αυτόν το δικαίωμα σε έναν άλλο ευρωπαϊκό λαό, τους εβραίους, τους οποίους επιπλέον είχαν πολλούς λόγους να τους ξεφορτωθούν;
Στο τέλος μάλιστα του πολέμου η ιδέα των εκτοπίσεων είχε κερδίσει έδαφος ως μια «ρεαλιστική διευθέτηση». Στο Πότσνταμ το 1945 οι νικητές σύμμαχοι αποφάσισαν την αναγκαστική μεταφορά 13 εκατ. γερμανών από την Κεντρική Ευρώπη σε μια τραγωδία που κόστισε τη ζωή στα 2 εκατ. από αυτούς. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ συνδεόταν με τον εκτοπισμό των αράβων από την Παλαιστίνη. Οι μεν σιωνιστές το έθεταν ανοιχτά. Εντυπωσιακά ωμή είναι η δήλωση του δεξιού σιωνιστή Γιαμποτίνσκι: «Ο κόσμος έχει συνηθίσει στην ιδέα των μαζικών μεταναστεύσεων και σχεδόν τις έχει αποδεχτεί. Ο Χίτλερ μπορεί να μας είναι απεχθής, αλλά έχει συνηθίσει τον κόσμο σε αυτή την ιδέα». (σ. 24) Οι ευρωπαίοι κουνούσαν το κεφάλι συμφωνώντας. Ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας Γρόσσμαν θεωρώντας πως «οι άραβες είναι οι ιθαγενείς που θα πρέπει να υποχωρήσουν στην επέλαση της προόδου», ταυτίζεται με το σιωνιστικό εγχείρημα «που απελευθερώνει μια επαναστατική δυναμική στη Μέση Ανατολή».Ο Τσώρτσιλ πάλι ζητά την εκδίωξη των παλαιστινίων με τον κυνισμό που τον χαρακτηρίζει: «Δεν δέχομαι ότι έχει γίνει μια μεγάλη αδικία σε βάρος των ερυθροδέρμων της Αμερικής, των μαύρων της Αυστραλίας. Δεν δέχομαι ότι έχει γίνει μια αδικία σε βάρος αυτών των λαών, από το γεγονός ότι μια ισχυρότερη φυλή, μια φυλή ανωτέρου επιπέδου ή, σε κάθε περίπτωση, μια εξυπνότερη φυλή, για να το θέσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει έρθει και καταλάβει τον τόπο τους». (σ.420) Θέλει λοιπόν εξαιρετικό θράσος για να κατηγορούν οι ευρωπαίοι τους άραβες ότι αντιτάχθηκαν στον εβραϊκό εποικισμό επειδή «είναι αντισημίτες».
Θα πρέπει ωστόσο να θυμηθούμε ότι όλα αυτά λέγονται λίγους μήνες μόνο μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας. Αντίθετα με τον μύθο, οι ιμπεριαλιστικές δημοκρατίες δεν ενοχλήθηκαν καθόλου από το ρατσισμό του Χίτλερ. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι αγγλική εφεύρεση που πρωτοδοκιμάστηκε στην Αφρική, πριν την τελειοποιήσει η Γαλλία στην Ινδοκίνα. Σύμφωνα με την εξαιρετικά εύστοχη έκφραση του Μαντέλ, αυτό που δεν συγχώρεσαν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές στον Χίτλερ, είναι πως εφάρμοσε μέσα στην Ευρώπη τις γενοκτονικές μεθόδους που οι ίδιοι εφάρμοζαν στον υπόλοιπο πλανήτη.
Οι άραβες βέβαια, αντίθετα με όσα πίστευε ο Τσώρτσιλ, δεν ήταν ηλίθιοι για να μην καταλαβαίνουν τη σημαίνει ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους… «ερυθρόδερμους στην Αμερική» είχαν αναπτύξει και ισχυρή εθνική συνείδηση και αντιαποικιακή δράση. Η αραβική αφύπνιση θα συγκρουστεί με τον ιμπεριαλιστικό εποικισμό.
Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ
Όσο κι αν υποτιμούσαν τους «σκουρόδερμους» άραβες, οι ιμπεριαλιστές δεν μπορούσαν να μην λάβουν υπόψην τους την αραβική αντίσταση σε αυτό το εγχείρημα. Η προσπάθεια να καμφθούν οι αραβικές αντιδράσεις στα διπλωματικά παζάρια απέτυχαν. Οι ιμπεριαλιστές, σε αντίθεση με τα σιωνιστικά αιτήματα, αναγκάστηκαν να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις στους άραβες. Τελικά λοιπόν προκρίθηκε η λύση της διχοτόμησης της Παλαιστίνης σε εβραϊκή και αραβική, αντί της εξολοκλήρου παραχώρησής της στους σιωνιστές. Όμως, δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για τις προτιμήσεις. Το σχέδιο που υιοθέτησε ο ΟΗΕ παραχωρούσε στους εβραίους τα 2/3 της γης, αν και οι ίδιοι αποτελούσαν λιγότερο από το 1/3 του πληθυσμού και οι εποικισμοί τους δεν καταλάμβαναν πάνω από το 10% του εδάφους της.
Οι σιωνιστές αντέδρασαν σφόδρα σε αυτό τον διακανονισμό, αλλά δεν ακολούθησαν ενιαία ταχτική: Ο Μπεν Γκουριόν (που κυριάρχησε) θεωρούσε πως ένας τέτοιος συμβιβασμός θα έδινε μια επαρκή βάση, σε αντίθεση με τον Μπέγκιν που αρνούταν κάθε συμβιβασμό: Ο Μπεν Γκουριόν δήλωνε πως «αφότου γίνουμε μια ισχυρή δύναμη, ως συνέπεια της δημιουργίας ενός κράτους, θα καταργήσουμε το διαχωρισμό και θα επεκταθούμε σε όλη Παλαιστίνη.» Ο Μπέγκιν αντίθετα ότι: «ο χωρισμός της πατρίδας είναι παράνομος. Δεν θα αναγνωριστεί ποτέ. Η υπογραφή των οργάνων και των ατόμων σε μια συμφωνία διαχωρισμού είναι άκυρη. Δεν θα δεσμεύσει τον εβραϊκό λαό. Η Ιερουσαλήμ ήταν και θα είναι για πάντα η πρωτεύουσά μας. Το Ερέτζ Ισραήλ [σ.σ. η Γη του Ισραήλ] θα αποδοθεί στο λαό του Ισραήλ ολόκληρη. Και για πάντα.”(Noam Chomsky, “το μοιραίο τρίγωνο.”)
Ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν ανακηρύσσει την ανεξαρτησία του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948, κάτω από την εικόνα του Χερτσλ οραματιστή του σύγχρονου εβραϊκού κράτους
Το ψήφισμα στις 29 Νοεμβρη 1947 για ανεξαρτησία του κράτους του Ισραήλ φανερώνει τις προθέσεις του ΟΗΕ, αλλά δεν εξασφαλίζει τη δύναμη που θα το επιβάλει. Οι βρετανοί είναι εντελώς ξεκάθαροι πως δεν θα μπορούν να βασιστούν στα βρετανικά όπλα. Ούτε την οικονομική δύναμη για κάτι τέτοιο είχαν, αλλά σε τελική ανάλυση ούτε και το συμφέρον να χρεωθούν αυτοί μόνοι τους το όλο εγχείρημα. Άλλωστε γιατί να διακινδυνεύσουν να διαλύσουν τις σχέσεις τους με τα πιστά αραβικά καθεστώτα της περιοχής για να εξυπηρετήσουν αυτούς που πριν λίγες μέρες μόνο τους αντιμετώπιζαν με βόμβες. Το κράτος αυτό θα πρέπει να το επιβάλει ο ίδιος ο σιωνισμός. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι ιμπεριαλιστές είναι να τον εξοπλίσουν ως τα δόντια και να τον χρηματοδοτήσουν αδρά. Στο πρώτο σκέλος, στα όπλα, είναι η ΕΣΣΔ που για τους δικούς της λόγους θα διαθέσει τα περισσότερα, στο δεύτερο σκέλος στα χρήματα, οι ΗΠΑ. Όλοι ετούτοι οι διακανονισμοί δεν κράτησαν παρά λίγες μέρες. Αφού όλα κανονίστηκαν, το Δεκέμβριο του 1947, οι Βρετανοί ανήγγειλαν επίσημα ότι θα αποσύρονταν από την Παλαιστίνη μέχρι τις 15 Μαΐου του 1948.
Ο Πόλεμος του 48 και η εκδίωξη των αράβων
Η ανακοίνωση λειτούργησε σαν το πράσινο φως για τους σιωνιστές που ξεκίνησαν μια προμελετημένη εκστρατεία εκδίωξης του αραβικού πληθυσμού. Όσο διαρκούν τα διπλωματικά παζάρια για την τύχη της Παλαιστίνης, οι σιωνιστές προσπαθούν να δείχνουν διαλλακτικοί και σε κάθε δημόσια ομιλία τονίζουν την πρόθεσή τους να συνυπάρχουν με τους άραβες ειρηνικά. Υπόγεια και ανεπίσημα όμως έχει ξεκινήσει ένα σχέδιο προκλήσεων και διώξεων.
Οι στρατιωτικές ομάδες του Ισραήλ και ειδικά η Ιργκούν, και η Χαγκάνα σε αγαστή συνεργασία, κινήθηκαν εναντίον αραβικών χωριών με σκοπό την εκδίωξη των κατοίκων τους πέρα από τα σύνορα χρησιμοποιώντας την ωμή τρομοκρατία.
Οι επιθέσεις συστηματοποιούνται τον Μάρτιο, με βάση το » σχεδίο Ντάλεθ», που υιοθετεί η σιωνιστική ηγεσία. Ο Μάρτης και ο Απρίλης είναι οι μήνες των συστηματικών διώξεων. Μέσα στη σωρεία των εγκλημάτων το πιο ακραίο αποτελεί η σφαγή στο Ντείρ Γιασίν, στις 9 Απριλίου. Σε μια ξαφνική επιδρομή κομάντο σκοτώνονται όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι από βρέφη έως ηλικιωμένοι. Στόχος της ωμότητας ήταν να λειτουργήσει παραδειγματικά προς τα γύρω αραβικά χωριά. Η εκδίωξη των αράβων είναι συστηματική και αποτελεσματική: χωριά ολόκληρα εκκενώθηκαν από τον αραβικό τους πληθυσμό. «Ακόμα και χωριά που από παράδοση διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με το Yishuv [την εβραϊκή κοινότητα] εκκενώθηκαν από τον πληθυσμό τους και καταστράφηκαν, όπως για παράδειγμα το Χουτζ, οι κάτοικοι του οποίου είχαν κρύψει άντρες της Χαγκάνα από ένα βρετανικό μπλόκο το 1946 και ο μουχτάρης του οποίου εκτελέστηκε από τον όχλο στη Γάζα λόγω της συνεργασίας του με τους Εβραίους». (σ. 160) Δίπλα στα χωριά εκκενώνεται και το μεγάλο λιμάνι της Παλαιστίνης, η Χάιφα.
Στις 14 Μαΐου 1948 ψηφίζεται στον ΟΗΕ η διακήρυξη ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Την επόμενη, όπως είναι συμφωνημένο, ο βρετανός διοικητής αποχωρεί από την Παλαιστίνη από το λιμάνι της Χάιφας. Η αποχώρησή του γίνεται εν μέσω ισραηλινών όλμων που βομβαρδίζουν τις αραβικές συνοικίες. Από πίσω του ένα πλήθος αμάχων τον ακολουθεί στο λιμάνι και θερίζεται από τα ισραηλινά όπλα. Ο αραβικός πληθυσμός εγκαταλείπει τρέχοντας την πόλη. Οι ελάχιστοι που έμειναν στην πόλη συγκεντρώθηκαν (τι ειρωνεία!) σε γκέτο στο κέντρο της παλιάς πόλης.
Η αραβική ήττα
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η Αραβική Ένωση απαίτησε από τις χώρες μέλη της να στείλουν στρατεύματα στην Παλαιστίνη για να προστατέψουν τον αραβικό πληθυσμό, αμέσως μετά την αποχώρηση των Βρετανών. Η διαταγή προς τα στρατεύματα ήταν να εξασφαλίσουν μόνο τα τμήματα της Παλαιστίνης που δόθηκαν στους Άραβες στο πλαίσιο του σχεδίου διαχωρισμού. Στρατό θα αποστείλει η Αίγυπτος, η Συρία, το Ιράκ και η Ιορδανία.
Η σύγκριση ανάμεσα στα δυο στρατεύματα ήταν συντριπτική υπέρ του Ισραήλ. Αυτό οφείλεται καταρχήν στην μεγάλη του οπλική υπεροχή. Όλο το προηγούμενο διάστημα η εβραϊκή κοινότητα είχε γίνει αποδέκτης τεράστιας ποσότητας (αμερικάνικων και κυρίως σοβιετικών και τσέχικων) όπλων. Σε αντίθεση, οι αραβικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν ελάχιστο και απαρχαιωμένο οπλισμό. Σπουδαιότερος παράγοντας της εβραϊκής υπεροχής όμως ήταν άλλος. Οι σιωνιστές είχαν από την αρχή ένα ξεκάθαρο σχέδιο -την εκκαθάριση του κράτους από τους άραβες- και μία κεντρική διοίκηση αποφασισμένη να το επιβάλει. Από την άλλη, οι άραβες όχι μόνο δεν είχαν ενιαίο σχέδιο, αλλά κάθε στρατιωτική μονάδα λειτουργούσε με τα σχέδια (συχνά αλληλοσυγκρουόμενα) που εκπονούσε κάθε άραβας μονάρχης. Η μόνη στρατιωτικά αξιόλογη δύναμη από πλευράς αράβων, που σήκωσε σχεδόν εξολοκλήρου το βάρος της άμυνας, ήταν η Αραβική Λεγεώνα της Ιορδανίας, που ουσιαστικά πέτυχε να προστατεύσει την εκκαθάριση της παλιάς Ιερουσαλήμ και της γύρω περιοχής. Ο ιστορικός μύθος λέει πως το νεαρό Ισραήλ κατάφερε να συντρίψει τις ορδές των αραβικών χωρών. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε αξιόμαχος αραβικός στρατός να αντιμετωπίσει την επίθεση ενάντια στους Παλαιστίνιους.
Από την αμέσως επόμενη της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας οι σιωνιστές παρατούν κάθε αυτοσυγκράτηση. Επιπλέον τώρα έχουν το άλλοθι πως αντιμετωπίζουν την επίθεση των αραβικών κρατών. Στις 16 Μαίου ξεκινά η επίθεση στην (αραβική) Παλιά Ιερουσαλήμ και την ίδια μέρα οι εκστρατείες στην ανατολική και δυτική Γαλιλαία και νότια της Νεκράς θάλασσας. Τα αποτελέσματα των μαχών είναι συντριπτικά για τους άραβες και οι λίγες στρατιωτικές τους επιτυχίες είναι οι νίκες στη Λατρούν, κοντά στην Ιερουσαλήμ της Αραβικής Λεγεώνας και στη Τζενίν των Ιρακινών. Οι μάχες ωστόσο διεξάγονται λυσσαλέες. Μπροστά σε αυτή την κλιμάκωση ο ΟΗΕ ορίζει έναν ειδικό μεσολαβητή, τον Μπερναντότε, ο οποίος τελικά στις 11 Ιουνίου πετυχαίνει ανακωχή.
Την ανακωχή δέχονται με ανακούφιση και οι δυο στρατοί. Το Ισραήλ παρά τις επιτυχίες του είναι εξαντλημένο, αλλά ξέρει ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ του. Όχι μόνο έχει επιβάλει τον έλεγχό του στο μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που του παραχώρησε ο ΟΗΕ, αλλά κατά περιπτώσεις έχει προσθέσει και επιπλέον τμήματα. Επιπλέον, έχει εκδιώξει ήδη 300 – 400 χιλ. παλαιστινίους από τις εστίες τους. Ο Μπεν Γκουριόν εκμεταλλεύεται το χρόνο της ανακωχής και αναδιοργανώνει το ισραηλινό στρατόπεδο. Διαλύει όλες τις ομάδες σε έναν ενιαίο στρατό, οργανώνει την κεντρική του διοίκηση και «ντύνει στο χακί» όλους τους άνδρες από 17 ως 55 ετών και μεγάλο αριθμό γυναικών. Παράλληλα, (και ενάντια στους όρους της ανακωχής για προσωρινή διακοπή της μετανάστευσης) στο Ισραήλ φτάνουν κάθε μήνα 30 χιλ. νέοι μετανάστες που με την άφιξή τους ντύνονται στρατιώτες. Σε τέσσερις μήνες το Ισραήλ νοιώθει πως έχει ανασυνταχθεί για να εξαπολύσει έναν δεύτερο γύρο. Στις 17 του Οκτώβρη μια ομάδα της Ιρκγούν δολοφονεί τον απεσταλμένο του ΟΗΕ. Ο Μπεν Γκουριόν καταδικάζει μεν την δολοφονία και διατάσει έρευνες για τους ενόχους, αλλά την ίδια μέρα κι όλας ξεκινάει το νέο γύρο επίθεσης με μια αεροπορική επιδρομή στην Αίγυπτο. Η επίθεση στη πόλη Λίντα όπου με τα όπλα εξαναγκάζουν τους 30 χιλ κατοίκους της να την εγκαταλείψουν είναι μια από τις πρώτες πολεμικές πράξεις του νέου γύρου. Η αραβική αντίσταση καταρρέει σε δύο μήνες. Ενώ ο στρατός του Ισραήλ προελαύνει, η μία μετά την άλλη οι αραβικές χώρες αποσύρουν τους στρατούς της και κλείνουν ξεχωριστά ανακωχή, με αρχή την Αίγυπτο τον Ιανουάριο το 49 και τελευταία τη Συρία 6 μήνες μετά. Στο δεύτερο αυτό γύρο, το Ισραήλ κατέκτησε αρκετά εδάφη παραπάνω από αυτά που προέβλεπε το σχέδιο του ΟΗΕ. Κυρίως όμως πέτυχε να εκκαθαρίσει τη γη του από τον αραβικό πληθυσμό. Συνολικά, 800 – 900 χιλ. άραβες της Παλαιστίνης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.
Η εκδίωξη με τη συνενοχή του αριστερού σιωνισμού
Η εκδίωξη των αράβων της Παλαιστίνης ήταν ο αντικειμενικός στρατιωτικός στόχος από την πλευρά των σιωνιστών, παράλληλα με την κατάκτηση εδαφών. Οι πιο ακραίοι σιωνιστές το διαλαλούσαν ανοιχτά. Ο Μπεν Γουριόν και οι αριστεροί το αρνούνταν φανερά, αλλά το υλοποιούσαν κρυφά. Άλλωστε, όλοι κατά το παρελθόν είχαν εκφράσει σε ανύποπτο χρόνο την πίστη τους για την αναγκαιότητα της εκτόπισης.
Μιλώντας για τη σφαγή στην Νταουαγίμα ένας εβραίος στρατιώτης αφού περιγράφει με φρίκη τα εγκλήματα της ομάδας του καταλήγει: «Μορφωμένοι αξιωματικοί είχαν μετατραπεί σε κοινούς φονιάδες όχι πάνω στην έξαψη της μάχης, αλλά ακολουθώντας μεθοδευμένο σχέδιο εκδίωξης και καταστροφής. Όσο λιγότεροι άραβες απέμεναν, τόσο το καλύτερο. Η αρχή αυτή επισφράγγισε τις εκτοπίσεις και τις ωμότητες. (σ. 172)
Εκ των υστέρων φτιάχτηκε ο μύθος πως για κάποιους απροσδιόριστους λόγους οι άραβες εγκατέλειπαν τη γη τους μόνοι τους. Σήμερα, ο μύθος αυτός έχει καταρριφθεί σε μεγάλο βαθμό ακόμη και μέσα στο Ισραήλ. Αρκετοί ιστορικοί -ακόμη και απολογητές του σιωνισμού!- έχουν καταδείξει την έκταση των διωγμών. Η εκδίωξη των αράβων και η «εθνική καθαρότητα» του νέου κράτους ήταν ένας από τους κύριους άξονες των σιωνιστών κάθε απόχρωσης και όσο πλησίαζε η ώρα της εφαρμογής της πλήθαιναν οι ηγέτες που καλούσαν σε εκδίωξη των αράβων.
Αυτό που έχει σημασία είναι η συστράτευση του αριστερού σιωνισμού, τόσο στα σχέδια, όσο και στην εκτέλεση της εκτόπισης. Όλοι αυτοί που προσπάθησαν να ντύσουν τη ρατσιστική ουσία του σιωνισμού με «μαρξιστικά» κουρέλια, πρωτοστάτησαν στην εκδίωξη των αράβων. Στις αρχές του Μάη το Ενωμένο Εργατικό Κόμμα μπαίνει στην εβραϊκή κυβέρνηση. Λίγες μόλις βδομάδες μετά, τον Ιούλιο, προειδοποιούσεότι «οι ληστείες, οι δολοφονίες, οι εκτοπίσεις και οι βιασμοί σε βάρος των αράβων θα μπορούσαν να λάβουν τέτοιες διαστάσεις, που το κόμμα δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε κοινό σχηματισμό με τον Μπεν Γκουριόν». (σ 170) Ρητορική η απειλή. Την ίδια ακριβώς στιγμή που γίνονταν οι δηλώσεις, κορυφαία στελέχη του Εργ. Κομ. καθοδηγούσαν τις σημαντικότερες εκστρατείες εκδίωξης: Ο Αλλον στη Λίντα, ο Κάρμελ στη Δυτική Γαλιλαία, ο Γκαλίλι στην Ανατολική Γαλιλαία, ο Γιτζάκ Ράμπιν, από το κεντρικό επιτελείο.
Είναι πολύ χρήσιμο να θυμόμαστε πως πάντα οι αριστεροί σιωνιστές είναι που δεν δίστασαν μπροστά στη βρώμικη δουλειά, όταν θα έρθουμε να εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση. Άνθρωποι που θέλουν την ειρήνη, που απεχθάνονται τη βία, που στόχος τους είναι πάντα τα υψηλά ανθρωπιστικά ιδεώδη, που σπαράζονται από υπαρξιακά διλήμματα. Άνθρωποι που έπαιξαν και παίζουν διπλό ρόλο στο σιωνισμό: την ώρα που φέρνουν σε πέρας τη βρώμικη δουλειά, την ίδια στιγμή του προσδίδουν το αριστερό άλλοθι και την απενοχοποίηση. Ας συγκρατήσουμε αυτή τους την ιδιότητα, γιατί θα τη συναντήσουμε συχνά παρακάτω.
Η συμπεριφορά του αριστερού σιωνισμού σαν τον πολιτικό-ιδεολογικό εκφραστή της εβραϊκής εργατικής τάξης, δεν είναι άσχετη με τις διαδικασίες ενσωμάτωσης αυτής της τάξης στο σιωνιστικό οικοδόμημα. Ένα από τα βασικά επιτεύγματα του σιωνισμού είναι ο δηλητηριασμός της συνείδησης της εργατικής τάξης του Ισραήλ, δουλειά που ανατέθηκε εξολοκλήρου στους αριστερούς σιωνιστές. Καθόλου δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η χρήση για αυτή τη δουλειά μιας μαρξίζουσας, σοσιαλίζουσας ή και αναρχίζουσας ορολογίας. Αν σκεφτεί κανείς πως σε μεγάλο τους ποσοστό οι εβραίοι εργάτες ήταν άνθρωποι που είχαν επιζήσει από τα ναζιστικά στρατόπεδα της φρίκης, το έργο αυτό αποκτά τιτάνιες διαστάσεις. Ο Άτζμον, στο άρθρο του ΧΧΧΧΧΧΧ, το περιγράφει ως εξής: «Ήταν το 1948, ακριβώς τρία έτη μετά από την απελευθέρωση του Άουσβιτς, όταν ο σιωνισμός μετασχηματίστηκε από μια εθνικιστική ρατσιστική φιλοσοφία σε μια δολοφονική πραγματικότητα. Ήταν ακριβώς τρία έτη μετά από την απελευθέρωση του Άουσβιτς όταν αποδείχθηκε υπεράνω κάθε αμφιβολίας ότι ο σιωνισμός εσωτερικοποίησε κατάλληλα την πιο ευθεία ναζιστική τακτική, τη φιλοσοφία και τα προστάγματα. Αμέσως μετά το 1948 οι ισραηλινοί νομοθέτες ασχολούνταν με τον καθορισμό των ρατσιστικών νόμων που δεν ήταν καθόλου διαφορετικοί από τους νόμους της Νυρεμβέργης. Αμέσως μετά το 1948, οι IDF (σ.σ. ο ισραηλινός στρατός) μαζί με τις παραστρατιωτικές ομάδες ασκούσε ναζιστική στρατηγική και ταχτικές φυλετικής κάθαρσης. […] Το σύγχρονο Ισραήλ είναι μια σαφής αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού εβραϊκού γκέτο».
Τα γεγονότα του 48 ίσως εγείρουν ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, αλλά μια τέτοια προσέγγιση θα μας απομάκρυνε από την πραγματική ουσία του θέματος. Και αυτή είναι δυστυχώς πολύ απλή: το πιο επιθετικό κομμάτι της εβραϊκής αστικής τάξης, ο σιωνισμός, χτίζει ένα νέο αστικό κράτος σε βάρος ενός λαού αυτοχθόνων. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιεί τα εργαλεία που χρησιμοποίησε κάθε άλλη ιμπεριαλιστική αστική τάξη: τα όπλα. Τα έντυσε με τα ίδια ιδεολογήματα που έντυσε ανάλογα εγχειρήματα και κάθε άλλη αστική τάξη: τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Το πέτυχε αποσπώντας τη συναίνεση της εργατικής της τάξης με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και κάθε άλλη αστική τάξη: δηλητηριάζοντάς της τη συνείδηση με τον εθνικισμό και το ρατσισμό με τη βοήθεια των ρεφορμιστών. Αν αποδεικνύεται κάτι από όλα αυτά, είναι πως οι εβραίοι καπιταλιστές, οι εβραίοι εργάτες και τελικά συνολικά ο εβραϊκός λαός δεν διαφέρει σε τίποτα από οποιονδήποτε άλλο λαό του πλανήτη.
Η οικοδόμηση του σιωνιστικού κράτους και η εβραϊκή εργατική τάξη
Μετά την ειρήνη του 49 και την εκτόπιση των αράβων, οι σιωνιστές αφοσιώθηκαν στην οικοδόμηση της εβραϊκής κοινωνίας. Ο Μπεν Γκουριόν ήταν ο ηγέτης και σε αυτό το στάδιο, όπως και στο προηγούμενο. Η φράση του για την «οικοδόμηση μιας εβραϊκής κοινωνίας μόνο από Εβραίους, από τα θεμέλια ως τη στέγη»έγινε το επίσημο σλόγκαν για τα επόμενα χρόνια.
Στους νόμους του νέου κράτους αποκρυσταλλώνεται αυτή η πρόθεση. Απαγορεύεται η επιστροφή των εκδιωχθέντων, ενώ οποιοσδήποτε εβραίος του πλανήτη θέλει να μεταναστέψει στη χώρα, αυτόματα αποκτά τα δικαιώματα του πολίτη. Από το 47 ως το 59 ο εβραϊκός πληθυσμός του Ισραήλ τριπλασιάζεται. Δίπλα στην εισροή των μεταναστών κορυφώνεται και η εισροή χρημάτων. Δεν πρόκειται πλέον μόνο για τις εισφορές των εβραϊκών κοινοτήτων, αλλά για μια πηγή πολύ μεγαλύτερη, τις ΗΠΑ.
Μιλώντας για «κατασκευή εβραϊκής κοινωνίας» μιλάμε πρώτα απ’ όλα για «κατασκευή εβραϊκής εργατικής τάξης», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Βαρτσάφσκι. Το εβραϊκό κράτος δεν κληρονόμησε, ή μετασχημάτισε έναν προηγούμενο τρόπο παραγωγής. Εμφυτεύτηκε σε μια γη και τον οικοδόμησε από την αρχή. Με την εκδίωξη των αράβων όμως εξέλειψαν και τα εργατικά χέρια. Η εργατική τάξη, θα έπρεπε να δημιουργηθεί από την αρχή και να είναι εβραϊκή.
Το κομβικό σημείο εδώ είναι πως θα πρέπει η εργατική τάξη αυτή να έχει ένα εξαιρετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο, πολύ υψηλότερο από αυτό των αράβων εργατών γύρω της και να αισθάνεται την ανάγκη να το υπερασπίσει από αυτούς. Στο Ισραήλ οικοδομήθηκε ένα ασύγκριτο «κράτος πρόνοιας». Οι παραχωρήσεις στους εργαζόμενους ήταν υπερβολικά υψηλές. Και όχι μόνο. Στο επίπεδο των κιμπούτς και των εποικισμών αφέθηκε -ή ενθαρρύνθηκε κι όλας- χώρος για «σοσιαλίζοντα» πειράματα. Στην πραγματικότητα, εργατική τάξη, εργάτες γης μικροϊδιοκτήτες, μέλη κιμπούτς, συγχωνεύτηκαν σε ένα ενιαίο στρώμα και μάλιστα καλοαμοιβόμενο. Για να είναι ελεγχόμενη και συντονισμένη αυτή η διαδικασία, δεν μπορούσε να αφεθεί σε κάθε καπιταλιστή, αλλά ελεγχόταν απευθείας από το κράτος. Σε αυτή την πρώτη φάση, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων ανήκει στο κράτος.
Αν δεχτούμε ότι στα οργανωτικά σχήματα αποκρυσταλλώνεται η ζώσα πραγματικότητα, οι εργατικοί θεσμοί στο Ισραήλ είναι ενδεικτικοί της θέσης της εργατικής του τάξης. Η Χιστραντούτ (δημιουργία και αυτή του Μπεν Γκουριόν και στην οποία αποκλειόταν η είσοδο των αράβων) δεν είναι μόνο η ΓΣΕΕ του Ισραήλ. Συμπεριλαμβάνει όλα τα προηγούμενα στρώματα (εργάτες, μικροϊδιοκτήτες, κιμπουτσιανούς, αγρότες, ανώτερους υπάλληλους) σε μια ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση. Αλλά επιπλέον είναι και… εργοδότης, και μάλιστα ο μεγαλύτερος εργοδότης μετά το κράτος, «μια απέραντη οικονομική αυτοκρατορία που περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας, κατασκευαστικές εταιρίες, ασφαλιστικές εταιρίες, μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες, που απασχολούν περισσότερο από το 1/4 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του Ισραήλ». (σ. 42) Οι επιχειρήσεις της Χιστραντούτ είναι προφανώς καπιταλιστικές, ωστόσο με τη μια ή την άλλη μορφή «μετοχής» μετέχει σε αυτές το σύνολο των μελών της, δηλαδή το όλοι οι εργαζόμενοι εβραίοι.
Εφόσον ο καπιταλισμός στηρίζει την ύπαρξή του στην απόσπαση της εργατικής υπεραξίας, καθένας μπορεί να καταλάβει κανείς τα όρια ενός τέτοιου εγχειρήματος. Για να το πούμε αλλιώς, δεν έχει ο καπιταλισμός, όσο ανεπτυγμένος και αν είναι την ικανότητα να εξαγοράσει και μάλιστα τόσο ακριβά την εργατική του τάξη. Ένα τέτοιο κράτος δεν είναι δυνατόν να σταθεί για πολύ καιρό, εκτός κι αν έχει ανακαλύψει “κάποια μηχανή που να παράγει χρήματα”. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η ισραηλινή κοινωνία έγινε πραγματικότητα αποκλειστικά με τα εμβάσματα από τον ιμπεριαλισμό.
Από το 1949 οικοδομείται μια «τεχνητή οικονομία» μια οικονομία επιδοτούμενη από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτή η μορφή σχέσης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και ένα νέο κράτος είναι άνευ προηγουμένου. Ο ιμπεριαλισμός χρηματοδοτεί εξολοκλήρου τα διαρκή ελλείμματα με αντάλλαγμα και μόνο την ύπαρξη αυτού του κράτους χωροφύλακα στα πλευρά της αραβικής ανατολής. Σύμφωνα με την εξαιρετική περιγραφή του Βαρσάφσκι «θυμίζει περισσότερο τη συντήρηση ενός στρατεύματος, στόχος του οποίου είναι να υπερασπίσει τα συμφέροντα που είναι πραγματικά και πολύ σημαντικότερα από τα ποσά που ξοδεύονται για τη συντήρησή του». Ενδεικτικά μόνο να αναφέρουμε, ότι η νομοθεσία των ΗΠΑ φοροαπαλλάσσει τις κάθε είδους εισφορές που προορίζονται για το Ισραήλ. Εδώ που τα λέμε, έρχεται πολύ φθηνότερα στις ΗΠΑ η ύπαρξη αυτού του κράτους παρά η συντήρηση ενός στρατεύματος εκατομμυρίων οπλιτών στην περιοχή, ακόμη και σε καθαρά νούμερα, χωρίς να συνυπολογιστεί το πολιτικό κόστος και όφελος.
Αυτή η εντελώς ειδική σχέση με τον ιμπεριαλισμό καθορίζει και τις εσωτερικές σχέσεις της κοινωνίας του Ισραήλ. Για να χρησιμοποιήσουμε ξανά τον Βαρσάβσκι: «γι αυτό η εβραϊκή εργατική τάξη είναι όχι μόνο το αποτέλεσμα του σιωνισμού, αλλά παραμένει άρρηκτα δεμένη με αυτόν. […] Ο εβραίος εργάτης έχει μια διπλή φύση, από τη μια, μη κατέχοντας μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένος να πουλάει την εργατική του δύναμη, άρα τον εκμεταλλεύεται η αστική «του» τάξη, από την άλλη αποτελεί τμήμα και εξαρτάται από τη διαδικασία του σιωνιστικού εποικισμού. Αυτή η διπλή φύση χαρακτηρίζει την εβραϊκή εργατική τάξη όσο κι αν αλλάζει ανάλογα με την εξέλιξη του καπιταλισμού και του σιωνιστικού κράτους.» (σ. 41)
Ο πόλεμος του 67 και η ταπείνωση του 73
Με τον πόλεμο του 67 ο σιωνισμός φτάνει στο απόγειό του. Το Ισραηλινό κράτος όχι μόνο έχει σταθεροποιηθεί, αλλά με τον τρόπο που περιγράψαμε πάρα πάνω έχει πετύχει μια απρόσκοπτη ανάπτυξη. Παρά τη γενική φιλολογία για την ανάγκη άμυνας του από τα αραβικά κράτη, το Ισραήλ ήθελε τον πόλεμο του 67 περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και προετοιμαζόταν γι αυτόν από πολλά χρόνια. Δυο λόγοι συνέβαλαν στην απόφασή του αυτή, που και οι δυο απορρέουν από την ίδια του τη σιωνιστική φύση. Ο πρώτος είναι η ανάγκη εκπλήρωσης του πάγια διακηρυγμένου στόχου για εβραϊκή Παλαιστίνη και όχι απλά για ένα τμήμα της. Ακόμη και με τα εδάφη που κατέλαβαν το 48, οι σιωνιστές ηγέτες διατείνονταν πως επρόκειτο για μια αρχή και όχι για τον τελικό στόχο. Η “Γη του Ισραήλ”, όπως έχει κατ επανάληψη περιγραφεί στα έργα τους, περιλαμβάνει ολόκληρη τη γη δυτικά του Ιορδάνη, το νότιο Λίβανο μέχρι τον ποταμό Λιτάνι, τη νότια κοιλάδα Μπεκάα, το Γκολάν και το Σινά. Η στρατιωτική υπεροπλία και η οικονομική ανάπτυξη που πέτυχε στο μεσοδιάστημα, δημιουργούσαν την πεποίθηση πως τώρα πρέπει να γίνει το δεύτερο βήμα. Η είσοδος του Μπέγκιν στην κυβέρνηση το 67 υπογραμμίζει αυτή τη στροφή. Ο δεύτερος λόγος είναι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ειδική σχέση με τον ιμπεριαλισμό και υπαγορεύουν μια στρατιωτική δράση αναχώματος ενάντια στην αραβική αφύπνιση. Την εποχή εκείνη έχουμε την άνοδο του Νάσερ στην Αίγυπτο και την ορμητική αναγέννηση ενός αντιιμπεριαλιστικού «παναραβισμού». Σε αυτή την τροχιά θα μπει και η Συρία, αλλά και το Ιράκ με το κίνημα του Καρίμ. Είναι η ώρα το Ισραήλ να επιστρέψει με έργα τα χρήματα που εισέπραττε. Ή, για να το πούμε χρησιμοποιώντας ξανά μια έκφραση του Βαρσάφσκι: «για το Ισραήλ είναι ζωτικής σημασίας το να τεθεί υπό την υπηρεσία του ιμπεριαλισμού εναντίον της αραβικής επανάστασης».
Ο αστραπιαίος πόλεμος του 67, “ο πόλεμος των έξι ημερών” αποτέλεσε το απόγειο του σιωνισμού. Κατάφερε με εξαιρετική ευκολία να διαλύσει τα αραβικά στρατεύματα και να υπερδιπλασιάσει τα εδάφη του. Κατέλαβε τη λωρίδα της Γάζας, ολόκληρη τη Δυτική Όχθη, τα υψώματα του Γκολάν και τη χερσόνησο του Σινά. Με αυτό τον τρόπο όμως έβαλε ξανά στους κόλπους του έναν μεγάλο αριθμό αραβικού παλαιστινιακού πληθυσμού.
Η αλαζονεία του νικητή κάνουν το Ισραήλ να αγνοεί επιδεικτικά ολόκληρη την «διεθνή κοινότητα». Αγνοεί μια σειρά ψηφίσματα του ΟΗΕ που ζητά να εγκαταλείψει τα εδάφη που κατέκτησε. Οι ΗΠΑ βάζοντας βέτο στο συμβούλιο ασφαλείας εμποδίζουν τις κυρώσεις εναντίον του. Αγνοεί επιδεικτικά όλες τις προσπάθειες των αραβικών χωρών για όποια διπλωματική διευθέτηση.
Με τη νίκη του 67 εβραϊκή κοινωνία εκφυλίζεται σε αφάνταστο βαθμό. Διάφοροι αριστεροί σιωνιστές παρατηρούν με θλίψη πως το «πνεύμα των πρώτων εποίκων» αντικαταστάθηκε από τη ρήση «να πλουτίσουμε». Μια γενιά ολόκληρη χτίζεται με άξονα την καταστολή των νέων αραβικών πληθυσμών και τις φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Έχει ειπωθεί πως στο πρόσωπο του Σαρόν αντανακλούνται οι διάφορες φάσεις του σιωνισμού. Διακρίθηκε στις εκδιώξεις αράβων το 48 και ο Μπεν Γκουριόν τον μνημονεύει σαν τον «αγαπημένο του Αριτ». Είναι η εποχή λοιπόν που ο Σαρόν κορδώνεται πως το Ισραήλ θα μπορούσε να επιβάλει την τάξη από το Μαρόκο ως τα σύνορα της Τουρκίας.
Αυτό το κλίμα ευφορίας θα κλονιστεί απότομα. Η επίθεση της Αιγύπτου τον Οκτώβρη του 1973 είναι η αραβική απάντηση στον εξευτελισμό των «έξι ημερών». Στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το Ισραήλ θα αναγκαστεί να επιστρέψει το Σινά και τα υψώματα του Γκολάν. Την ψυχρολουσία στην εβραϊκή κοινωνία θα ακολουθήσει μια κυβερνητική κρίση. Το αποτέλεσμα του κλονισμού είναι πως το Ισραήλ, εγκαταλείποντας τις φαντασιώσεις παντοδυναμίας, αναγκάζεται να κλείσει αυτό το δεύτερο κύκλο εδαφικής ανάπτυξης κατέχοντας τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη και μάλιστα να επεξεργαστεί ένα σχέδιο διαχείρισης αυτών των εδαφών απέναντι σε μια διεθνή κοινότητα που του αρνείται το δικαίωμα να τα ενσωματώσει. (Μόνο η απόλυτη στήριξη των ΗΠΑ που ασκο0ύν βέτο σε κάθε ψήφισμα του ΟΗΕ εναντίον του Ισραήλ είναι ο λόγος που το σιωνιστικό κράτος αψηφεί προκλητικά όλα αυτά τα χρόνια τις αποφάσεις του ΟΗΕ για αποχώρησή του από τα κατεχόμενα). Σε αντίθεση με την πρώτη περίοδο, στα νέα κατακτημένα εδάφη, δεν θα ακολουθήσει το μοντέλο της εκδίωξης του αραβικού πληθυσμού, αλλά αυτό του Απαρτχάϊντ.
Ο Φίνκελστάιν θεωρεί πως ο λόγος που το Ισραήλ δεν προχώρησε στην εκδίωξη, είναι πως αυτές οι πρακτικές ήταν αδύνατες στο νέο διεθνές περιβάλλον. Ήδη ο ΟΗΕ με ψήφισμά του το 49 απαγόρευε κάθε εκδίωξη πληθυσμού από κατακτημένα εδάφη. Σίγουρα, άλλο ήταν το κλίμα την επομένη του παγκοσμίου πολέμου και άλλο τη δεκαετία του 70. Ο βασικός λόγος όμως είναι εσωτερικός, της ίδιας της ισραηλινής κοινωνίας. Αυτό το ειδικό κράτος που συντηρείται με τα ιμπεριαλιστικά επιδόματα, ακόμη και ως εξαιρετικό γεγονός δεν μπορεί να υπάρχει επ’ άπειρον χωρίς τριγμούς. Η οικονομία κλονίζεται σοβαρά, την ίδια στιγμή που η ήττα του 73 κλονίζει και την εσωτερική εμπιστοσύνη στη σιωνιστική παντοδυναμία. Τελικά, ένας καπιταλιστικός σχηματισμός, δίπλα στα εμβάσματα, χρειάζεται να καρπώνεται και την υπεραξία μιας εργατικής τάξης. Ή θα έπρεπε η εβραϊκή εργατική τάξη να ξεχάσει τα προνόμιά της, ή θα έπρεπε να υπάρχει δίπλα της μια άλλη εργατική τάξη, διπλά εκμεταλλευόμενη. Και αυτό ακριβώς έγινε. Η λύση του απαρτχάιντ ήταν για το σιωνισμό μονόδρομος. Οι άραβες παλαιστίνιοι αποτέλεσαν το φτηνό εργατικό δυναμικό για την ανόρθωση του σιωνιστικού κράτους.
Όσλο, η θεσμοθέτηση του απαρτχάϊντ
Για όποιον έχει έστω τη στοιχειώδη πληροφόρηση για όσα συμβαίνουν στην Παλαιστίνη είναι γνωστή η κατάσταση στην οποία είναι αναγκασμένοι να ζουν οι άραβες παλαιστίνιοι στα κατεχόμενα. Όλα τα προηγούμενα χρόνια η διαρκής παλαιστινιακή αντίσταση, που με τα διάφορα σκαμπανεβάσματά της διαρκεί ουσιαστικά μετά την προσφυγιά του 48, θέτει διαρκώς σε αμφισβήτηση τους σιωνιστικούς σχεδιασμούς. Η «τελική» διευθέτηση των εδαφών που το Ισραήλ κατέχει από το 67 ήρθε με τη συνθηκολόγηση της παλαιστινιακής ηγεσίας του Αραφάτ και της Φατάχ και αποκρυσταλώθηκε στις δυο συμφωνίες του Όσλο. Αξίζει να σημειώσουμε πως εμπνευστής της λύσης ήταν ένας από τους αστέρες του αριστερού σιωνισμού, ο Αλλον, ο ίδιος που στα νιάτα του οργάνωσε την εκδίωξη των παλαιστινίων από τη Λίντα και πλέον στέλεχος του Εργατικού Κόμματος. Το σχέδιο του προέβλεπε τον εγκλεισμό των παλαιστινίων της Δυτ. Όχθης σε οριοθετημένες περιοχές, όπου θα εφαρμοζόταν το καθεστώς των Μπαντουστάν, αντιγραφή του καθεστώτος που εφάρμοσε η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής απέναντι στους μαύρους κατοίκους της χώρας.
Με το Όσλο υποτίθεται ότι ιδρύεται στα Κατεχόμενα το ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Αυτό που στην πραγματικότητα όμως ορίζει η συνθήκη είναι η θεσμοθέτηση ενός καθεστώς Απαρτχάιντ για τη Γάζα και κάποια τμήματα της Δυτικής Όχθης. Η συνθήκη προβλέπει την άμεση αποχώρηση του Ισραηλ από το 30% του εδάφους σε πρώτη φάση και τη σταδιακή αποχώρηση από αδιευκρίνιστο αριθμό ακόμη εδαφών, τα οποία θα βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής και θα αποτελούν το παλαιστινιακό κράτος. Το κράτος αυτό θα βρίσκεται συνεχώς κάτω από τον στρατιωτικό, πολιτικό, νομικό και οικονομικό έλεγχο του Τελ Αβιβ. Μια σειρά λεπτομέρειες της συνθήκης διευκρινίζουν κάθε πτυχή αυτής της επαίσχυντης εξάρτησης. Χαρακτηριστικό για το καθεστώτος του Όσλο είναι η κατανομή των φυσικών πόρων της περιοχής. Έτσι, οι 250 χιλ εβραίοι δικαιούνται το 80% των υδάτινων πόρων της περιοχής, ενώ τα 2 εκατ. παλαιστίνιοι το 20%. Όταν τα στεγνά νούμερα μεταφέρονται στην καθημερινότητα, αυτή η κατανομή σημαίνει πως οι παλαιστίνιοι περιμένουν τον ερχομό της υδροφόρας για να γεμίσουν τα δοχεία, ενώ πιθανόν είναι σε οπτική επαφή με τον εβραϊκό οικισμό που το νερό χρησιμοποιείται για να γεμίζει τις πισίνες και να ποτίζει το γκαζόν. Γιατί, τελικά, στην πραγματικότητα το Ισραήλ αρνήθηκε να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε υπογράφοντας αυτή την κατάπτυστη συνθήκη.
Οι σιωνιστές αποχώρισαν από κάποιες σκόρπιες περιοχές της Δυτικής Όχθης που όλες μαζί δεν ξεπερνάν το 18% του εδάφους της. Ταυτόχρονα, το Τελ Αβίβ επιδοτώντας πλούσια την εποίκηση, αύξησε την εβραϊκή παρουσία στο υπόλοιπο της Δυτ. Όχθης από 250 χιλ σε 400 χιλ. Τα «παλαιστινιακά εδάφη» είναι μικροί θύλακες, απομονωμένοι μεταξύ τους, περιφραγμένοι με συρματοπλέγματα και φρουρούμενοι από τον ισραηλινό στρατό. Όσοι παλαιστίνιοι ζουν σε αυτά είναι αναγκασμένοι να περνούν καθημερινά από τους εξευτελισμούς στα τσεκ πόιντ, ενώ οι εβραίοι προβλέπεται να μπαινοβγαίνουν χωρίς κανένα έλεγχο. Και καθώς η διαλυμένη οικονομία των «παλαιστινιακών» εδαφών προσφέρει ελάχιστες θέσεις εργασίας, οι παλαιστίνιοι είναι αναγκασμένοι καθημερινά να περνάν τα συρματοπλέγματα για να πάνε στη δουλειά τους στο ισραηλίτικο τμήμα, για να αμειφθούν για την εργασία τους με το 1/3 του μισθού του εβραίου εργαζόμενου.
Αυτή η κατάσταση, που έχει περιγραφεί εξαντλητικά από πλήθος διαφορετικών πηγών, δεν διαμορφώθηκε στο Όσλο, αλλά αμέσως μετά την κατάληψη του 67. Στο Όσλο απλώς θεσμοθετήθηκε. Για να γίνει αυτό, ήταν απαραίτητη η συναίνεση της παλαιστινιακής ηγεσίας, που θα εγγυούταν απέναντι στο Ισραήλ την υποταγή των παλαιστινιακών μαζών σε αυτή την κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε εδώ στη συνθηκολόγηση του Αραφάτ, άλλωστε έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί διεξοδικά σε αυτό το θέμα. Εδώ θα επισημάνουμε μόνο πως η συγκατάθεση της παλαιστινιακής ηγεσίας στο απαρτχάιντ, επιδείνωσε την ήδη αβάσταχτη θέση του παλαιστινιακού λαού στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε τους όρους που οδήγησαν σήμερα στον παραγκωνισμό της Φατάχ και την ανάδυση στην εξουσία της Χαμάς.
Εκτός όμως από τους παλαιστίνιους των κατεχομένων, τη δύναμη του σιωνισμού δοκίμασαν από το 67 ως σήμερα και οι Παλαιστίνιοι εκτός κατεχομένων και ειδικά με τις τρεις εισβολές στο νότιο Λίβανο. Η γενοκτονική επίθεση στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς της Σάμπρα και τη Σατίλα που οργάνωσε ο Σαρόν, αποτελούν το αποκορύφωμα σε αυτή την αλυσίδα διωγμών.
Η παλαιστινιακή αντίσταση
Δεν είναι για να απορεί λοιπόν κανείς από που αντλεί η παλαιστινιακή αντίσταση τα καύσιμά της, αυτά που τροφοδοτούν μια φλόγα που καίει τόσα χρόνια άσβεστη παρά τη διαρκή καταστολή. Μια αντίσταση που αντί να σβήσει μετά τη συνθηκολόγηση της ιστορικής ηγεσίας του παλαιστινιακού λαού και του Αραφάτ, βρήκε άλλα οργανωτικά σχήματα και εμπιστεύτηκε νέες ηγεσίες για να συνεχίσει να μάχεται ακόμη πιο δυνατά, απαντώντας στο απαρτχάιντ του Όσλο με τη δεύτερη ιντιφάντα. Αν αναφερόμαστε εδώ στην παλαιστινιακή αντίσταση, είναι για να δούμε της επιπτώσεις της στην κοινωνία του Ισραήλ.
Για να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει στο Ισραήλ σήμερα, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας πως από το 70 και μετά ο εβραϊκός πληθυσμός βρίσκεται διαρκώς με το χέρι στη σκανδάλη για να αντιμετωπίζει τη διαρκή και δίκαιη αντίθεση και να καταστέλλει τις αντιδράσεις του πληθυσμού που κρατά αιχμάλωτο. Γενιές εβραίων του Ισραήλ έχουν διαμορφωθεί και ζήσει σε αυτή την κατάσταση. Και φυσικά συμβαίνει το προφανές: όσο πιο απελπισμένα ανυποχώρητη γίνεται η παλαιστινιακή αντίσταση, όσο πιο λυσσασμένη και απάνθρωπη γίνεται η σιωνιστική καταστολή, τόσο προκύπτουν ρωγμές στο σιωνιστικό κράτος.
Στη διαδικασία καταστολής της παλαιστινιακής αντίστασης δομήθηκε μια άλλη ηθική. Ακόμη και μιλώντας με τους όρους και το λεξιλόγιο του σιωνισμού, ακόμη και τότε έχει χαθεί κάθε τι που θα μπορούσε να περιγραφεί σαν κάποιου είδους ηθικός φραγμός. Οι μαρτυρίες για την καταστολή στη Τζενίν, όχι από μαρξιστές, αλλά από τις πλέον επίσημες οργανώσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού (τις επιτροπές του ΟΗΕ, τον ερυθρό σταυρό, τα κάθε λογής παρατηρητήρια) είναι τόσες πολλές και γνωστές που δεν έχει νόημα καμιά παράθεση των φρικαλεοτήτων. Αλλά δεν μπορούν να περιγράψουν το μέγεθος της ηθικής κατάπτωσης. Ο Φίνκελστάιν παραθέτει το εξής απόσπασμα: “Για την καταστολή της παλαιστινιακής αντίστασης, ένας ανώτερος ισραηλινός αξιωματικός συμβούλευσε στις αρχές του 2002 το στρατό «να αναλύσει και να πάρει μαθήματα από τον τρόπο με τον οποίο ο γερμανικός στρατός είχε πολεμήσει στο γκέτο της Βαρσοβίας». Κρίνοντας από το ισραηλινό μακελειό στη Δυτική Όχθη που κορυφώθηκε με την επιχείρηση «Αμυντική Ασπίδα» […] φαίνεται πως ο ισραηλινός στρατός ακολούθησε τη συμβουλή του αξιωματικού”. (σ. 38) Όταν στο προηγούμενο φύλλο γράφαμε για την ηρωική αντίσταση των εβραίων στο γκέτο της Βαρσοβίας ενάντια στους ναζί, είχαμε υπόψη φυσικά τη σύγκριση με τα κατεχόμενα. Σίγουρα προκαλεί ανατριχίλα η σύγκριση αυτή να ακούγεται από τα χείλη ισραηλινού αξιωματικού, πιο αποκαλυπτικό όμως της εξαχρείωσης είναι ότι η καταστολή από τα SS του εβραϊκού γκέτο βαφτίζεται από τα χείλη του «πόλεμος του γερμανικού στρατού».
Η απίστευτη αυτή εξαχρείωση προκάλεσε ένα ρήγμα μέσα στο σιωνισμό. Στο όνομα του ανθρωπισμού, πολλοί διανοητές του αριστερού σιωνισμού διαμαρτυρήθηκαν για τις ακρότητες. Ένα μειοψηφικό, αλλά υπαρκτό και δραστήριο τμήμα μέσα στον ίδιο τον ισραηλινό στρατό αρνήθηκε να αναλάβει τα καθήκοντα της καταστολής. Καρπός αυτής της ρήξης ήταν το ισραηλινό Κίνημα Ειρήνης. Ένα μεγάλο ρεύμα (όχι πλειοψηφικό φυσικά) μέσα στην εβραϊκή κοινωνία ορθώθηκε ενάντια στις φρικαλεότητες της σιωνιστικής καταστολής. Σε αυτή την ετερόκλιτη σύνθεση κυριάρχησε ο πασιφισμός και τον τόνο έδινε το πιο ανθρωπιστικό κομμάτι των αριστερών σιωνιστών. Ένα κίνημα, που ήταν ικανό να αντισταθεί στις ωμότητες, όχι όμως και στις αιτίες που τις προκαλούσαν.
Το κίνημα ειρήνης σιωνισμός και αριστερά
Η Ελευθεροτυπία στις 28/4/2002 φιλοξενεί τις δηλώσεις του Πέρετς Κιντρόν, κορυφαίο στέλεχος του Κινήματος Ειρήνης. Συγκεκριμένα του ζητήθηκε να ερμηνεύσει το γεγονός πως η δήλωση των 52 στρατιωτών που αρνήθηκαν να πολεμήσουν στα κατεχόμενα στηρίζει την άρνησή τους στα σιωνιστικά ιδεώδη. Λέει λοιπόν ο Κίτρον: “Δεν πρόκειται να βρει κανείς δυο ανθρώπους που να συμφωνούν στον ορισμό του Σιωνισμού. Για πολλούς καλούς ανθρώπους εδώ πέρα, το ζήτημα εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό, (α) επειδή θεωρούν ότι η ύπαρξη του Ισραήλ απειλείται, και (β) επειδή του προσδίδουν ιδεολογική διάσταση, μένοντας προσκολλημένοι στα ιδεώδη της σιωνιστικής Αριστεράς που έλπιζε όχι απλά να οικοδομήσει ένα κράτος, αλλά ένα «ιδανικό» κράτος δικαιοσύνης, διαφωτισμού, προόδου κ.λπ. […]. Στην Yesh Gvul [=Υπάρχει Όριο] έχουμε «σιωνιστές», «αντισιωνιστές» και «μετα-σιωνιστές», οτιδήποτε κι αν σημαίνει κάθε ένα απ’ αυτά. Από πρακτική άποψη, αυτό σημαίνει ότι με όποιον τρόπο και να αποκαλεί καθένας τον εαυτό του, όλοι μας είμαστε αντίθετοι στην Κατοχή, παλεύουμε για κοινωνική δικαιοσύνη κ.ο.κ.»
Πράγματι, σε αυτό το κίνημα συναντήθηκαν αριστεροί σιωνιστές και αντισιωνιστές. Κάτι τέτοιο δεν απόρρεε μόνο από τα πραγματικά γεγονότα στα κατεχόμενα, αλλά κυρίως από το διάχυτο πολιτικό κλίμα της εποχής και τις κυρίαρχες απόψεις στην αριστερά των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Οι κάθε είδους θεωρίες ανασυνθέσεων προωθούσαν τις οσμώσεις πέρα από τις «ιδεολογικές αγκυλώσεις». Μάλιστα, αυτό το κίνημα συναντήθηκε και συμπορεύτηκε και με ένα τμήμα των παλαιστινίων, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο επιζητούσαν κάποιου είδους ανακωχή και ειρήνη, ακόμη και κάτω από τους όρους του απαρτχάιντ. Πέρα όμως από τις προθέσεις του καθενός που συμμετείχε, κατά ειρωνικό τρόπο το ίδιο το όνομα της οργάνωσης φανερώνει και τη δυναμική της. Τελικά, όντως «Υπάρχει Όριο» στο πόσο μπορεί να προχωρήσει μια αμφισβήτηση στην ισραηλινή πολιτική, στο βαθμό που δεν έρχεται πολιτικά σε ρήξη με τη σιωνιστική του ουσία.
Όντως καλούσε το Ισραήλ να σεβαστεί τις συμφωνίες ειρήνης, αλλά ποιας ειρήνης; Του Όσλο και της θεσμοθέτησης του απαρτχάιντ! Όντως υποστήριζε το δικαίωμα των παλαιστινίων για δικό τους κράτος, αλλά πιο κράτος; Του Μπαντουστάν της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Όντως υποστήριζαν την παλαιστινιακή αντίσταση, αρκεί να ήταν «μη βίαιη». Εννοείται ότι «τρομοκρατικές πράξεις» σαν τις επιθέσεις αυτοκτονίας όχι μόνο καταδικάζονται απερίφραστα, αλλά θεωρούνται το ίδιο συνυπεύθυνες με τη δράση του ισραηλινού στρατού για την «παράλογη βία» που έχει ξεσπάσει.
Η Τίκβα Χόνιγκ – Παρνάς, σε συνέντευξή της στο τροτσκιστικό περιοδικό Ιμπρεκόρ, λέει για αυτό το κίνημα: «Αυτό που στο Ισραήλ αποκαλείται κατά λάθος «Αριστερά», αφορά μόνο αυτό το μέρος του εβραϊκού πληθυσμού που επιδιώκει μια «πολιτική λύση» της παλαιστινιακό-ισραηλινής σύγκρουσης, με ορισμένες «παραχωρήσεις» όπως η «υποχώρηση στα σύνορα του 67» και η δημιουργία ενός «παλαιστινιακού κράτους».. Οι περισσότεροι από αυτούς υπερασπίζουν το Όσλο, παραβλέποντας ότι ήταν μια λύση Μπαντουστάν… Το στρατόπεδο ειρήνης αποτελείται στην πλειοψηφία του από μέλη σιωνιστικών μεσαίων στρωμάτων, που ο αγώνας τους για το «τέλος της κατοχής» και την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους -αν και υπάρχουν πολλές διαφορετικές ιδέες γι αυτό- είναι εντελώς αποκομμένος από τη γενική κατάσταση». (σ. 106)
Το επόμενο γύρισμα της περιόδου θα μας δείξει και την κατάληξη αυτού του κινήματος. Αλλά πριν δούμε την κατάληξή του, ας έχουμε από τώρα κατά νου τις ευθύνες ενός μεγάλου κομματιού της αριστεράς. Την στιγμή που παρουσιάζεται ρήγμα στο σιωνισμό, η κυρίαρχη πρακτική μιας φορουματζίδικης αριστεράς, δεν είναι να βοηθήσει αυτόν τον κόσμο να σπάσει από το σιωνιστικό δηλητήριο, αλλά να γλύψει τις αυταπάτες του, να οσμωθεί μαζί του μέσα σε ένα πασιφιστικό πανηγύρι. Έχει λοιπόν πολύ σοβαρή ευθύνη για την κατάληξη του Κινήματος Ειρήνης.
Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας
Και το επόμενο γύρισμα ήρθε με τον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας». Το περιθώρια για ανθρωπιστικές ευαισθησίες περιορίζονται όταν η ισλαμική αντίσταση στον ιμπεριαλισμό αναγορεύεται στον Νο 1 εχθρό του πλανήτη. Οι ισλαμικές μάζες, όχι μόνο στην Παλαιστίνη, αλλά σε ολόκληρο των πλανήτη βρίσκονται μέσω των διάφορων οργανώσεών τους σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την ιμπεριαλιστική κατοχή και εκμετάλλευση της Μέσης Ανατολής. Σε αυτές τις συνθήκες το σιωνιστικό κράτος καλείται να πραγματώσει το ρόλο του, την ύπαρξή του: το προκεχωρημένο στρατιωτικό φυλάκιο του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, ένα κράτος – στρατός σε καιρό επίθεσης.
Τα σιωνιστικά επιτελεία σε απόλυτη συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό σχεδιάζουν το χάρτη της Νέας Μέσης Ανατολής. Πόλεμο ενάντια στο Ιράκ, στη Συρία, στο Ιράν. Διάλυση της δύναμης της Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Πλήθος ιμπεριαλιστικών στρατευμάτων στην περιοχή που θα εγγυούνται την ιμπεριαλιστική ειρήνη.
Η απόλυτη σύνδεση του Ισραήλ με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ανοίγει το δρόμο για μια τρίτη και οριστική επέκτασή του σε ολόκληρη της Ερέτς Ισραέλ.
Στην πράξη αυτό σημαίνει καταρχήν την εκδίωξη των αράβων παλαιστινίων από τα κατεχόμενα και το Ισραήλ συνολικά. Οι φωνές που μιλάνε για την ανάγκη μιας νέας μετακίνησης, πληθαίνουν όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Μετά την νίκη της Χαμάς ο εκτοπισμός των παλαιστινίων προβάλλεται σαν η μόνη ρεαλιστική διέξοδο για την “ειρήνη”, αφού έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες συνεννόησης.
Κατά δεύτερον σημαίνει την ευκαιρία για την εδαφική επέκταση του Ισραήλ. Πολλοί είδαν τους ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς στο νότιο Λίβανο σαν μια πράξη βαρβαρότητας του ισραηλινού στρατού. Λίγοι διαπίστωσαν πως αυτή η βαρβαρότητα εξυπηρετούσε το σχέδιο για εκδίωξη των κατοίκων του Λιβάνου βόρεια του ποταμού Λιτάνι και την κατάληψη της έρημης γης αρχικά από τον ισραηλινό στρατό και στη συνέχεια από τους ισραηλίτες εποίκους.
Οι σιωνιστές σε απόλυτη συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό μπροστά σε αυτό τον νέο πόλεμο βυθίζουν την περιοχή σε μια χωρίς προηγούμενο βαρβαρότητα. Αν για ένα προηγούμενο διάστημα οι πιο ευαίσθητοι αριστεροί σιωνιστές μπορούσαν να ευαγγελίζονται μια ειρήνη ανάμεσα σε ένα σιωνιστικό Ισραήλ και τον καταπιεσμένο παλαιστινιακό λαό, η όξυνση του πολέμου δεν αφήνει παρόμοια περιθώρια. Ο αγώνας του Ισραήλ ενάντια στους άραβες είναι αγώνας για την ίδια του την ύπαρξη.
Συνθηκολόγηση και αντίσταση
Ο Άμος Οζ σε πρόσφατα άρθρα του έκανε λόγο για «αναπόφευκτες» εθνικές εκκαθαρίσεις. Ο Γιεχόσουα, ακόμη πιο τολμηρός, προπαγανδίζει ανοιχτά τη λύση της μεταφοράς. Οι δυο τους, μαζί με τον Γκρόσμαν, αποτελούσαν την πνευματική ηγεσία «αυτού που κατά λάθος ονομάζεται αριστερά στο Ισραήλ». Και οι τρεις υποστήριξαν το δίκαιο της επέμβασης στο Λίβανο. Και οι τρεις ξανά, σαν μια ψυχή, μετά τις ήττες του ισραηλινού στρατού από τη Χεζμπολάχ, ζήτησαν το τέλος του πολέμου, όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά γιατί δεν τον θεωρούσαν αποτελεσματικό. Όταν από μια τραγική ειρωνεία της τύχης, την προηγούμενη της εκεχειρίας σκοτώθηκε ο γιος του Γκρόσμαν, όλα τα δυτικά ΜΜΕ, έσπευσαν να θρηνήσουν τη δυστυχία του «μεγάλου φιλειρηνιστή». Ο επιφανέστερος των «νέων ιστορικών», ο Μπόρις, (ο ίδιος για τον οποίο το 2002 ο Ιός έλεγε πως «χρειάστηκε η έλευση μιας σειράς “νέων ιστορικών” για να πληροφορηθούμε ότι σχεδιασμοί [της εθνοκάθαρσης του 48] εκπορεύτηκαν και από τους “σοσιαλιστές σιωνιστές” με πρώτο και καλύτερο τον “πατέρα της ισραηλινής ανεξαρτησίας”, Δαβίδ Μπεν Γκουριόν) δήλωνε κατά καιρούς πως μέμφεται τον Μπεν Γκουριόν που «άφησε τη δουλειά στη μέση».
Ο Βαρσάβσκι, σε συνέντευξή του στο τέλος της επίθεσης στο Λίβανο που παραχώρησε στο Μανιφέστο και αναδημοσιεύει η Εποχή είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικός για τις σημερινές αντιστάσεις στο Ισραήλ σήμερα:«Και σήμερα το αντιπολεμικό κίνημα είναι δραστήριο, αλλά δυστυχώς είναι πολύ μειοψηφικό και δεν κατορθώνει να επιβάλλει την ηγεμονία του. Το περισσότερο που μπορεί να κινητοποιήσει είναι 5-6.000 άτομα. Στο εσωτερικό του, υπάρχουν δυνάμεις της αριστεράς ή της άκρας αριστεράς. Στην πλειονότητα τους πρόκειται για άτομα κάτω των 25 χρονών. Είναι όσοι τα τελευταία χρόνια κινήθηκαν κατά της κατοχής, που δεν πίστεψαν την προπαγάνδα σύμφωνα με την οποία η ειρηνευτική διαδικασία απέτυχε λόγω της “παλαιστινιακής τρομοκρατίας” […] Αλλά μεταξύ αυτής της γενιάς και της δικιάς μου, τη γενιά των αγωνιστών που είπαν όχι στον πόλεμο στο Λίβανο το ’82, μεσολαβεί ένα χάσμα γενεών. Το αντιπολεμικό κίνημα, που είχε κατορθώσει ν’ ακουστεί πραγματικά η φωνή του το ’82 και το ’88, στην πρώτη ιντιφάντα, σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος του στηρίζει επίσημα την πολιτική της κυβέρνησης: υποστηρίζει αυτόν που θεωρεί σαν πόλεμο για την άμυνα της πατρίδας. Αρχής γενομένης από την 11 Σεπτέμβρη, ακόμα και αυτή η συντριπτική πλειοψηφία της μετριοπαθούς αριστεράς αυτή που εσείς αποκαλείται κεντροαριστερά, πιστεύει ότι υπάρχει ένας πολιτισμός που απειλείται από τους βάρβαρους και πρέπει να τον υποστηρίξουμε. Πιστεύει ότι είναι η εμπροσθοφυλακή του πολιτισμού που βρίσκεται στο κέντρο του αραβικού κόσμου, το τελευταίο κάστρο ανάμεσα στη βαρβαρότητα».
Κλείνοντας τον κύκλο των υπαρξιακών διλημμάτων ο αριστερός σιωνισμός ξαναγυρνάει από εκεί που άρχισε, από εκεί που ποτέ δεν έφυγε: να υπερασπίζει το κάστρο του (ιμπεριαλιστικού) πολιτισμού ενάντια στην βαρβαρότητα (της εξέγερσης). Αυτό που διαχωρίζει το κίνημα που ηγούνταν «αυτοί που εσείς αποκαλείται κεντροαριστερά» με στο σημερινό κίνημα αντίστασης στο Ισραήλ είναι η άρνησή του να υποταχθεί στο σιωνισμό. Αγωνιστές που κράτησαν ψηλά τη σημαία κόντρα στο ρεύμα, άνθρωποι που όπως ο Βαρσάβσκι έχουν το σθένος να προχωρήσουν πέρα από την «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται». Στην ερώτηση του Μανιφέστο «μα δεν βλέπεται ότι υπάρχει μια στάση που σιγοντάρει αυτό το γεγονός [σ.σ. τη βία], από κάποια τμήματα του ριζοσπαστικού ισλαμισμού;» αυτός απαντάει: «Όχι, δεν πιστεύω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ακούω με ιδιαίτερη προσοχή τις ομιλίες του Νασράλα και διαπιστώνω ότι χαρακτηρίζονται από ηρεμία και μεγάλο αίσθημα ευθύνης: το τελείως αντίθετο από αυτό που γίνεται στη Δύση που ισχυρίζεται ότι είναι το προμαχώνας πολιτισμού ενώ από τους πόρους της δεν αποπνέει παρά μια φονταμενταλιστική ρητορική».
Δίπλα στην αντισιωνιστική αριστερά δημιουργείται και ένα άλλο ρεύμα που αντιπαλεύει το σιωνισμό από άλλη οπτική. Εκκινούμενο από θρησκευτικές ή φιλοσοφικές θέσεις αντιμάχεται το σιωνισμό διαβλέποντας πως υποθηκεύει μακροπρόθεσμα τον μέλλον του εβραϊσμού συνολικά. Πως συντείνει στην αναζωπύρωση του αντισημιτισμού και διαφθείρει την ίδια την ιδέα του εβραϊκού έθνους και πολιτισμού. Πράγματι, ένα τμήμα των εβραίων του Ισραήλ δυσανασχετεί να ζει σε ένα κλίμα στρατοπέδου σε διαρκή επιφυλακή με το δάχτυλο στη σκανδάλη και το φόβο των κατιούσα και των κομάντο αυτοκτονίας.
Έχουμε την αίσθηση ότι η κρίση που δημιούργησε η ήττα στο Λίβανο, θα πολλαπλασιάσει τα αδιέξοδα του σιωνισμού που δημιουργεί το ανυποχώρητο της παλαιστινιακής αντίστασης και η πάλη των αράβων σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αυτή η πόλωση φαίνεται πως οδηγεί στο ξεκαθάρισμα μέσα στις γραμμές του αντιπολεμικού κινήματος. Και ετούτο αποτελεί την μεγαλύτερη ελπίδα για το δυνάμωμα του επαναστατικού μαρξισμού, τη μοναδική ελπίδα, στη γη της Παλαιστίνης.
Η καταστροφή του κράτους του Ισραήλ
Η ιστορική θέση της πλειοψηφίας των τροτσκιστών για την Μέση Ανατολή είναι η καταστροφή του σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ και η δημιουργία ενός ενιαίου παλαιστινιακού κράτους, όπου άραβες και εβραίοι θα ζουν χωρίς φυλετικές ή θρησκευτικές διακρίσεις.
Γνώμονάς μας δεν είναι η επικράτηση μιας ιμπεριαλιστικής ειρήνης στην περιοχή, αλλά τα συμφέροντα των πιο εργατών και των φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας. Και αυτά προωθούνται μέσα από την καταστροφή του σιωνιστικού κράτους.
Ο πρώτος λόγος αφορά συνολικά στο ξεδίπλωμα της ταξικής πάλης στην περιοχή. Ένα κράτος – στρατός, που επιβιώνει μόνο με τις επιδοτήσεις του ιμπεριαλισμού θα είναι πάντα εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης των λαών της ευρύτερης περιοχής. Αυτός άλλωστε ήταν και είναι ο ρόλος του. Ο δεύτερος αφορά το δίκαιο αγώνα των αράβων παλαιστινίων. Η ύπαρξη αυτού του κράτους καταδικάζει έναν λαό στον ξεριζωμό στο απαρτχάιντ και στην εξαθλίωση. Ο τρίτος λόγος αφορά στη διάλυση των οργανικών δεσμών που δένουν την εβραϊκή εργατική τάξη με την αστική της τάξη και το κράτος της, σαν τον πρώτο και απαραίτητο όρο για την δική της απελευθέρωση.
Η κάμψη της παλαιστινιακής αντίστασης, η συνθηκολόγηση της ιστορικής ηγεσίας του Αραφάτ και της Φατάχ, η όξυνση της πόλωσης στην εποχή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, αλλά και η επιλογή μιας μεγάλης μερίδας της ευρωπαϊκής αριστεράς στο φλέρτ με την κεντροαριστερά είναι οι λόγοι που διάφορες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς αθέτησαν ανοιχτά ή ντροπαλά το σύνθημα της καταστροφής του κράτους του Ισραήλ, αντικαθιστώντας το με πιο “ρεαλιστικά” όπως η επιστροφή στα σύνορα του 67. Η αφίσα που καλούσε στην πρώτη συντονισμένη διαδήλωση ενάντια στην επίθεση στο Λίβανο, υπενθύμιζε πως οι περισσότεροι έλληνες αριστεροί ζητούν… επιστροφή στα σύνορα του 67! Μάλιστα, επικαλούνται γι αυτό την ίδια τη θέληση των παλαιστινίων. Τι ειρωνεία! Τέσσερις μέρες αργότερα η Ελευθεροτυπία δημοσίευε στα ψιλά μια δημοσκόπηση μεταξύ των παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη, όπου το 52% ζητούσε από τη Χαμάς να μην εγκαταλείψει τη θέση της για καταστροφή του κράτους του Ισραήλ, δηλαδή ένα ποσοστό σαφώς μεγαλύτερο από αυτό που έλαβε στις εκλογές από τη συγκεκριμένη περιοχή.
Ο στόχος των κομμουνιστών στην περιοχή δεν καθορίζεται από τις συγκυριακές ή όχι προτιμήσεις τμημάτων του παλαιστινιακού λαού ή της κατά καιρούς ηγεσίας του. Η μόνη πρόταση που εξυπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα και τη σοσιαλιστική προοπτική είναι στην κοινή πάλη των διεθνιστών εβραίων αριστερών σε ενιαίο μέτωπο δράσης με τον ένοπλο αγώνα της παλαιστινιακής αντίστασης με στόχο την καταστροφή του σιωνιστικού εποικοδομήματος.
Επίλογος
Σε ολόκληρο αυτό το αφιέρωμα επιλέξαμε συνειδητά να χρησιμοποιήσουμε πηγές αποκλειστικά εβραϊκές. Αυτό για να δείξουμε πως υπάρχουν -φυσικά- μέσα στον εβραϊκό λαό φωνές που αντιστέκονται στη σιωνιστική φρίκη. Με την ίδια λογική, αντί για επίλογο θα κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα με δυο αποσπάσματα από το έργο δυο μεγάλων εβραίων διανοητών. Ο πρώτος είναι ο Βαρσάβσκι, κάτοικος της Ιερουσαλήμ, παλαίμαχος αγωνιστής της άκρας αριστεράς και στέλεχος του αντιπολεμικού κινήματος.
«Η πολιτική του [του κράτους του Ισραήλ] μπορεί να είναι άλλοτε πιο μετριοπαθής, άλλοτε πιο επιθετική -ανάλογα με την αντικειμενική πραγματικότητα- όμως το τέρας που γέννησε ο σιωνισμός στην Αραβική Ανατολή δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση του γιατί αλλιώς θα εξαφανιστεί. Το κράτος του Ισραήλ δεν είναι δυνατόν να θέσει τέρμα στην επιθετικότητά του απέναντι στον παλαιστινιακό λαό για τον επιπλέον λόγο ότι δεν μπορεί να διακόψει τη συμμαχία του με τα ιμπεριαλιστικά και αντιδραστικά καθεστώτα. Τα καθεστώτα αυτά είναι για το σιωνιστικό κράτος η ίδια η ουσία του, ο λόγος της ύπαρξής του».
Το δεύτερο απόσπασμα ανήκει στον Φινκελστάιν, εβραίο πανεπιστημιακό, κάτοικο των ΗΠΑ, εξαιρετικό ιστορικό και ανειρήνευτο πολέμιο του σιωνισμού. Την πάλη του ενάντια στον σιωνισμό την θεωρεί, όπως ο ίδιος λέει, εκτός των άλλων και καθήκον απέναντι στους γονείς, που και οι δυο επέζησαν από το γκέτο της Βαρσοβίας και το Άουσβιτς.
«Το Ισραήλ είναι ένα παράνομο κράτος που ιδρύθηκε στη βάση ιστορικών ανακριβειών, που διέπεται από ανήθικες, ρατσιστικές αρχές και συντηρείται μέσω της εγκληματικής χρήσης ωμής στρατιωτικής βίας. Ο βασικός λόγος για τη χρονίζουσα αντιπαλότητα στην Μέση Ανατολή δεν εντοπίζεται στην πολιτική που ακολουθεί η εκάστοτε σιωνιστική ηγεσία, αλλά στην ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ αυτή καθεαυτή. Οι συγκρούσεις στην περιοχή ποτέ δεν θα καταλαγιάσουν όσο το Ισραήλ συνεχίζει να υπάρχει με τη σημερινή του μορφή. […] Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στο πνεύμα των Συμφωνιών δεν αποτελεί βιώσιμη λύση και η Χαμάς, η Ισλαμική Τζιχάντ και οι άλλες παλαιστινιακές αντιστασιακές οργανώσεις ορθώς πράττουν και δεν τις αποδέχονται. Φαίνεται λοιπόν πως ο πρόεδρος του Ιράν Αχμαντινετζάντ έχει δίκιο. Μόνο μια λύση υπάρχει για την Μέση Ανατολή και αυτή είναι η εξαφάνιση του Ισραήλ από τον χάρτη, είτε μέσω μιας αντίστροφης εβραϊκής μετανάστευσης προς την Αμερική ή την Ευρώπη, ή μέσα από την στρατιωτική ήττα και ολοκληρωτική καταστροφή του. Μόνο τότε οι εγγενείς αιτίες της σύγκρουσης στην Μέση Ανατολή θα εξαλειφθούν και η ειρήνη θα επικρατήσει στην περιοχή» .
Όσο για τους ίδιους τους εβραίους ίσως θα πρέπει να εμπνευστούν από το έργο που ο Ισαάκ Ντώυτσερ έγραψε μετά τον πόλεμο των 6 ημερών: “Ελπίζω ότι μαζί με άλλα έθνη, οι εβραίοι θα μάθουν τελικά -ή μάλλον θα επανακτήσουν τη συνείδηση- για την ανεπάρκεια του έθνους κράτους, και ότι θα βρουν τον δρόμο τους πίσω στην ηθική και πολιτική κληρονομιά που η μεγαλοφυΐα των εβραίων, που έχουν υπερβεί των εβραϊσμό (Σπινόζα, Μαρξ, Λούξεμπουργκ, Χάινε, Φρόυντ, Αϊνστάιν, Τρότσκι) μας έχει αφήσει – το μήνυμα της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης”. (Ισαάκ Ντόυτσερ, «Ο μη-εβραϊκός Εβραίος» σελ. 41)
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εργατική Εξουσία Νο93, Σεπτέμβρης 2006 και στην ιστοσελίδα του Κομμουνιστικού Συνδέσμου με τον τίτλο «Σιωνισμός: Η σοσιαλιστική προοπτική στην Παλαιστίνη περνά από την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...