Στις 17 Ιουνίου 1953 ανατολικογερμανοί εργάτες του κλάδου των κατασκευών, οι οικοδόμοι, ας πούμε, που απεργούσαν για μείωση του ύψους της παραγωγής, βρήκαν συμπαράσταση από πολλούς άλλους ανατολικοβερολινέζους. Ως το μεσημέρι το αίτημά τους είχε μεταλλαχτεί: παραίτηση της κυβέρνησης και ως το απόγευμα συγκεντρώσεις συμπαράστασης εκτυλίσσονταν σε περίπου 500 πόλεις και κωμοπόλεις της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τους αντιμετώπισαν με πάσα βιαιότητα περί τους 8.000 ανατολικογερμανοί αστυνομικοί επικουρούμενοι από 20.000 σοβιετικούς στρατιώτες.
Σ’αυτά τα γεγονότα αφιέρωσε ο Μπρεχτ το ολιγόστιχο αλλά μεστό ποίημα «Η λύση». Σ’ αυτά τα γεγονότα αναφερόταν και το τραγούδι των Alphaville Summer_in_Berlin, που ήταν απογορευμένο ως το 1990 στην Ανατολική Γερμανία.
Η λύση
Μετά από την εξέγερση της 17ης Ιουνίου
Ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
Έβαλε να μοιράσουν φυλλάδια στην λεωφόρο Στάλιν
Που έγραφαν ότι ο λαός
Είχε πλέον απωλέσει την εμπιστοσύνην της κυβερνήσεως
Και ότι μπορούσε να την επανακτήσει μόνον
Διπλασιάζοντας την εργασία. Μα δεν θα ήταν
Ευκολότερο σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση
Να διαλύσει τον λαό, και
Να εκλέξει άλλον;
Die Lösung
Nach dem Aufstand des 17. Juni
Ließ der Sekretär des Schriftstellerverbands
In der Stalinallee Flugblätter verteilen
Auf denen zu lesen war, daß das Volk
Das Vertrauen der Regierung verscherzt habe
Und es nur durch verdoppelte Arbeit
zurückerobern könne. Wäre es da
Nicht doch einfacher, die Regierung
Löste das Volk auf und
Wählte ein anderes?
Όσα ειρωνικά επισημαίνει ο Μπρεχτ για την κυβέρνηση της Λαοκρατικής Γερμανίας, δεν θα μπορούσαν να ισχύουν και για την χώρα μας, το καλοκαίρι του 2012; Ελπίζω μόνον να μη έχουμε το ισοδύναμο των σοβιετικών στρατιωτικών που έβαλαν σε τάξη έναν απείθαρχο λαό για λογαριασμό μιας πειθαρχημένης κυβέρνησης.
Ο αυταρχισμός είναι αυταρχισμός, όπως κι αν ονομάζει ο ίδιος τον εαυτό του, έτσι δεν είναι;
Η κατάσταση στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (Deutsche Demokratische Republik, DDR-ΛΔΓ) ήταν δύσκολη ήδη από την ανακήρυξή της στις 7 Οκτωβρίου 1949. Εκτός από την φυγή πολλών πολιτών προς το δυτικό τμήμα της Γερμανίας, που βρισκόταν υπό αμερικανικό, αγγλικό και
γαλλικό έλεγχο, οι οικονομικοί στόχοι της ήταν δυσανάλογα υψηλοί, το εμπορικό της ισοζύγιο με τις «αδελφές χώρες» του ανατολικού μπλοκ ελλειμματικό, και η σοβιετική υποστήριξη προς την ηγεσία της χώρας διόλου ομόθυμη.Τον Ιούλιο του 1952, οι ηγέτες της χώρας ανακοίνωσαν την είσοδό της στην φάση «της οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Έτσι, αυξήθηκαν οι περιορισμοί στην δράση των εκκλησιών, στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία και στην ελευθερία της έκφρασης των διανοούμενων.Με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, εντείνεται ο έλεγχος των δυτικών συνόρων. Ωστόσο, το Βερολίνο, χωρισμένο σε 4 τομείς κατοχής (αμερικανικό, αγγλικό, γαλλικό και σοβιετικό), παραμένει μια περιοχή ελεύθερης διακίνησης προσώπων, και όχι μόνον. Τον Ιανουάριο του 1953, ο Βάλτερ Ούλμπριχ (Walter Ulbricht) εξασφαλίζει την συμφωνία του Στάλιν επί της αρχή, για την ανάπτυξη μιας αστυνομικής δύναμης από Ανατολικογερμανούς και έργο τον καλύτερο έλεγχο του ανατολικού τμήματος του Βερολίνου, που βρίσκεται υπό σοβιετική κατοχή. Στις 10 και 11 Ιανουαρίου 1953, οι Σοβιετικοί κλείνουν ορισμένα περάσματα στο Βερολίνο. Στην αρχή Φεβρουαρίου, επιβάλλουν περιορισμούς στην κυκλοφορία.
γαλλικό έλεγχο, οι οικονομικοί στόχοι της ήταν δυσανάλογα υψηλοί, το εμπορικό της ισοζύγιο με τις «αδελφές χώρες» του ανατολικού μπλοκ ελλειμματικό, και η σοβιετική υποστήριξη προς την ηγεσία της χώρας διόλου ομόθυμη.Τον Ιούλιο του 1952, οι ηγέτες της χώρας ανακοίνωσαν την είσοδό της στην φάση «της οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Έτσι, αυξήθηκαν οι περιορισμοί στην δράση των εκκλησιών, στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία και στην ελευθερία της έκφρασης των διανοούμενων.Με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, εντείνεται ο έλεγχος των δυτικών συνόρων. Ωστόσο, το Βερολίνο, χωρισμένο σε 4 τομείς κατοχής (αμερικανικό, αγγλικό, γαλλικό και σοβιετικό), παραμένει μια περιοχή ελεύθερης διακίνησης προσώπων, και όχι μόνον. Τον Ιανουάριο του 1953, ο Βάλτερ Ούλμπριχ (Walter Ulbricht) εξασφαλίζει την συμφωνία του Στάλιν επί της αρχή, για την ανάπτυξη μιας αστυνομικής δύναμης από Ανατολικογερμανούς και έργο τον καλύτερο έλεγχο του ανατολικού τμήματος του Βερολίνου, που βρίσκεται υπό σοβιετική κατοχή. Στις 10 και 11 Ιανουαρίου 1953, οι Σοβιετικοί κλείνουν ορισμένα περάσματα στο Βερολίνο. Στην αρχή Φεβρουαρίου, επιβάλλουν περιορισμούς στην κυκλοφορία.
Μετά από τον θάνατο του Στάλιν, στις 5 Μαρτίου 1953, ο αρχηγός του Υπουργείου Εσωτερικών (και της κρατικής αστυνομίας) της ΕΣΣΔ, Λαβρέντι Μπέρια, ανακοινώνει αμνήστευση περίπου 1.000.000 σοβιετικών πολιτικών κρατουμένωνΗ στάση της σοβιετικής ηγεσίας γίνεται αμφίσημη και αντιφατική. Μετά βίας ανανεώνεται η υποστήριξη προς την ΛΔΓ, και η κριτική των Σοβιετικών προς τους Ανατολικογερμανούς είναι συχνά οξεία. Ο Μπέρια είναι από τους οξύτερους επικριτές: απειλεί την ανατολικογερμανική ηγεσία του Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht) με διακοπή της υποστήριξης από την ΕΣΣΔ, αν δεν φιλελευθεροποιηθεί το καθεστώς της ΛΔΓ, και πολύ περισσότερο αν αυτό σκληρύνει. Στην 13η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands, SED-ΕΣΚΓ), στις 12 και 13 Μαΐου 1953, ο Ούλμπριχτ παραμερίζει τον αντίπαλό του στην ηγεσία του κόμματος Φραντς Ντάλεμ (Franz Dahlem) κατηγορώντας τον για «πολιτική τυφλότητα έναντι της δράσης των πρακτόρων του ιμπεριαλισμού» και εξασφαλίζει την πλειοψηφία στην πρότασή του για αύξηση κατά 10% στις «νόρμες εργασίας», δηλαδή την αύξηση του έργου χωρίς αύξηση του μισθού.Στην αρχή του Ιουνίου, πρώτα ο Ούλμπριχτ, αργότερα και το Πολιτικό Γραφείο του ΕΣΚΓ, δέχονται πιέσεις από τις πολιτικές αρχές της χώρας για φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Στις 11 Ιουνίου 1953 το Πολιτικό Γραφείο αναγνωρίζει δημοσίως ότι «στο παρελθόν έγινε μια σειρά λαθών», αλλά δεν υποχωρεί στις νόρμες παραγωγικότητας. Φήμες στην ΛΔΓ φέρουν τον Ούλμπριχτ να έχει υποστεί αυστηρή κριτική από τις σοβιετικές αρχές. Κάποιοι μάλιστα ψυθιρίζουν ότι ο διόλου δημοφιλής Ούλμπριχτ θα αντικατασταθεί…Την ίδια περίοδο ξεσπούν μια σειρά εργατικών κινητοποιήσεων στην γειτονική Τσεχοσλοβακία, ιδίως στην πολεμική βιομηχανία Σκόντα. Οι απεργοί διαδηλωτές καίνε πορτρέτα του Στάλιν και του Κλέμεντ Γκότβαλντ, ανεμίζουν την αμερικανική σημαία. Γίνονται πολλές συλλήψεις.
Η απόφαση να αυξηθούν οι νόρμες παραγωγικότητας ελήφθη ενόσω η χώρα βίωνε μια μεγάλη οικονομική κρίση. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των στρατιωτικών εξοπλισμών στον οποίον επιδιδόταν η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, η ηγεσία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχε αυξήσει εμμέσως ή αμέσως τις δαπάνες για στρατιωτικές δαπάνες στο 11% του εθνικού προϋπολογισμού για το 1952. Αθροίζοντας σε αυτό το 11% τις πολεμικές αποζημιώσεις για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το σύνολο τέτοιων εκροών ανερχόταν στο 20% του εθνικού προϋπολογισμού. Η οικονομική πολιτική του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας προέτασσε την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας έναντι της παραγωγής τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών. Ο συνδυασμός των δύο προηγούμενων δαπανών εθεωρείτο ανελαστικός, έτσι παρατεινόταν η ανεπάρκεια ανεφοδιασμού του κοινού με αγαθά. Κατά την περίοδο της αιχμής, διακοπτόταν η τροφοδοσία σε ηλεκτρικό ρεύμα προς επιλεγμένα εργοστάσια και δημόσια κτίρια από το σούρουπο και ως την αυγή της επόμενης ημέρας. Στα προηγούμενα πρέπει να αθροίσουμε και την δραματική αύξηση της εξόδου πολλών, ιδίως επιστημόνων στο πρώτο μισό του 1953, καθώς και την αύξηση των διώξεων σε βάρος των πλέον δραστήριων μελών της προτεσταντικής εκκλησία;: συλλήψεις μελών της Χριστιανικής Ένωσης Νέων (Junge Gemeinde), νεαρών παστόρων (π.χ. των Γιοχάνες Χάμελ και Φριτς Χόφμαν (Johannes Hamel, Fritz Hoffmann)), κλείσιμο των εκκλησιαστικών εντευκτηρίων, αποβολές μαθητών, κλπ.
—– *** —–
Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση να αυξηθούν οι νόρμες παραγωγής ή με την διατύπωση των δυτικών ΜΜΕ «περισσότερη εργασία για τον ίδιο μισθό», έγινε αισθητή από πολλούς ως ανοιχτή πρόκληση, που θα οδηγούσε σε χειροτέρευση του επιπέδου ζωής. Η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες με ένα πακέτο αλλαγών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν υψηλότεροι φόροι, αυξημένες τιμές, και — το σημαντικότερα — αύξηση του πλάνου παραγωγικότητας κατά 10%. Αυτές οι αλλαγές τέθηκαν σε ισχύ την 30ή Ιουνίου 1953, στα εξηκοστά γενέθλια του Ούλμπριχ. Προηγουμένως τα μέτρα είχαν διατυπωθεί ως πρόταση προς τα συνδικάτα, στην πραγματικότητα όμως ήταν εντολές για τις κρατικές επιχειρήσεις (volkseigene Betriebe). Αν οι εργαζόμενοι δεν έφταναν τις νέες νόρμες παραγωγής, θα είχαν μείωση τιμών. Εντέλει, εγκρίθηκαν σε συνελεύσεις των συνδικάτων στις 13 και 14 Μαΐου 1953, και επικυρώθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο στις 28 Μαΐου.Στις αρχές Ιουνίου, η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να ανησυχεί από αναφορές για κοινωνική αναταραχή, και ο Ούλμπριχ κλήθηκε στην Μόσχα. Ο Γκεόργκι Μαλένκοφ τον προειδοποίησε ότι, αν οι σχετικές πολιτικές αποφάσεις δεν άλλαζαν, θα υπήρχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην κοινωνία.Στις 16 Ιουνίου 1953, 300 οικοδόμοι στο ανατολικό Βερολίνο άρχισαν απεργία, όταν οι προϊστάμενοί τους τους ανακοίνωσαν περικοπή μισθού αν δεν έπιαναν τις νέες νόρμες παραγωγής.
Ο αριθμός των απεργών άρχισε να διογκώνεται, και υπήρξε πρόσκληση σε διαδηλώσεις για την επομένη. Ο ραδιοσταθμός του δυτικού Βερολίνου, που είχε την έδρα του στον αμερικανικό τομέα, μετέδωσε τις ειδήσεις και συνέβαλε στην κινητοποίηση και άλλων εργαζομένων σε άλλες περιοχές της ανατολικής Γερμανίας.Την νύχτα της 16ης και το πρωί της 17ης Ιουνίου 1953, τα νέα για την κινητοποίηση εργαζομένων στο ανατολικό Βερολίνο μεταδόθηκαν από το δυτικό ραδιόφωνο και από στόμα σε στόμα σε όλη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Ενώ ομάδες εργαζομένων κινούνταν προς το κέντρο του Βερολίνου το πρωί της 17ης Ιουνίου, έβρισκαν μπροστά τους δυνάμεις ασφαλείας της ΛΔΓ, αρχικά της Στρατωνισμένης Λαϊκής Αστυνομίας (Kasernierte Volkspolizei, KVP-ΣΛΑ), οι οποίες πάντως μη έχοντας ακριβείς οδηγίες, αρχικά δεν παρενέβαιναν. Οι αστυνομικοί, μαζί με μέλη του ΕΣΚΓ και στελέχη της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (Freie Deutsche Jugend, FDJ-ΕΓΝ) προσπάθησαν – χωρίς αποτέλεσμα – να πείσουν τους εγαζόμενους να επιστρέψουν στις δουλειές και στα σπίτια τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει τους διαδηλωτές, αλλά αναγκάστηκε γρήγορα να αναδιπλωθεί. Εντωμεταξύ, σοβιετικά στρατεύματα άρχισαν να κινούνται από τα περίχωρα του Βερολίνου προς την πόλη.Από όλες τις γειτονιές του Βερολίνου και από τα προάστια, μικρές ή μεγάλες ομάδες Γερμανών άρχισαν να συρρέουν στο κέντρο, πολλοί με το τραμ και το μετρό. Καθώς ο αριθμός των διαδηλωτών ολοένα αύξαινε, ένα αίσθημα αλληλεγγύης άρχισε να διαπερνά το πλήθος. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, αυτοκίνητα με μεγάφωνα και ποδηλάτες άρχισαν να βοηθούν την επικοινωνία των ομάδων διαδηλωτών που πεζοί πορεύονταν από τις πιο απομακρυσμένες γειτονιές προς το κέντρο. Σε αυτοσχέδια πλακάτ και αφίσες οι διαδηλωτές ζητούσαν περικοπή στις νόρμες παραγωγής, μείωση τιμών, απελευθέρωση των κρατουμένων που είχαν συλληφθεί την προηγούμενη ημέρα, ακόμη και εκλογές σε ολόκληρη την Γερμανία.Ως τις 9 το πρωί, περίπου 25.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί εμπρός από το Μέγαρο του Υπουργικού Συμβουλίου, και δεκάδες χιλιάδες βρίσκονταν καθ’ οδόν προς το κέντρο. Μεταξύ 10 και 11 π.μ., περίπου 80-100 διαδηλωτές είχαν μπει στο κυβερνητικό κτίριο, φανερώνοντας ότι τα περίπου 500 μέλη της ΣΛΑ και της Κρατικής Ασφαλείας δεν ήταν επαρκής δύναμη για την αναχαίτιση των διαδηλωτών. Μόνον η εμφάνιση των σοβιετικών τροχοφόρων, και αργότερα των αρμάτων μάχης, φάνηκε ότι μπορούσε να αποτρέψει την πλήρη κατάληψη της έδρας της κυβέρνησης. Σε μία ώρα οι σοβιετικοί στρατιώτες είχαν εκκενώσει και είχαν δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας γύρω από την έδρα της κυβέρνησης. Ωστόσο, οι συμπλοκές ανάμεσα σε διαδηλωτές και στις σοβιετικές δυνάμεις, εξακολούθησαν όλο το απόγευμα και το βράδυ της 17ης Ιουνίου. Αυτόπτες μάρτυρε ανέφεραν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι Σοβιετικοί άνοιξαν πυρ.Τα αρχικά αιτήματα των διαδηλωτών, όπως η επάνοδος στις προηγούμενες χαμηλότερες νόρμες παραγωγικότητας, μετατράπηκαν σε πολιτικά αιτήματα. Στελέχη του ΕΣΚΓ βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν να διαξιφίζονται, να στήνουν πηγαδάκια, με μικρές ομάδες ανθρώπων που υιοθετούσαν τα αιτήματα των διαδηλωτών. Εντέλει, οι εργαζόμενοι ζήτησαν την παραίτηση της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση από την πλευρά της αποφάσισε να καταστείλει την εξέγερση, και στράφηκε στην Σοβιετική Ένωση με το αίτημα της στρατιωτικής βοήθειας. Συνολικά, περί τους 20.000 σοβιετικοί στρατιώτες, και 8.000 μέλη της ΣΛΑ χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της εξέγερση στην χώραΣο Βερολίνο, οι μεγαλύτερες συγκρούσεις έγιναν κατά μήκος της Λεωφόρου Υπό τας Φιλύρας, ανάμεσα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου και την Πλατεία Μαρξ-Ένγκελς , όπου Σοβιετικοί και ΣΛΑ άνοιξαν πυρ, και γύρω από την Πλατεία Πότσνταμ, όπου υπήρξαν θύματα.
Αγνοούμε αν και πόσοι σκοτώθηκαν από αυτά τα πυρά, ή πόσοι καταδικάστηκαν σε θάνατο μετά την καταστολή, πάντως ο αριθμός τους, κατά τους διαδηλωτές, κυμαίνεται από 55 ως 127. Πηγές της τότε Δυτικής Γερμανίας ανέβαζαν τους νεκρούς σς 513, εκ των οποίων 116 ήταν «αξιωματούχοι του καθεστώτος του ΕΣΚΓ», 106 καταδικάστηκαν σε ποινή θανάτου και εκτελέστηκαν, 1.838 τραυματίστηκαν, και 5.100 συνελήφθησαν (1.200 από τους οποίους καταδικάστηκαν αργότερα σε ποινές φυλάκισης ως και 5 ετών). Λέγεται, επίσης, ότι 17 με 18 σοβιετικοί στρατιώτες εκτελέστηκαν επί τόπου, επειδή αρνήθηκαν να πυροβολήσουν γερμανούς διαδηλωτές, αλλά αυτοί οι αριθμοί χρειάζονται επιβεβαίωση, καθώς δόθηκαν στην δημοσιότητα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η ανατολικογερμανική ηγεσία, κινητοποιήθηκε από τις 10 π.μ. της 17ης Ιουνίου: τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΕΣΚΓ συναντήθηκα στο Ανάκτορο της Ενότητας. Περί τις 10:30 π.μ. ο σοβιετικός πρεσβευτής Σεμιόνοφ, ανήσυχος για την αυξανόμενη ένταση στο κέντρο, τους υπέδειξε να μετακινηθούν στο αρχηγείο των σοβιετικών στο Κάρλσχορστ, από όπου έφυγαν για τις σημαντικότερες πόλεις της ΛΔΓ, για να παρατηρήσουν από κοντά την κατάσταση και για να συμβάλουν στη διασφάλιση του ελέγχου της ΛΔΓ. Οι Ούλμπριχ, Γκρότεβολ, Τσάισερ και Χέρνσταντ παρέμειναν στο αρχηγείο της Ύπατης Σοβιετικής Επιτροπής. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Ρούντολφ Χέρνσταντ, σε κάποια στιγμή ο Σεμιόνοφ μιλώντας τους για το πού βρίσκεται η κατάσταση, τους είπε «Ο ραδιοσταθμός του Αμερικανικού Τομέα μεταδίδει ότι δεν υπάρχει πλέον κυβέρνηση στην ΛΔΓ», για να προσθέσει σε λίγο «Εντάξει, είναι σχεδόν αλήθεια».
Το Πολιτικό Γραφείο δεν συνεδρίασε πριν από τις 20 Ιουνίου στην έδρα του στο Βερολίνο. Στην απογευματινή συνεδρίαση εκείνης της ημέρας τα μέλη του αντάλλαξαν εντυπώσεις από τα γεγονότα, όπως τα είχαν ζήσει στις διάφορες πόλεις όπου βρέθηκαν. Στα πρακτικά καταχωρήθηκε ότι «Ενόψει των επίμονων προσπαθειών που καταβάλλου φασίστες προβοκάτορες και της νοοτροπίας του περίμενε-και-βλέπουμε που υιοθέτησε μέρος του πληθυσμού, το Πολιτικό Γραφείο δεν θεωρεί επωφελή την άρση του στρατιωτικού νόμου». Η ηγεσία βιάστηκε να δηλώσει, ωστόσο, ότι «η απόφαση ήταν προνόμιο των υπεύθυνων σοβιετικών αρχών» και ότι «υπέρτερα διεθνή ενδιαφέροντα ενδέχεται να οδηγήσουν σε άρση του στρατιωτικού νόμου το συντομότερο δυνατόν». Το Πολιτικό Γραφείο συνειδητοποιώντας ότι η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στην ΛΔΓ έφερνε τους Σοβιετικούς σε δύσκολη θέση στην διεθνή σκηνή, αποφάσισε να ζητήσει από την Μόσχα να μη άρει άμεσα «τα μέτρα εκείνα που εμποδίζουν την είσοδο φασιστών συμμοριών από το Δυτικό Βερολίνο», αν και όταν έπαυε η ισχύς του στρατιωτικού νόμου. Τέλος, το Πολιτικό Γραφείο — και εδώ φαίνεται ότι κατανόησε τους σημαντικότερους λόγους της εξέγερσης — ανακοίνωσε πρόσθετα μέτρα για την αύξηση της διαθεσιμότητας καταναλωτικών αγαθών, την αύξηση των σχετικών πρώτων υλών, και της αύξηση της παραγωγής ειδών διατροφής σε χαμηλές τιμές. Δεν υποχώρησε, όμως, από τις θέσεις του για την αύξηση στις νόρμες παραγωγικότητας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...