Του Aleksander Buzgalin, καθηγητή στο κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας και συντονιστή του κοινωνικού κινήματος «Εναλλακτικές», μέλος της οργανωτικής επιτροπής του 2ου Ρωσσικού κοινωνικού φόρουμ
Μια τραγωδία μετατρέπεται σε φάρσα; Ή μια φάρσα σε τραγωδία;
Η Ουκρανία βρίθει αντιφάσεων. Για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια το Κίεβο έγινε η σκηνή δράσεων μαζικής διαμαρτυρίας και συγκρούσεων με τις αρχές. Αλλά τα γεγονότα στα τέλη του φθινοπώρου του 2013 είναι μόνο επιφανειακά όμοια με εκείνα του 2004. Η κατάσταση έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη.
Το 2004, η κύρια δύναμη στη Μαϊντάν (πλατεία Ανεξαρτησίας) αποτελούνταν από τους ανθρώπους που είχαν κουραστεί από την αυθαίρετη και περιφρονητική συμπεριφορά της κυβερνώσας πολιτικο-οικονομικής ελίτ. Οι εθνικιστικές ομάδες και τα παρόμοια δεν ήταν ίσως λιγότερο ισχυρές το 2004 από ό,τι το 2013, αλλά το κύριο πράγμα, τότε ήταν η μαζική αγανάκτηση του πληθυσμού. Περαιτέρω, η επιλογή που τέθηκε το 2004 δεν ήταν μόνο γεωπολιτική (αν θα ενταχθούν στην Ευρώπη ή θα ευθυγραμμιστούν με τη Ρωσία), αλλά και κοινωνικο-πολιτική, επίσης - μεταξύ ημών, των πολιτών, και αυτών, των παρασίτων..
Η κατάσταση στη Μαϊντάν τώρα είναι διαφορετική από πολλές απόψεις. Η γενική δυσαρέσκεια απέναντι στον παρασιτισμό των αρχών παραμένει, αλλά αυτό που είναι τώρα στο προσκήνιο είναι αποτέλεσμα προσεκτικά μελετημένης οργάνωσης εκ μέρους των φιλο-δυτικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Ενώ το 2004 οι παρασκηνιακοί παράγοντες δίσταζαν ακόμη να εμφανιστούν ανοιχτά, έχουν πλέον μεταφερθεί ξεδιάντροπα στο προσκήνιο. Και υπάρχει και μια άλλη, πολύ σημαντική πτυχή: το 2013 οι εθνικιστικές και φιλο-φασιστικές οργανώσεις μαζεύτηκαν στη Μαϊντάν σε τέτοια δυναμικότητα που προσεγγίζει εκείνη της κύριας, αποτελεσματικά οργανωμένης δύναμης της «διαμαρτυρίας» (ακριβώς έτσι, σε εισαγωγικά).
Στην ουσία, η κατάσταση έχει γίνει πλέον πολυδιάστατη, και η ανάλυσή της είναι επομένως ακόμα πιο σημαντική. Οι αντιφάσεις που σπαράσσουν την Ουκρανία πρέπει να γίνουν κατανοητές, όχι απλώς από την παλιομοδίτικη γεωπολιτική άποψη, αλλά και με όρους των κοινωνικο-οικονομικών, των πολιτικο-ιδεολογικών και των πολιτιστικο-ιστορικών τους διαστάσεων.
Εξ ου και, η κύρια θέση του κειμένου αυτού: ακριβώς όπως και στο παρελθόν, η σύγχρονη Ουκρανία αντιπροσωπεύει τη διασταύρωση βαθιών αντιφάσεων, και όχι απλώς τις αντιφάσεις της ίδιας της Ουκρανίας.
Η Ουκρανία αποτελείται από εργάτες χαλυβουργίας και από «πλαγκτόν γραφείου», από εκπαιδευτικούς και αγρότες, από ιδιοκτήτες εταιρειών παροχής υπηρεσιών και ολιγάρχες, με τους τελευταίους να χωρίζονται σε διάφορες «φυλές». Η χώρα έχει φιλοδυτικά, φιλο-ρωσικά και «ανεξάρτητα» συνδικάτα και δημόσιους οργανισμούς. Αυτοί οι τελευταίοι αποτελούνται κυρίως από κυνικά πραγματιστικά κοινοβουλευτικά κόμματα που προσεγγίζουν το ζήτημα της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω απ 'όλα μέσα από το πρίσμα των εκλογικών προκλήσεων που βρίσκουν μπροστά τους. Η Ουκρανία είναι επίσης πρώτα ένας ουκρανόφωνος πληθυσμός και ένας κυρίως ρωσόφωνος πληθυσμός. Τέλος, η Ουκρανία αντιπροσωπεύει αιώνες πολέμων ενάντια σε ,αλλά και ενσωμάτωσης με, την Πολωνία και την Λιθουανία. Είναι 450 χρόνια ενοποίησης με τη Ρωσία και αιώνες καταπίεσης από τη ρωσική αυτοκρατορία. Είναι ο ηρωισμός των αντιφασιστών ανταρτών και τα εγκλήματα των Μπαντεριστών υποστηρικτών του φασισμού.
Από όλα αυτά πηγάζουν και οι βαθιές, θεμελιώδεις αντιθέσεις της ουκρανικής κοινωνίας, ιστορικά καθορισμένες και υπό τους όρους των κοινωνικών και ταξικών παραγόντων. Οι αντιφάσεις είναι πολυδιάστατες: ιστορικο-πολιτιστικές, πολιτικο-ιδεολογικές, ρεαλιστικο-οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις διασταυρώνονται τώρα για άλλη μια φορά στη Μαϊντάν.
Υπάρχει και κάτι ακόμη που δεν πρέπει να ξεχαστεί: Η Ουκρανία είναι επίσης η ενότητα, ταυτόχρονα συγκεκριμένη και καθολική, των λαών της, της ιστορίας της και του πολιτισμού της. Αυτή είναι η "Ουκρανία", δηλαδή μια ορισμένη ακεραιότητα, μια ολότητα, με ένα γενικό εθνικό συμφέρον ειρήνης.
Μέσα από το πρίσμα αυτών των θεμάτων μπορούμε και πρέπει να αναλύσουμε το ζήτημα της ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρώπη. Αλλά πρώτα, λίγα λόγια για το διεθνές πλαίσιο, τη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ρωσία: παραδόσεις φιλίας μεταξύ των λαών και αυξανόμενος σοβινισμός, στόχοι κοινωνικής απελευθέρωσης και αρπακτικότητα του ολιγαρχικού κεφαλαίου ... Επιτρέψτε μου ευθύς εξ αρχής να πω: για μένα, το Χάρκοβο, το Κίεβο και το Λβοβ, ο Δνείπερος, τα Καρπάθια και η Κριμαία, είναι αναπόσπαστα μέρη της πατρίδας μου, της Σοβιετικής Ένωσης. Μεγάλωσα και έζησα σε αυτό το χώρο, στον οποίο είχα φίλους παντού. Αλλά και μεγάλωσα με την κατανόηση ότι η πατρίδα μου, η Σοβιετική Ένωση, ήταν διαποτισμένη από βαθιές αντιφάσεις, οι οποίες ήταν ικανές να την καταστρέψουν και που στο τέλος το έκαναν. Μπορώ να πω το ίδιο και για τη σύγχρονη Ρωσία: αυτή είναι η χώρα μου, το πιο σημαντικό μέρος της πατρίδας μου. Την αγαπώ ειλικρινά, αλλά ακριβώς γι' αυτό το λόγο είμαι απρόθυμος να κλείσω τα μάτια μου, στο γεγονός ότι στη σύγχρονη Ρωσία επικρατούν, ως επί το πλείστον, αντιδραστικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις.
Πιο συγκεκριμένα, η σύγχρονη Ρωσία εξακολουθεί να διατηρεί ένα τεράστιο ιστορικό δυναμικό σε όρους πολιτισμού, επιστήμης και παιδείας. Σε αυτή τη χώρα, πολλές κοινωνιολογικές έρευνες δείχνουν, ότι η πλειοψηφία των πολιτών εξακολουθεί να ενστερνίζεται τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λαϊκής εξουσίας. Μέχρι τώρα, και παρά τις έντονες εσωτερικές αντιφάσεις και τον αυξανόμενο εθνικισμό, ο λαός μας στην πλειοψηφία τους έχουν κρατήσει τον προσανατολισμό τους προς τη φιλία και την ισότητα των σχέσεων με τους λαούς των άλλων χωρών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους λαούς χωρών όπως η Ουκρανία, όταν γονείς και παιδιά πολέμησαν μαζί ενάντια στο φασισμό, και οι λαοί μας ενώθηκαν επί αιώνες για την οικοδόμηση ενός ενιαίου κοινωνικο-πολιτισμικού χώρου στον οποίο κανείς δεν σκέφτηκε ιδιαίτερα να ρωτήσει αν κάποιος σαν, για παράδειγμα, το συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ θα πρέπει να θεωρείται Ουκρανός ή Ρώσος.
Από αυτό πηγάζει η ισχυρή τάση συνένωσης των λαών της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Τονίζω - όχι μόνο των Ουκρανών και των Ρώσων˙ οι χώρες μας είναι πολυεθνικές, και η κατανόηση αυτού του γεγονότος είναι θεμελιώδους σημασίας. Από αυτό πηγάζει και ο αναμφισβήτητα προοδευτικός και παραγωγικός χαρακτήρας, της όλο και πιο βαθιάς συνεργασίας μας, η εξαιρετικά στενή πολιτισμική μας συνένωση, που επέτρεψε σε κάθε μία από τις χώρες μας την ανάπτυξη και τη διάδοση του πολιτισμού της πληρέστερα και πλατύτερα όχι μόνο στο δικό της έδαφος, αλλά και σε αυτό του γείτονά της. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Ρωσία θα ζήσει άσχημα και με δυσκολία, χωρίς την πολιτιστική κληρονομιά της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης και της εκλεπτυσμένης ευρωπαϊκής κληρονομιάς της δυτικής Ουκρανίας. Η ουκρανική γλώσσα, τα ποιήματα και θεατρικά έργα του Λέσια Ουκράινκα, οι βραδιές του Γκόγκολ σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Ντικάνκα, οι γκρεμοί που δεσπόζουν του Δνείπερου, του παλιού Λβοβ και των λεωφόρων του Χάρκοβου είναι όλα μέρος του κοινού πολιτισμικού μας κόσμου.
Όμως, η σύγχρονη Ρωσία είναι επίσης ο σοβινισμός της μεγάλης δύναμης που τροφοδοτείται από το βάρβαρο καπιταλισμό της χώρας, καθώς επίσης και η ακόμα κυρίαρχη ελίτ της Ρωσίας. Από την άποψη αυτή τα πάντα είναι πολύ πιο περίπλοκα και δύσκολα, και μάλιστα, χειρότερα. Για τους ρώσους ολιγάρχες η Ουκρανία αποτελεί πάνω απ' όλα ένα νέο έδαφος στο οποίο μπορούν να εφαρμόσουν τις ίδιες πολιτικές παρασιτισμού πάνω στον φυσικό πλούτο και την φθηνή εργατική δύναμη, όπως και στη Ρωσία. Για τους λαούς της Ουκρανίας, η «παράλογη και ανελέητη» ρωσική επιχείρηση θα τους φέρει το ίδιο που έφερε και στη δική μας χώρα: ένα μείγμα σκληρής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ημι-φεουδαρχική δικτατορία.
Το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και για τη δική μας δεσπόζουσα «πολιτική τάξη» Η Ρωσία σήμερα κυβερνάται από μια διεφθαρμένη γραφειοκρατία συνυφασμένη με τις πρώτες ύλες και την χρηματιστική ολιγαρχία συν τα αφεντικά του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος. Τα πραγματικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των Ρώσων απέχουν παρασάγκας από ό,τι θα αντιστοιχούσε προς τα πρότυπα ενός δημοκρατικού κράτους, και τα δικαιώματα των ανεξάρτητων συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Ένας σημαντικός παράγοντας στη ρωσική πολιτική ζωή είναι τα μεγαλοκρατικά -εθνικιστικά αισθήματα διαφόρων προσώπων στους κυβερνητικούς κύκλους της χώρας.
Το γεγονός αυτό καθιστά την σημερινή άρχουσα τάξη της Ρωσίας έναν εξαιρετικά προβληματικό εταίρο για συνένωση, για να το θέσουμε ήπια. Η οικονομική και πολιτική συνένωση με αυτή τη Ρωσία δεν θα έκανε τίποτα περισσότερο από το να παράσχει τη βάση για την ενίσχυση της φιλο-ρωσικής ολιγαρχίας και της φιλο-ρωσικής πολιτική ελίτ στην Ουκρανία. Οι λαοί της Ουκρανίας αφενός θα αποκτούσαν σχετικά φθηνούς πόρους για τους πολίτες της χώρας και την παραγωγή, μαζί με τη διατήρηση (και ίσως ενδεχόμενη ανάπτυξη) της βαριάς βιομηχανίας και του βιομηχανικού προλεταριάτου, και μαζί τις μεγάλες αγορές των χωρών της τελωνειακής ένωσης . Εν τω μεταξύ, θα αποκτούσαν επίσης τη διατήρηση και την ενίσχυση των πρωτόγονων-καπιταλιστικών μορφών εκμετάλλευσης και της ημι-φεουδαρχικής εκμετάλλευσης των εργατών, μαζί με τις πατερναλιστικές-γραφειοκρατικές τάσεις στον κρατικό μηχανισμό και τον κίνδυνο της γεωπολιτικής επικυριαρχίας από τη ρωσική γραφειοκρατία. Όταν λογαριαστεί το ισοζύγιο των δύο αυτών πλευρών, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ότι ελάχιστα πράγματα θα είχαν αλλάξει για τους περισσότερους ουκρανούς πολίτες. Τι γίνεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση: επιτεύγματα και εγκλήματα. Ή, τι θα μπορούσε να δώσει στην Ουκρανία η ένταξη στην ΕΕ ;
Το πρώτο σημείο που πρέπει να γίνει προφανές: τα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πραγματικά και είναι γνωστά σε όλους. Αν, δηλαδή, μιλάμε για το «κέντρο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εδώ, παρ' όλες τις σημερινές δυσκολίες, πάρα πολλές θετικές πτυχές παραμένουν. Αν εξετάζουμε τη Βόρεια Ευρώπη, το λεγόμενο «Σκανδιναβικό» μοντέλο που εφαρμόζεται εκεί έχει πραγματικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τα συστήματα που επικρατούν στη Ρωσία και την Ουκρανία. Πάνω απ' όλα είναι ο υψηλός βαθμός κοινωνικοποίησης της οικονομίας. Οι χώρες αυτές διαθέτουν ένα προοδευτικό φόρο εισοδήματος, γενναιόδωρες παροχές κοινωνικής πρόνοιας, κυρίως την ελεύθερη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τον πολιτισμό, καθώς και ισχυρά, ενεργά συνδικάτα. Έχουν χαμηλά επίπεδα κοινωνικής διαφοροποίησης (με ένα χάσμα 6-7 φορές μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων δεκατημορίων του πληθυσμού, δηλαδή, λιγότερο από το μισό του ίδιου δείκτη των χωρών μας) και γνήσια δικαιώματα για τα θεσμικά όργανα της κοινωνίας των πολιτών.
Αναμειγμένο με αυτό το βαρέλι σοσιαλδημοκρατικού μελιού, ωστόσο, είναι μια κουταλιά πίσσα. Περισσότερες από μία, στην πραγματικότητα. Τα εντυπωσιακά κοινωνικά αποτελέσματα σε αυτές τις χώρες, επιτεύχθηκαν για πρώτη φορά πριν από πολλές δεκαετίες και μετά, η διαδικασία ... σταμάτησε. Εν τω μεταξύ, μια σοσιαλδημοκρατική τάση, όπως ένα ποδήλατο, δεν μπορεί να σταθεί˙ πρέπει να συνεχίσει να κινείται προς τα εμπρός. Εάν γίνει προσπάθεια να σταματήσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, αν οι μετασχηματισμοί παγώσουν μεσοδρομίς, η κοινωνία θα καταλήξει σε μια κατάσταση στασιμότητας, κοινωνικής και πνευματικής αδράνειας. Αυτά είναι τα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δεύτερο σημείο - τα εγκλήματα της ΕΕ - μπορεί να φαίνεται σαν μια τραβηγμένη ιδεολογική επιτήδευση από τους εχθρούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της δημοκρατίας.
Όμως.
Όπως και στην περίπτωση της κυρίαρχης ελίτ της Ρωσίας, στην ανάλυσή μας της ΕΕ, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στα επιτεύγματα των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών, αφενός, και στις πολιτικές που εφαρμόζονται από τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές εταιρείες και κυβερνήσεις των κρατών μελών του ΝΑΤΟ αφετέρου. Με τα επιτεύγματα των πολιτών, έχουμε κατά νου, πάνω απ' όλα τα επιτεύγματα των εργατών, των συνδικάτων τους, των αριστερών και κεντρο-αριστερών κομμάτων κοινωνικών κινημάτων και μη κυβερνητικών οργανώσεων, των οποίων η ενεργή πάλη για περισσότερο από έναν αιώνα για κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα απέδωσε αναντίρρητα αποτελέσματα. Όταν το ερώτημα τίθεται κατ' αυτόν τον τρόπο καθίσταται αμέσως σαφές ότι οι κυβερνήσεις του ΝΑΤΟ, ως «δρώντες παράγοντες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι υπεύθυνες για το θάνατο χιλιάδων ειρηνικών πολιτών της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Δεν είναι μόνο αυτό˙ είναι επίσης υπεύθυνες για την οικονομική κρίση που από το 2008 έπληξε σχεδόν όλους τους λαούς του κόσμου, για τη μαζική ανεργία στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, κλπ., κλπ.
Το πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σημαίνει ότι οι ουκρανοί πολίτες στο ορατό μέλλον, θα ζουν με τον ίδιο τρόπο όπως και οι πολίτες της Γερμανίας ή της Αυστρίας. Όπως και ο κόσμος σαν όλο, έτσι και η Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίζεται σε πλούσιες και φτωχές περιοχές. Στη μία πλευρά αυτής της διαίρεσης βρίσκονται οι «πατρίδες» των ευρωπαϊκών πολυεθνικών, οι χώρες που συγκεντρώνουν στα χέρια τους τις μεγάλες μάζες του κεφαλαίου και τις περισσότερες από τις καινοτόμες τεχνολογίες, μαζί με τις εξαιρετικά πολύτιμες προσομοιώσεις που διατρέχουν όλη τη γκάμα από μάρκες προϊόντων μέχρι κάθε είδους σκουπίδι της μαζικής κουλτούρας και των μέσων . Από την άλλη πλευρά είναι οι χώρες όπου συγκεντρώνεται η φτηνή (για τα ευρωπαϊκά πρότυπα) εργατική δύναμη, μαζί με τις βιομηχανίες πρώτων υλών, τις ρυπογόνες διεργασίες, τα εργοστάσια συναρμολόγησης, και πληθυσμοί έτοιμοι να εργαστούν για 12 έως 14 ώρες υπό πίεση, χωρίς ρεπό, προκειμένου να συμμετάσχουν στον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής». Η κοινωνική διαφοροποίηση εντός της ΕΕ, αν συγκρίνουμε το πλουσιότερο δεκατημόριο προς το φτωχότερο σε όλες τις χώρες της κοινότητας, προκύπτει περίπου η ίδια όπως στη Ρωσία και την Ουκρανία ...
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι εάν η Ουκρανία ακολουθήσει την οδό της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πέσει στην κατηγορία της φτωχής περιφέρειας. Κανείς, αυστηρά μιλώντας, δεν το αμφισβητεί αυτό. Απλά οι φιλοευρωπαϊκοί κύκλοι στην Ουκρανία το «ξεχνούν». Ή ακριβέστερα, αρνούνται να το συζητήσουν.
Τι, υπό τις συνθήκες αυτές, θα έβρισκαν μπροστά τους οι ουκρανοί αδελφοί και αδελφές μας; Ένα εξαιρετικά αντιφατικό αποτέλεσμα, ακριβώς όπως και εάν κινούνταν προς την κατεύθυνση της Ρωσίας.
Θα μπορούσαν να προσδοκούν μια ορισμένη τυπική στροφή προς την κατεύθυνση του κοινοβουλευτισμού και των δικαιωμάτων για τις διάφορες μειονότητες (αν και καθόλου των δικαιωμάτων για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και την αριστερά). Η ουκρανική ελίτ θα μπορούσε επίσης να προσδοκά έναν ευκολότερο διάλογο με τη Δύση και ένταξη στο θεσμό της ΕΕ, μαζί με νέες ευκαιρίες επέκτασης της δραστηριότητας της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης στους τομείς του εμπορίου, του τουρισμού κλπ. Επιπλέον - και αυτό έχει θεμελιώδη σημασία - νίκη για τις φιλοδυτικές ολιγαρχικές φατρίες της Ουκρανίας στον ανταγωνιστικό παιγνίδι για τους κρατικούς πόρους και τις αγορές. Εν τω μεταξύ, αυτό θα ενισχύσει την ήδη σημαντική μετανάστευση των ουκρανών προς την ΕΕ, κυρίως ως μια μορφή «outsourcing» των χαμηλόμισθων εργατών. Επίσης, στην εικόνα θα βρισκόταν και μια εντατικοποίηση της διαδικασίας της αποβιομηχάνισης και της ανόδου του ουκρανικού εθνικισμού, μαζί με σημαντικά κοινωνικο-πολιτισμικά προβλήματα για το ρωσόφωνο πληθυσμού
.
Λοιπόν, τι πρέπει να κάνει η Ουκρανία;
Ποιο, λοιπόν, είναι το καλύτερο για την Ουκρανία; Να γίνει άλλη μια περιφερειακή περιοχή της ΕΕ, να συνενωθεί με τη Ρωσία, ή να γίνει μια ανεξάρτητη χώρα του Τρίτου Κόσμου;
Προσωπικά, θα διατύπωνα την απάντησή μου σε τρεις άξονες. Κατ' αρχάς, το ερώτημα αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί από τους ίδιους τους πολίτες της Ουκρανίας. Διότι η έλευση απεσταλμένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των ΗΠΑ με σκοπό να ασκήσουν πιέσεις εδώ είναι εξίσου απαράδεκτη όσο και για τους Ρώσους.
Δεύτερον, τα διάφορα στρώματα της ουκρανικής κοινωνίας έχουν συμφέροντα σε διαφορετικές λύσεις. Φυσικά, δεν ισχυρίζομαι ότι μπορώ να διατυπώσω κάποια απόλυτη αλήθεια, αλλά ως ακαδημαϊκός και πολίτης, είμαι απρόθυμος να μπω στη θέση κάποιου ουδέτερου παρατηρητή. Κατά την άποψή μου,μπορεί κανείς να παρουσιάσει (σε εξαιρετικά συμπυκνωμένη μορφή) την κατάσταση ως εξής:
Για τους περισσότερους από τους αγρότες και το βιομηχανικό προλεταριάτο της ανατολικής Ουκρανίας, η συνεργασία με τη Ρωσία (υπογραμμίζω: από θέσεις αρχής, δεν μιλάμε για ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη Ρωσία) θα επιφέρει μεγαλύτερη σταθερότητα, και δεν θα δημιουργήσει νέα πολιτιστικά και γλωσσικά προβλήματα. Και αυτό, παρά τα προφανή ελαττώματα της ρωσικής επιχείρησης και της ρωσικής γραφειοκρατίας. Το ίδιο θα ισχύσει και για τους εργαζόμενους στα μαζικά διανοητικά επαγγέλματα, όπως οι δάσκαλοι, το νοσηλευτικό προσωπικό και άλλοι υψηλά καταρτισμένοι εργάτες κρατικών ιδρυμάτων. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα λάβουν μια σχετική σταθερότητα για αντάλλαγμα στην πατερναλιστική κηδεμονία από την ουκρανική γραφειοκρατία και περαιτέρω περιορισμούς των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Επίσης κερδισμένοι από την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία θα είναι οι αντίστοιχοι κύκλοι των μεγάλων επιχειρήσεων και μαζί τους οι πολιτικές και γραφειοκρατικές ομάδες που είναι συνυφασμένες με αυτούς. Όλα αυτά τα «συν» είναι εξαιρετικά αμφίρροπα. Αλλά θα υπήρχε και ένα αναμφισβήτητο συν για τις χώρες μας που προσεγγίζουν μεταξύ τους: μια αναβίωση και εντατικοποίηση του κοινωνικο-πολιτιστικού μας διαλόγου. Αυτή η παράμετρος είναι θεμελιώδους σημασίας, και είναι ομοιόμορφα θετική.
Για τους περισσότερους «ελεύθερο-επαγγελματίες», για τη μικρο- μεσαία αστική τάξη του εμπορικού τομέα, για εκείνους τους ολιγάρχες των οποίων οι δραστηριότητες είναι συνυφασμένες με τις Δυτικές πολυεθνικές, αλλά και για τις φιλοδυτικές πολιτικές δυνάμεις, ένας προσανατολισμός προς την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν πλεονεκτικός βραχυπρόθεσμα.
Πιο κάτω όμως σε αυτή την πορεία, οι ομάδες αυτές είναι πολύ πιθανό να βρεθούν υποτεταγμένες στις εταιρείες του «κέντρου» της ΕΕ, όπως ακριβώς συνέβη και με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Παραδόξως, προσωρινά κέρδη από την ευρωπαϊκή ένταξη θα ήταν δυνατά για τις ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις και για διάφορες μη-κυβερνητικές οργανώσεις (ειδικά εκείνες που κρατούν μια ορισμένη απόσταση από τα σημερινά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα, όπως η εκστρατεία για τα δικαιώματα των λεσβιών, των ομοφυλοφίλων, των αμφισεξουαλικών και των διεμφυλικών). Αυτές οι ομάδες θα μπορούσαν να απελευθερωθούν από ορισμένους περιορισμούς που επιβάλλονται από την παρούσα γραφειοκρατία.
Αυτά τα βήματα εκδημοκρατισμού, όμως πολύ δύσκολα θα ήταν σημαντικά ή θα είχαν διάρκεια, εάν καν πραγματοποιούνταν. Στις χώρες της περιφέρειας της ΕΕ, οι κανονικότητες των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων παραβιάζονται με μια ευκολία που χτυπάει στο μάτι. Εν τω μεταξύ, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δείχνει μια εκπληκτική τύφλωση «παραλείποντας να παρατηρήσει» αυτές τις παραβιάσεις, εκτός αν επηρεάζουν τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών πολυεθνικών ή των γειτόνων τους – εκεί στις Βρυξέλλες – στα κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ.
Τώρα για το στοιχείο κλειδί σε αυτό το σημείο. Σε αντίθεση με την περίπτωση των γεγονότων του 2004 (όπου ο συγγραφέας ήταν προσωπικά παρών), οι εθνικιστές και οι φασίστες σχεδόν κατάφεραν να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη και καλύτερα οργανωμένη δύναμη, σε όρους πρακτικής και δράσης, από όσες δυνάμεις δρουν στη Μαϊντάν του 2013. Θα πρέπει να ειπωθεί καθαρά: για την αυξανόμενη δύναμη των ακροδεξιών εθνικιστικών και φιλο-φασιστικών οργανώσεων στην Ουκρανία, όπως και στις χώρες της Βαλτικής, είναι άμεσοι υπεύθυνοι όχι μόνο οι αρχές των χωρών αυτών, αλλά επίσης - και αυτό το τονίζω ιδιαιτέρως – οι κυρίαρχες δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες της Ευρώπης έχουν δοκιμάσει ήδη, ευκαιριακά, και με τερατώδη αποτελέσματα, να επιτύχουν τους στόχους τους, παίζοντας το φασιστικό χαρτί (Ας θυμηθούμε τη συμφωνία του Μονάχου του 1938, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα). Η παρούσα χρήση των εθνικιστών και των φασιστών ως μία από τις βασικές δυνάμεις στις διαδηλώσεις της Μαϊντάν είναι στην ουσία ένα τέτοιο ακριβώς έγκλημα (αν και προς το παρόν σε μια ασύγκριτα μικρότερη κλίμακα), και το διέπραξαν οι ουκρανοί «αντιφρονούντες» και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τρίτον, ακόμη και μια σύντομη ανάλυση της κατάστασης στην Ουκρανία, από μια μαρξιστική σκοπιά, μας λέει ξεκάθαρα: όλοι μας, ειδικά στην Ουκρανία, θα πρέπει να ξεφύγουμε από το βρόχο της επιλογής της δήθεν λιγότερο κακής από δύο εξίσου μάταιες εναλλακτικές λύσεις. Μπορούμε και πρέπει να βρούμε μια κάθετη απάντηση. Αυτή βρίσκεται στο επίπεδο της επίλυσης πρώτα απ' όλα των κοινωνικο-οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών προβλημάτων, βρίσκεται όχι στο επίπεδο της ρεαλιστικής γεωπολιτικής (του τύπου, όπως το λένε τώρα, «σε ποιον θα πουληθούμε;») , αλλά των πραγματικά ριζικών οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων μέσα (τουλάχιστον) στην ίδια την Ουκρανία. Και εδώ μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κριτικά και την εμπειρία του αγώνα της ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς, αλλά και και τη δική μας κοινή εμπειρία - εξαιρετικά αντιφατική, αλλά θεμελιώδους σημασίας - των μετασχηματισμών που συνέβησαν στη Σοβιετική Ένωση.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε το κρίσιμο στοιχείο: μια ουσιωδώς ταξικής βάσης αριστερή πολιτική δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοεί την παρουσία, τόσο ενός ουκρανικού γενικού και λαϊκού συμφέροντος, ως συγκεκριμένη-καθολική (και, επομένως, αντιφατική) ενότητα των εθνοτικών ομάδων της χώρας, της ιστορίας, του πολιτισμού και της γεωγραφίας. Το συμφέρον αυτό χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις που τέμνουν πολλές διαστάσεις. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει. Μόνο οι λαοί της ίδιας της Ουκρανίας, όχι οι Ρώσοι ή οι Ευρωπαϊκοί «φορείς χάραξης πολιτικής», μπορούν και πρέπει να καθορίσουν μια στρατηγική, υπό τους όρους αυτού του γενικού συμφέροντος, για την ανάπτυξη της χώρας
.
Κατά συνέπεια, δεν μπορώ και δεν θα επιχειρήσω να καθορίσω μια τέτοια στρατηγική για τους πολίτες της Ουκρανίας. Αλλά ως μαρξιστής ακαδημαϊκός και ως κάποιος που μεγάλωσε μέσα σε ένα διάλογο των λαών και των πολιτισμών μας (και όχι αυτών και μόνο) δεν μπορώ και δεν θα παραμείνω στο περιθώριο, σαν αδιάφορος παρατηρητής. Έτσι, θα ήθελα να υπενθυμίσω σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι το υψηλότερο κριτήριο προόδου για κάθε λαό, ένα κριτήριο που υπάρχει, παρά τον μεταμοντέρνο στόχο της «αποδόμησης των μεγάλων αφηγήσεων», ήταν και παραμένει η ελεύθερη, ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου. Αυτό δεν σημαίνει μόνο οικονομική ανάπτυξη, αλλά και την προώθηση των ανθρώπινων ιδιοτήτων και ικανοτήτων, καθώς και την επίλυση των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και ανθρωπιστικών προβλημάτων.
Όπως έχω υποστηρίξει επανειλημμένα κατά το παρελθόν, μια τέτοια εναλλακτική λύση για τους λαούς της Ρωσίας, της Ουκρανίας και οποιασδήποτε άλλης χώρας, δεν βρίσκεται στον δρόμο του μετασχηματισμού της σε μια περιφέρεια κάποιας «αυτοκρατορίας της πίστης», είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε της Βόρειας Αμερικής .Ούτε θα βρεθεί σε μια ένωση των ολιγαρχών και των γραφειοκρατών των ημι-περιφερειακών χωρών. Με την ευρεία έννοια, η εξεύρεση μιας τέτοιας λύσης απαιτεί την απόρριψη της επιλογής του «μικρότερου κακού», και την αναζήτηση μιας «κάθετης» απάντησης. Αυτή η απάντηση μπορεί να αποτελείται μόνο από το προχώρημα στο δρόμο της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Μόνο αυτός ο δρόμος μπορεί να αποδώσει τόσο την ένταξη σε μια παγκόσμια συνεργασία (συνεργασία λαών και πολιτισμών), καθώς επίσης και την πρόοδο του εθνικού πολιτισμού, δεδομένου ότι ένας αυθεντικός πολιτισμός είναι πάντοτε παγκόσμιος όσο και εθνικός.
Αυτό δεν είναι μια αφηρημένη σύσταση. Ξεκινώντας σε αυτή την πορεία, είναι ήδη δυνατό, ακόμη και για χώρες που δεν είναι μεταξύ των μεγαλύτερων ή των πιο ανεπτυγμένων του κόσμου. Σημερινά παραδείγματα τέτοιων χωρών περιλαμβάνουν μια ολόκληρη σειρά από χώρες της Λατινικής Αμερικής των οποίων οι λαοί έχουν απορρίψει την κηδεμονία των ΗΠΑ και έχουν αρχίσει την εφαρμογή ενός δημοκρατικού, σοσιαλιστικά προσανατολισμένου μοντέλου ανάπτυξης. Οι χώρες αυτές έχουν θέσει ως πρώτη τους προτεραιότητα όχι να τρέχουν πίσω από γεωπολιτικές ίντριγκες, αλλά να επιλέξουν μια κοινωνικο-οικονομική και πολιτική-ιδεολογική στρατηγική που παρουσιάζει μια εναλλακτική στην παγκόσμια ηγεμονία του κεφαλαίου.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...