Ένα από τα ατελείωτα βροχερά απογεύματα της χειμωνιάτικης Κέρκυρας βρέθηκα στο σπίτι ενός καλού φίλου.
Πίναμε το ποτό μας δίπλα στην φωτιά και ψήναμε κάστανα. Συζητούσαμε διάφορα της
καθημερινότητας μας.
Σε μια στιγμή μου λέει: «Περίμενε να σου φέρω κάτι που θα σε ενδιαφέρει».
Έριξε στο τραπεζάκι μερικές
φωτοτυπίες. Προσπαθούσα να διαβάσω . Επρόκειτο για τα πρακτικά μιας συνεδρίασης
του Σοσιαλιστικού ομίλου Κέρκυρας στις
αρχές του εικοστού αιώνα. Δυσκολευόμουν να διαβάσω τα καλλιγραφικά γράμματα.
Δυσκολευόμουν με αρκετές λέξεις . Περισσότερο, όμως , δυσκολευόμουν να καταλάβω τα θέματα της δικής τους καθημερινότητας.
«Άστα αυτά και διάβασε εδώ.» μου λέει ο φίλος μου και γυρίζει στις
τελευταίες σελίδες.
Το τελευταίο θέμα αφορούσε την πρόσληψη δύο νέων μελών στον
Σοσιαλιστικό όμιλο.
Υποψήφιοι ήταν ο Πρόεδρος του πανίσχυρου σωματείου λιμενεργατών
Κέρκυρας με δυόμιση χιλιάδες μέλη και
ένας νεαρός χωριάτης από τα Σφακερά που έγραφε ποιήματα και λεγόταν Σπύρος
Νικοκάβουρας.
Η συζήτηση πρέπει να ήταν έντονη.
Πολλοί εκ των ομιλητών δεν ήθελαν να γίνει μέλος ο Λιμενεργάτης διότι
δεν είχε να επιδείξει κάποιο πνευματικό έργο.
Άλλοι πάλι ήθελαν να γίνει μέλος διότι ήταν ένας πρωτοπόρος αγωνιστής
της «εργατικής τάξεως».
Με διέκοψε ο φίλος μου και μου λέει: «Εσύ τι θα ψήφιζες αν ήσουν εκεί
εκείνο το βράδυ;»
Ξαφνιάστηκα.
«Μου δίνεις μια στιγμή να το
σκεφτώ;» του λέω.
Πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι για φαγητό και με άφησε μόνο μου.
Σκέφτομαι ότι η «στιγμή» είναι
μια εξαιρετική λέξη.
Αναφέρεται στον χρόνο κατά κάποιο τρόπο , αλλά χωρίς προσδιορισμό.
Μπορεί να είναι ένα λεπτό μπορεί και η αιωνιότητα.
Βρίσκομαι
ξάφνου να περπατάω την Γεωργίου
Θεοτόκη ένα βροχερό απόγευμα του 1910 .
Διασχίζω την Ευγενίου Βουλγάρεως και στο Πεντοφάναρο στρίβω αριστερά στο Λιστόν.
Εκεί που
τώρα είναι το «καφέ Ευρώπη» , τότε ήταν η λέσχη του Σοσιαλιστικού Ομίλου.
Κάθομαι σε
μια άκρη και παραγγέλνω ένα ζεστό τσάι.
Η συζήτηση
έχει ήδη αρχίσει.
Προεδρεύει ο
Κωνσταντίνος Θεοτόκης.
Συνεχίζω να
μην καταλαβαίνω και πολλά.
Τα θέματα
και η επικαιρότητα με κουράζουν.
Παρατηρώ την
διακόσμηση της αίθουσας .
Πανέμορφη σε
σχέση με την σημερινή.
Τους
Σοσιαλιστές τους έλεγαν «Μαύρους» γιατί συνήθιζαν
να φορούν μαύρα ρούχα. Μαύρο μακρύ παλτό και μαύρο παντελόνι .
Η Λέσχη τους
ήταν καφενείο για τις καθημερινές συναντήσεις και συζητήσεις, αναγνωστήριο αλλά
και αίθουσα συνελεύσεων.
Ο Όμιλος ήταν
το σύνολο της σημερινής αριστεράς.
Ήταν,
και πριβέ λέσχη διανοουμένων,
και μάχιμο κόμμα επαναστατών,
και εναλλακτικός χώρος.
Εκείνες τις
μέρες είχαν ιδρύσει τον «Σύνδεσμο Εργατικής Αλληλοβοήθειας» κάτι σαν το
σημερινό ΙΚΑ.
Πιο πριν
είχαν ιδρύσει τον «Ψυχαγωγικό σύνδεσμο»
με σκοπό την «ψυχαγωγίαν της Εργατικής τάξεως». Ένα πρότυπο ωδείο όπου έδιναν δωρεάν μουσικά όργανα στα παιδιά των
εργατικών οικογενειών, καθημερινό γεύμα και
δεχόταν στα μαθήματα για πρώτη φορά και τα κορίτσια.
Έχει αρχίσει
η ψηφοφορία για το τελευταίο θέμα .
Σκέφτομαι να
αποφύγω το αγκάθι και να ψηφίσω και τους δύο υποψήφιους.
Είναι μια
καλή σκέψη . Αποφεύγω να τοποθετηθώ στην ουσία
του ερωτήματος και δεν μπορεί να μου πει και κανείς τίποτα.
Θα ήθελα
υποψήφιο έναν λιμενεργάτη που να έγραφε
και ποιήματα αλλά η πραγματικότητα θέτει τα ερωτήματα όπως εκείνη νομίζει.
«Εσύ
συνέταιρε τι ψηφίζεις;» Ακούω την δυνατή
φωνή του Κωνσταντίνου Θεοτόκη από το προεδρείο.
«Θα ψηφίσω
τον Σπύρο Νικοκάβουρα …..αλλά ..»
λέω διστακτικά.
«Δεν έχει
«αλλά» …ψηφίζεις η δεν ψηφίζεις;» μου
λέει εκνευρισμένος.
«Ψηφίζω το Σπύρο Νικοκάβουρα.» απαντώ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...