O Ηρακλής Μεταξάς γεννήθηκε το 1889 στην πόλη Βατούμ της Αζαρίας, ενώ
εντάχθηκε στο επαναστατικό - σοσιαλιστικό κίνημα από τα γυμνασιακά του
κιόλας χρόνια, με το όνομά του να εμφανίζεται στους καταλόγους της
αστυνομίας από πολύ νωρίς. Μετά τις κινητοποιήσεις την Ανοιξη του 1906
(στον απόηχο της Ρωσικής επανάστασης του 1905), κατά τις οποίες οι
μαθητές του Γυμνασίου του συγκρότησαν συλλαλητήριο και γκρέμισαν ένα
πορτρέτο του αυτοκράτορα Νικολάου του Β', οι διώξεις εντάθηκαν. Ο Η.
Μεταξάς τότε, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την οικογένειά του, διαφεύγοντας στην Οδησσό. Εκεί ήρθε
γρήγορα σε επαφή με τους σοσιαλδημοκρατικούς μαρξιστικούς κύκλους,
ενέτεινε την επαναστατική του δράση και το 1908 έγινε μέλος του
Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος. Τα επόμενα χρόνια (1908 - 1912)
θα αναλάβει και θα φέρει εις πέρας μια σειρά κομματικές αποστολές,
οργώνοντας κυριολεκτικά την αχανή χώρα για την υπόθεση του σοσιαλισμού,
από τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν έως τα Ουράλια (Τιφλίδα, Γιαντζέ,
Νοβοροσίσκ, Αντλερ, Τουαψέ, Πιατιγόρσκ, Εσεντουκί, Ούφα, κ.α.).
Στις αρχές του 1913, ο Η. Μεταξάς μετέβη στο Μπακού και εντάχθηκε στην
τοπική οργάνωση του Κόμματος των Μπολσεβίκων, αναπτύσσοντας δράση σε όλη
την περιοχή του Καυκάσου. Η οργάνωση και καθοδήγηση της πάλης των
εργατοαγροτικών μαζών στον Καύκασο ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη και
σύνθετη υπόθεση, μιας και οι ταξικοί αγώνες υποδαυλίζονταν διαχρονικά
από τις διαχωριστικές γραμμές και τις αντιπαλότητες που καλλιεργούσε
σκόπιμα και συστηματικά ανάμεσα στους λαούς της περιοχής ο αστικός
εθνικισμός. Με εξαίρεση τα λιγοστά βιομηχανικά κέντρα, το προλεταριάτο
ήταν ολιγάριθμο και οι δυνάμεις των Μπολσεβίκων αδύναμες. Το Μπακού, που
αποτελούσε και το κύριο βιομηχανικό - προλεταριακό κέντρο ολόκληρης της
Υπερκαυκασίας, υπήρξε η βασική «εξαίρεση στον κανόνα», διαθέτοντας
ισχυρή μπολσεβίκικη οργάνωση και πλούσια εμπειρία στην οργάνωση της
πάλης των εργαζομένων.
Ακολούθως, δεν είναι τυχαίο, πως το Μπακού υπήρξε και το επίκεντρο της
επαναστατικής δραστηριότητας κατά τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική
Επανάσταση. Η σοβιετική εξουσία εγκαθιδρύθηκε στην πόλη μόλις έξι μέρες
μετά την έκρηξη της επανάστασης, στις 13 Νοέμβρη 1917, ενώ σύντομα
επεκτάθηκε σε ολόκληρο σχεδόν το Αζερμπαϊτζάν. Την περίοδο της
«Κομμούνας του Μπακού», ο Η. Μεταξάς, ως ένας από τους «26 Επιτρόπους»,
θα έχει ενεργό - πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία κοινωνικοποίησης και
εργατικού ελέγχου των τραπεζών, της εμπορικής ναυτιλίας, κ.λπ. Οι
Επίτροποι αποτελούσαν όργανο της επαναστατικής εξουσίας, του οποίου τα
μέλη προέρχονταν από 7 διαφορετικές εθνότητες.
Από την πρώτη στιγμή, ωστόσο, η νεαρή σοβιετική εξουσία του Μπακού
βρέθηκε αντιμέτωπη με τις ποικιλώνυμες και σαφώς υπέρτερες αριθμητικά
δυνάμεις του εχθρού: τις δυνάμεις της αντεπανάστασης (τους αστούς
εθνικιστές του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας -«Ντασνάκους»-, τους
Γεωργιανούς μενσεβίκους, κ.ά.), που συνεπικουρούνταν από τον βρετανικό
ιμπεριαλισμό, αλλά και τα στρατεύματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας (που
βρίσκονταν στο αντίπαλο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, των Κεντρικών
Δυνάμεων, αλλά επιβουλεύονταν εξίσου την Επανάσταση). Ο Η. Μεταξάς έλαβε
μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού του Μπακού, που,
παρότι δεν αριθμούσε παρά λίγες χιλιάδες, κατάφερε να αποκρούσει με
επιτυχία τις επιθέσεις πολλαπλάσιων δυνάμεων του οθωμανικού στρατού τον
Ιούνη του 1918.
Ωστόσο, η «Κομμούνα του Μπακού» δεν μπόρεσε να αντέξει. Καταλύθηκε
τελικά στα τέλη Ιούλη, από τη σύμπραξη των «Ντασνάκων», των μενσεβίκων
και των εσέρων με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές, οι οποίοι στις 4
Αυγούστου κατέλαβαν την πόλη με στρατεύματα που μετέφεραν από την Περσία
(Ιράν). Το αντεπαναστατικό καθεστώς της «Δικτατορίας της Κεντρικής
Κασπίας», όπως ονομαζόταν, επικράτησε προσωρινά. Οι 26 Επίτροποι (μεταξύ
αυτών και ο Η. Μεταξάς), καθώς και πολλά άλλα μέλη και στελέχη της
σοβιετικής εξουσίας, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Οι Ελληνες ομοεθνείς
του Η. Μεταξά κινητοποιήθηκαν, καταβάλλοντας πολλές προσπάθειες για την
απελευθέρωσή του. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε να αποδεχθεί κάποια «ειδική
μεταχείριση», διαχωριζόμενος από τις τύχες των συντρόφων του. «Δεν είμαι
Ελληνας», τόνισε, «είμαι διεθνιστής. Μαζί με τους φίλους πρέπει να
συνεχίσω τον αγώνα μου. Κανείς και ποτέ δεν μπορεί να με χωρίσει από τον
αγώνα της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης»!
Οι φυλακισμένοι επαναστάτες θα απελευθερωθούν έπειτα από καταδρομική
επιχείρηση ομάδας μπολσεβίκων υπό τον Αναστάς Μικογιάν (τον μετέπειτα
Πρόεδρο της ΕΣΣΔ). Στο λιμάνι του Κρασνοβόντσκ, όμως, θα συλληφθούν και
πάλι από τις δυνάμεις της αντεπανάστασης (τη λεγόμενη «Επιτροπή του
Ασκχαμπαντ», που αποτελούνταν από τους εσέρους και τους μενσεβίκους). Η
«Επιτροπή του Ασκχαμπαντ», φοβούμενη αναζωπύρωση των επαναστατικών
ζυμώσεων στην περιοχή, με αφορμή την παρουσία εκεί των Επιτρόπων του
Μπακού, αποφάσισε -παρουσία του Βρετανού στρατιωτικού συνδέσμου λοχαγού
Ρέτζιναλντ Τιγκ Τζόουνς- την άμεση εκτέλεσή τους. Ετσι, στις 19 - 20
Σεπτέμβρη, 3 μόλις ημέρες μετά τη σύλληψή τους, ο Η. Μεταξάς και οι 25
άλλοι Επίτροποι οδηγήθηκαν βράδυ σε μια ερημική τοποθεσία μεταξύ των
σταθμών του Περεβάλ και του Ακσα-Κούιμα του τρανσκαυκασιανού
σιδηρόδρομου. Η θανατική ποινή ανακοινώθηκε στους Επιτρόπους λίγο πριν
το τρένο σταματήσει στη μέση της ερήμου. Αποβιβάστηκαν όλοι λίγοι-λίγοι,
ανά ομάδες των 8-9 ατόμων και εκτελέστηκαν σε 3 φάσεις. Σύμφωνα με την
περιγραφή του εσέρου δημοσιογράφου V. Chaikin, ένας από τους
εκτελεσθέντες, φώναξε λίγο πριν το απόσπασμα ανοίξει πυρ: «Δε φοβάμαι.
Πεθαίνω για την ελευθερία»!
Πηγή: Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...