Το τέλος του ήταν ελεεινό. Προτού
αυτοκτονήσει, στις 30 Απριλίου του 1945, ο Χίτλερ ήταν ανθρώπινο ράκος.
Στην προσωπική αποθήκη του βρέθηκαν 69 φάρμακα, εκ των οποίων πολλά
έπαιρνε καθημερινά. Οι αμφιταμίνες, που ήταν μεταξύ τους, οδήγησαν
ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα, ότι ήταν μόνιμα ντοπαρισμένος.Όμως
πριν ακριβώς 80 χρόνια, στις 30 Ιανουαρίου 1933, όταν έγινε καγκελάριος
της Γερμανίας, η εικόνα του ήταν εντελώς διαφορετική. Ο Χίτλερ έδειχνε
γεμάτος δύναμη και σφρίγος. Μόνο που η «ντόπα» του ήταν τότε η εξουσία
που μετά την ανακήρυξή του σε δικτάτορα (μέσω των διαβόητων
«εξουσιοδοτικών νόμων» της 24ης Μαρτίου του 1933, που παρέδιδε στα χέρια
του και τη νομοθετική εξουσία) πήρε απόλυτη μορφή.
Ο απολογισμός 12 ετών και 3 μηνών του πολιτικού αυτού
«ντοπαρίσματος»: Ένας παγκόσμιος πόλεμος, 60 εκατομμύρια άνθρωποι
νεκροί, μια κατεστραμμένη Ευρώπη.
Είχαν παραφρονήσει οι Γερμανοί που τον χειροκροτούσαν; Σε ένα βαθμό ναι. Οι κοινωνιολόγοι μιλάνε για μια ιδιότυπη «παραμόρφωση των κανονιστικών αξιών», όπως εκείνες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, που είχε διαχυθεί στα μικροαστικά κυρίως στρώματα και κατέβαζε το όριο αντίστασης για συμμετοχή σε εγκλήματα διεγείροντας ταυτόχρονα αισθήματα «τρελής» ευφορίας και αγαλλίασης.
Η βασική αιτία αυτής της εξέλιξης είναι γνωστή: Η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, που έκανε αδύνατη την επιβίωσή του υπό τους μέχρι τότε «κανονικούς» όρους. Οι στρατιές των ανέργων, ιδίως στη Γερμανία, (επίσημα, περί το 1933, έξη εκατομμύρια άτομα, ανεπίσημα δέκα) ήταν απλώς η παράπλευρη παρενέργεια της κρίσης.
Η απάντηση ορισμένων αστικών ελίτ της Ευρώπης σε αυτό ήταν ο φασισμός – στην αρχή στην Ιταλία, και ύστερα στη Γερμανία. Και φασισμός σήμαινε καταρχάς: την παράδοση της εξουσίας σε ένα μαζικό κίνημα «εξαγριωμένων μικροαστών» (εξαγριωμένων επειδή είχαν χάσει τις περιουσίες τους στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και στην οικονομική κρίση που επακολούθησε) , το οποίο ανέλαβε να τσακίσει «αντ΄ αυτών» (των αστικών ελίτ) το μεγάλο αντίπαλο, το εργατικό κίνημα, και να αποκαταστήσει έτσι τις συνθήκες «κανονικής» κερδοφορίας του συστήματος.
Ο βέλγος μαρξιστής οικονομολόγος Ερνέστ Μαντέλ έχει αποδείξει με εντυπωσιακά στοιχεία, ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων πολλαπλασιάστηκε την εποχή του ναζισμού, στην πολεμική βιομηχανία έφτασε μάλιστα στο δεκαπλάσιο. Σε αυτό έπαιξε σίγουρα ρόλο και η αλλαγή της οικονομικής συνταγής, δηλαδή η στροφή από τη δρακόντεια δημοσιονομική πειθαρχία, που επικρατούσε την περίοδο 1930-32 υπό τον καγκελάριο Χάινριχ Μπρούνινγκ, στις αχαλίνωτες επενδύσεις για δημόσια έργα και στρατιωτικά έργα – καταρχάς με «δανεικά και αγύριστα», που σχεδιαζόταν να ξεπληρωθούν από την «πρόσοδο» της ληστείας των κατεχόμενων χωρών.
Από αυτή την άποψη δεν έχει πολύ σημασία, αν ο Χίτλερ καταπίεζε και τους αστούς: Το βασικό ήταν, ότι λειτουργούσε αντικειμενικά ως υπηρέτης τους. Κάνοντας μια «βρώμικη» δουλειά, που δεν ήταν σε θέση να κάνει ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Χίντεμπουργκ (του τότε προέδρου του γερμανικού Ράιχ) ή μια συνηθισμένη στρατιωτική δικτατορία.
Ο φασισμός σήμαινε βέβαια και πολλά άλλα: κατάλυση της δημοκρατίας, κατάργηση των πολιτικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, ρατσισμό, εξόντωση των μειονοτήτων, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ολοκαυτώματα, πόλεμο. Όλα αυτά όμως ήταν παράγωγα του κεντρικού στόχου: της επανόδου στην ομαλή κερδοφορία του συστήματος.
Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Η ομοσπονδιακή Γερμανία είναι πλέον μια συνηθισμένη δημοκρατική χώρα, οι σύγχρονοι Γερμανοί από τους πιο φιλειρηνικούς πολίτες του κόσμου – κάτι που εξηγεί και τη μη ενεργή συμμετοχή της χώρας τους σε πολλούς πολέμους, όπως, παλιότερα, στο Ιράκ, και σήμερα στο Μάλι.
Και μόνο αυτό αποδεικνύει, κατά τα άλλα, ότι δεν υπάρχει «ναζιστικό γονίδιο» στους Γερμανούς. Από την άλλη δεν υπάρχει όμως και «αντιναζιστικό». Ο ναζισμός θα μπορούσε ίσως να επιστρέψει κάποτε στη Γερμανία, αν η κυρίαρχη τάξη (παρά τα μαθήματα που έχει πάρει) έκρινε, ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πάλι πέρα μόνη της με τις δυσκολίες της. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει όμως στον ορίζοντα. Ως πολιτικό κίνημα οργιάζει προς το παρόν σε άλλες χώρες – στη Φιλανδία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία και τελευταία στην Ελλάδα.
Ενόψει λοιπόν αυτών των δεδομένων, μόνο ανεγκέφαλοι μπορούν να «ντύνουν» την Άνγκελα Μέρκελ με ναζιστικές στολές, ή να προαναγγέλλουν τη μετεξέλιξη της ομοσπονδιακής Γερμανίας σε «Ράιχ» – Δ΄, Ε΄, ή Στ΄.
Εξίσου ανόητη είναι όμως και η ιδέα, ότι η Γερμανία επιδιώκει να γίνει ο «ηγεμών» της Ευρώπης. Αυτό είναι εξάλλου εκ των πραγμάτων αδύνατο. Όχι μόνο επειδή είναι μόνο μια από τις πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – οικονομικά βέβαια ισχυρότερη από τις άλλες, αλλά πολιτικά και κυρίως στρατιωτικά σχεδόν ανύπαρκτη. Αλλά και επειδή δεν το θέλει και η ίδια. Ο στρατηγικός στόχος της είναι μια ενωμένη Ευρώπη, επειδή μόνο μέσω αυτής μπορεί να έχει περισσότερο διεθνές κύρος και να προωθεί τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αγορές.
Ο όρος «γερμανική Ευρώπη», που ακούγεται πολύ τελευταία, έχει λοιπόν νόημα, μόνο αν εκληφθεί ως η προσπάθεια του Βερολίνου να επιβάλλει ένα νέο μοντέλο οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στην ευρωζώνη που δεν έχει όμως τίποτα το ιδιαίτερα «γερμανικό», αλλά είναι απλώς η νεοφιλελεύθερη απάντηση στα καινοφανή προβλήματα που προκαλεί η κρίση σε ένα επίσης καινοφανές φαινόμενο: το ευρώ. Το «γερμανικό» στοιχείο σε αυτή την απάντηση είναι, όπως έχει δείξει ο γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, εκείνο της εμμονής ιδέας περί αιματηρής οικονομίας και αποταμίευσης – τίποτα παραπάνω. Απόδειξη, ότι την ίδια απάντηση, ως γενική σύλληψη, επικροτεί και το υπόλοιπο νεοφιλελεύθερο κατεστημένο (μεταξύ των οποίων και το ελληνικό) ανεξάρτητα από εθνικότητα. Τυχόν αλλαγή της κυβέρνησης στο Βερολίνο (αν τις επόμενες εκλογές κερδίσουν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι) θα αναιρούσε έτσι τη δοξασία περί «γερμανικής Ευρώπης», η νέα κυβέρνηση θα άλλαζε κατά πάσα πιθανότητα και το δημοσιονομικό μοντέλο – όχι βέβαια εκ βάθρων, αλλά με τρόπο που να είναι μη πραγματικά «γερμανικό» (δηλαδή υπεραυστηρό).
Σίγουρο είναι, ότι τα αποτελέσματα αυτού του μοντέλου είναι καταστρεπτικά: Η Ευρώπη του κοινού νομίσματος διασπάται οικονομικά: Η βόρεια ζώνη της συνεχίζει να πλουτίζει, η νότια ερημοποιείται οικονομικά και κοινωνικά. Αυτή η ανήκουστη εξέλιξη απαιτεί νέα ανάλυση και νέα ορολογία. Με τους παλιούς όρους, δουλειά δεν γίνεται. Το ζητούμενο είναι μια ανορθόδοξη, αλλά πειστική θεωρία της κρίσης του ευρώ, ανάλογη με εκείνη που έκαναν στο μεσοπόλεμο ορισμένοι διαπρεπείς αναλυτές του φασισμού, όπως ο αυστριακός Ότο Μπάουερ, ο ιταλός Ιγκάτσιο Σιλόνε και ο ρώσος Λέο Τρότσκι. Αυτές δεν απέτρεψαν το μεγάλο κακό, έκαναν όμως τουλάχιστον δυνατή την κατανόησή του.
Πηγη
Είχαν παραφρονήσει οι Γερμανοί που τον χειροκροτούσαν; Σε ένα βαθμό ναι. Οι κοινωνιολόγοι μιλάνε για μια ιδιότυπη «παραμόρφωση των κανονιστικών αξιών», όπως εκείνες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, που είχε διαχυθεί στα μικροαστικά κυρίως στρώματα και κατέβαζε το όριο αντίστασης για συμμετοχή σε εγκλήματα διεγείροντας ταυτόχρονα αισθήματα «τρελής» ευφορίας και αγαλλίασης.
Η βασική αιτία αυτής της εξέλιξης είναι γνωστή: Η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, που έκανε αδύνατη την επιβίωσή του υπό τους μέχρι τότε «κανονικούς» όρους. Οι στρατιές των ανέργων, ιδίως στη Γερμανία, (επίσημα, περί το 1933, έξη εκατομμύρια άτομα, ανεπίσημα δέκα) ήταν απλώς η παράπλευρη παρενέργεια της κρίσης.
Η απάντηση ορισμένων αστικών ελίτ της Ευρώπης σε αυτό ήταν ο φασισμός – στην αρχή στην Ιταλία, και ύστερα στη Γερμανία. Και φασισμός σήμαινε καταρχάς: την παράδοση της εξουσίας σε ένα μαζικό κίνημα «εξαγριωμένων μικροαστών» (εξαγριωμένων επειδή είχαν χάσει τις περιουσίες τους στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και στην οικονομική κρίση που επακολούθησε) , το οποίο ανέλαβε να τσακίσει «αντ΄ αυτών» (των αστικών ελίτ) το μεγάλο αντίπαλο, το εργατικό κίνημα, και να αποκαταστήσει έτσι τις συνθήκες «κανονικής» κερδοφορίας του συστήματος.
Ο βέλγος μαρξιστής οικονομολόγος Ερνέστ Μαντέλ έχει αποδείξει με εντυπωσιακά στοιχεία, ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων πολλαπλασιάστηκε την εποχή του ναζισμού, στην πολεμική βιομηχανία έφτασε μάλιστα στο δεκαπλάσιο. Σε αυτό έπαιξε σίγουρα ρόλο και η αλλαγή της οικονομικής συνταγής, δηλαδή η στροφή από τη δρακόντεια δημοσιονομική πειθαρχία, που επικρατούσε την περίοδο 1930-32 υπό τον καγκελάριο Χάινριχ Μπρούνινγκ, στις αχαλίνωτες επενδύσεις για δημόσια έργα και στρατιωτικά έργα – καταρχάς με «δανεικά και αγύριστα», που σχεδιαζόταν να ξεπληρωθούν από την «πρόσοδο» της ληστείας των κατεχόμενων χωρών.
Από αυτή την άποψη δεν έχει πολύ σημασία, αν ο Χίτλερ καταπίεζε και τους αστούς: Το βασικό ήταν, ότι λειτουργούσε αντικειμενικά ως υπηρέτης τους. Κάνοντας μια «βρώμικη» δουλειά, που δεν ήταν σε θέση να κάνει ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Χίντεμπουργκ (του τότε προέδρου του γερμανικού Ράιχ) ή μια συνηθισμένη στρατιωτική δικτατορία.
Ο φασισμός σήμαινε βέβαια και πολλά άλλα: κατάλυση της δημοκρατίας, κατάργηση των πολιτικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, ρατσισμό, εξόντωση των μειονοτήτων, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ολοκαυτώματα, πόλεμο. Όλα αυτά όμως ήταν παράγωγα του κεντρικού στόχου: της επανόδου στην ομαλή κερδοφορία του συστήματος.
Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Η ομοσπονδιακή Γερμανία είναι πλέον μια συνηθισμένη δημοκρατική χώρα, οι σύγχρονοι Γερμανοί από τους πιο φιλειρηνικούς πολίτες του κόσμου – κάτι που εξηγεί και τη μη ενεργή συμμετοχή της χώρας τους σε πολλούς πολέμους, όπως, παλιότερα, στο Ιράκ, και σήμερα στο Μάλι.
Και μόνο αυτό αποδεικνύει, κατά τα άλλα, ότι δεν υπάρχει «ναζιστικό γονίδιο» στους Γερμανούς. Από την άλλη δεν υπάρχει όμως και «αντιναζιστικό». Ο ναζισμός θα μπορούσε ίσως να επιστρέψει κάποτε στη Γερμανία, αν η κυρίαρχη τάξη (παρά τα μαθήματα που έχει πάρει) έκρινε, ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πάλι πέρα μόνη της με τις δυσκολίες της. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει όμως στον ορίζοντα. Ως πολιτικό κίνημα οργιάζει προς το παρόν σε άλλες χώρες – στη Φιλανδία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία και τελευταία στην Ελλάδα.
Ενόψει λοιπόν αυτών των δεδομένων, μόνο ανεγκέφαλοι μπορούν να «ντύνουν» την Άνγκελα Μέρκελ με ναζιστικές στολές, ή να προαναγγέλλουν τη μετεξέλιξη της ομοσπονδιακής Γερμανίας σε «Ράιχ» – Δ΄, Ε΄, ή Στ΄.
Εξίσου ανόητη είναι όμως και η ιδέα, ότι η Γερμανία επιδιώκει να γίνει ο «ηγεμών» της Ευρώπης. Αυτό είναι εξάλλου εκ των πραγμάτων αδύνατο. Όχι μόνο επειδή είναι μόνο μια από τις πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – οικονομικά βέβαια ισχυρότερη από τις άλλες, αλλά πολιτικά και κυρίως στρατιωτικά σχεδόν ανύπαρκτη. Αλλά και επειδή δεν το θέλει και η ίδια. Ο στρατηγικός στόχος της είναι μια ενωμένη Ευρώπη, επειδή μόνο μέσω αυτής μπορεί να έχει περισσότερο διεθνές κύρος και να προωθεί τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αγορές.
Ο όρος «γερμανική Ευρώπη», που ακούγεται πολύ τελευταία, έχει λοιπόν νόημα, μόνο αν εκληφθεί ως η προσπάθεια του Βερολίνου να επιβάλλει ένα νέο μοντέλο οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στην ευρωζώνη που δεν έχει όμως τίποτα το ιδιαίτερα «γερμανικό», αλλά είναι απλώς η νεοφιλελεύθερη απάντηση στα καινοφανή προβλήματα που προκαλεί η κρίση σε ένα επίσης καινοφανές φαινόμενο: το ευρώ. Το «γερμανικό» στοιχείο σε αυτή την απάντηση είναι, όπως έχει δείξει ο γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, εκείνο της εμμονής ιδέας περί αιματηρής οικονομίας και αποταμίευσης – τίποτα παραπάνω. Απόδειξη, ότι την ίδια απάντηση, ως γενική σύλληψη, επικροτεί και το υπόλοιπο νεοφιλελεύθερο κατεστημένο (μεταξύ των οποίων και το ελληνικό) ανεξάρτητα από εθνικότητα. Τυχόν αλλαγή της κυβέρνησης στο Βερολίνο (αν τις επόμενες εκλογές κερδίσουν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι) θα αναιρούσε έτσι τη δοξασία περί «γερμανικής Ευρώπης», η νέα κυβέρνηση θα άλλαζε κατά πάσα πιθανότητα και το δημοσιονομικό μοντέλο – όχι βέβαια εκ βάθρων, αλλά με τρόπο που να είναι μη πραγματικά «γερμανικό» (δηλαδή υπεραυστηρό).
Σίγουρο είναι, ότι τα αποτελέσματα αυτού του μοντέλου είναι καταστρεπτικά: Η Ευρώπη του κοινού νομίσματος διασπάται οικονομικά: Η βόρεια ζώνη της συνεχίζει να πλουτίζει, η νότια ερημοποιείται οικονομικά και κοινωνικά. Αυτή η ανήκουστη εξέλιξη απαιτεί νέα ανάλυση και νέα ορολογία. Με τους παλιούς όρους, δουλειά δεν γίνεται. Το ζητούμενο είναι μια ανορθόδοξη, αλλά πειστική θεωρία της κρίσης του ευρώ, ανάλογη με εκείνη που έκαναν στο μεσοπόλεμο ορισμένοι διαπρεπείς αναλυτές του φασισμού, όπως ο αυστριακός Ότο Μπάουερ, ο ιταλός Ιγκάτσιο Σιλόνε και ο ρώσος Λέο Τρότσκι. Αυτές δεν απέτρεψαν το μεγάλο κακό, έκαναν όμως τουλάχιστον δυνατή την κατανόησή του.
Πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ εκτονώνεστε ...